Της Ειρήνης Τσαρούχα,
Για να μπορέσει ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που ισχυρίζεται ότι είναι φορέας ενός ουσιαστικού δικαιώματος, να διανοίξει δίκη στα πολιτικά δικαστήρια, προκειμένου να προστατευτεί από τη βλάβη που έχει υποστεί στο ουσιαστικό του δικαίωμα, πρέπει να πληροί μια σειρά από προϋποθέσεις. Μια από αυτές τις απαραίτητες προϋποθέσεις –πέραν της ικανότητας διαδίκου, δικαστικής παραστάσεως, νομιμοποίησης για τη διεξαγωγή της συγκεκριμένης δίκης και το έννομο συμφέρον– είναι και ο θεσμός της δικαστικής πληρεξουσιότητας, ο οποίος ρυθμίζεται από τα άρθρα 94-105 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Ο θεσμός της δικαστικής πληρεξουσιότητας συσχετίζεται με την ικανότητα προς το δικολογείν, δηλαδή τη δυνατότητα που δίδεται σε κάποιον να επικοινωνεί γραπτά ή προφορικά με ένα συγκεκριμένο δικαστήριο. Ο νομοθέτης δίδει αυτή τη δυνατότητα μόνο σε εν ενεργεία δικηγόρους. Επομένως, όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα υποχρεούνται εκ του νομού να παρίστανται στο δικαστήριο μετά δικηγόρου. Ο θεσμός αυτός, με βάση τη νομολογία των δικαστηρίων, δεν προσβάλλει, ούτε περιορίζει τη συνταγματική επιταγή για έννομη προστασία των πολιτών (άρθρο 20 Συντάγματος), που διασφαλίζεται και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Αντίθετα, επισφραγίζεται ότι όλοι ανεξαιρέτως θα υποχρεούνται να εκπροσωπούνται από τους φέροντες την ιδιότητα του δικηγορικού λειτουργήματος και, άρα, θα διασφαλίζεται η πλήρης γνώση ορθής δικαστικής προστασίας. Εξυπηρετείται, έτσι, τόσο το ιδιωτικό όσο και το δημόσιο συμφέρον.
Ο εκάστοτε διάδικος πρέπει να παρίσταται στο δικαστήριο από δικηγόρο που είναι διορισμένος σε δικαστήριο ίδιου βαθμού ή ανώτερου. Έτσι, δικηγόρος διορισμένος σε πρωτοδικείο μπορεί να παρίσταται νομίμως μόνο στο ειρηνοδικείο ή πρωτοδικείο, όχι, όμως, στο Εφετείο και στον Άρειο Πάγο. Αντίθετα, δικηγόρος διορισμένος στον Άρειο Πάγο μπορεί να παρίσταται και να τελεί διαδικαστικές πράξεις σε οποιονδήποτε βαθμό. Τέλος, ο δικηγόρος που είναι διορισμένος σε Εφετείο δεν μπορεί να παρίσταται μόνο επί του Αρείου Πάγου.
Ωστόσο, ο νομοθέτης επιφύλαξε –σε ορισμένες περιπτώσεις– τη δυνατότητα μη εκπροσώπησης από δικηγόρο, αλλά τη δυνατότητα αυτοπρόσωπης παρουσίας. Με βάση το άρθρο 94 παρ. 2, δεν απαιτείται πληρεξουσιότητα στις περιπτώσεις μικροδιαφορών ή λόγω προστασίας από επικείμενο κίνδυνο, δηλαδή υπό εξαιρετικές συνθήκες, όπου η καθυστέρηση στην εύρεση δικηγόρου θα έφερνε σε κίνδυνο την προστασία του ουσιαστικού δικαιώματος. Και πάλι, όμως, με βάση το άρθρο, ο δικαστής μπορεί να ζητήσει την πληρεξουσιότητα. Η εξαίρεση αυτή οφείλεται στη μικρή αξία των δικαιωμάτων που διακυβεύονται ή στον πολύ προσωπικό χαρακτήρα των δικαιωμάτων αυτών.
Η πληρεξουσιότητα μπορεί να είναι είτε γενική, δηλαδή να αφορά όλες τις δίκες του εντολέα, είτε μερική, δηλαδή πληρεξουσιότητα για μια μόνο δίκη (οι περισσότερες σχετιζόμενες), ή ειδική, για μόνο συγκεκριμένες διαδικαστικές πράξεις. Ο νομοθέτης για ορισμένες διαδικαστικές πράξεις δεν αρκείται στη γενική πληρεξουσιότητα, αλλά απαιτεί ειδική (άρθρο 98 ΚΠολΔ). Παράλληλα, με βάση τις διατάξεις του ΚΠολΔ, η δικαστική πληρεξουσιότητα είναι έγκυρη, μόνο εφόσον συνταχθεί γραπτώς με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή με ιδιωτικό έγγραφο, με βεβαίωση γνήσιου υπογραφής από δημόσια αρχή ή προφορικώς ενώπιον της δικαστικής αρχής. Εάν δεν τηρηθεί ένας από τους παραπάνω τύπους, η δικαστική πληρεξουσιότητα είναι άκυρη και, παράλληλα, άκυρες και όλες οι επιχειρηθείσες διαδικαστικές πράξεις.
Μια θεμελιώδης αρμοδιότητα του δικαστικού πληρεξουσίου και, ταυτόχρονα, μια διαδικαστική διευκόλυνση, τόσο υπέρ του ενάγοντος όσο και υπέρ του εναγομένου, είναι ότι –πλέον– ο δικαστικός πληρεξούσιος είναι, ταυτόχρονα, και αντίκλητος του εντολέα του. Με άλλα λόγια, ο δικηγόρος του ενός διαδίκου είναι το πρόσωπο που λαμβάνει όλες τις επιδόσεις αντί του εντολέα του, εκτός από εκείνες που απαιτούν αυτοπρόσωπη ενέργεια. Έτσι, διευκολύνεται η μια εκ των δύο προϋποθέσεων παραδεκτής άσκησης της αγωγής, που είναι η επίδοση. Αυτή η ουσιώδης διαδικαστική προϋπόθεση συγκεντρώνεται σε ένα πρόσωπο, μειώνοντας, έτσι, τα έξοδα για την πραγματοποίησή της από τον εκάστοτε αντίδικο, ιδίως σε δίκες με περισσότερους ενάγοντες ή περισσότερους εναγόμενους, δεδομένου ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, συνήθως, ένας δικηγόρος αναλαμβάνει τη δικαστική παράσταση ενός μέρους ή του συνόλου των εναγομένων ή, αντίστοιχα, των εναγόντων.
Τέλος, η δικαστική πληρεξουσιότητα παύει αυτοδικαίως με την πάροδο πενταετίας (άρθρο 97 ΚΠολΔ). Επίσης, παύει με τον θάνατο του πληρεξούσιου, όχι, όμως, απαραίτητα με το θάνατο του εντολέα. Φυσικά, δύναται να πραγματοποιηθεί και ανάκληση της πληρεξουσιότητας (Άρθρα 100-103).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Νικόλαος Θ. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 4η έκδοση, εκδόσεις Σάκκουλα, 2022 Αθήνα-Θεσσαλονίκη