Του Ηλία Λεοντάρη,
«Οἷον δ᾽ ὑπάλλαγμα τῆς χρείας τὸ νόμισμα γέγονε κατὰ συνθήκην· καὶ διὰ τοῦτο τοὔνομα ἔχει νόμισμα, ὅτι οὐ φύσει ἀλλὰ νόμῳ ἐστί, καὶ ἐφ᾽ ἡμῖν μεταβαλεῖν καὶ ποιῆσαι ἄχρηστον» (Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Ε΄)
Το νόμισμα, προέρχεται από την ίδια ρίζα με τον νόμο και λόγω αυτού πολλοί συσχετίζουν το νόμισμα με την κοινωνική του διάσταση και την οικονομική πολιτική. Δεν υπήρξε εκ φύσεως, αλλά νόμῳ, καθώς μέσω επιταγών και συμβάσεων δημιουργήθηκε και τέθηκε σε κυκλοφορία το νόμισμα από τα μέσα του 7ου αιώνα έως την εποχή μας σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Στα λατινικά υπάρχει ο αντίστοιχος όρος moneta (προέρχεται από το ρήμα προειδοποιώ), που με τη σειρά του δίνει την ονομασία στην ομώνυμη θεά Juno Moneta, στο ιερό της οποίας δημιουργήθηκε το πρώτο νομισματοκοπείο της Ρώμης, και έδωσε τον σύγχρονο αγγλικό όρο money.
Στα νομισματοκοπεία ακολουθείται μια συγκεκριμένη διαδικασία για την κοπή των νομισμάτων. Αρχικά για τα παιστά (παίω=κτυπώ), όπως ονομάζονται, τοποθετούνταν το ελαφρώς πυρακτωμένο πέταλο του μετάλλου σε έναν άκμονα, μια μεταλλική βάση δηλαδή, στηριζόμενη στο έδαφος, η οποία περιέχει χαραγμένη την παράσταση της εμπρόσθιας όψης ως αρνητικό. Η παράσταση του εμπροσθοτύπου, ως πιο ευαίσθητη, μπαίνει πάντα στον άκμονα, ενώ της οπίσθιας όψης στη σφύρα, δηλαδή στο ξεχωριστό εκείνο μέρος που περιείχε στην κάτω μεριά την εγχάρακτη επιφάνεια του οπισθότυπου και στην πάνω κτυπιόταν από ένα σφυρί. Αφού, λοιπόν, τοποθετηθεί το πέταλο ανάμεσα στα δύο αυτά κομμάτια, ένας υπάλληλος κτυπά με ένα σφυρί το πάνω μέρος της κατασκευής, έτσι ώστε η εγχάρακτη παράσταση να αποτυπωθεί στο κενό πέταλο. Πολύ πιθανόν να υπήρχε άλλος ένας υπάλληλος, ο οποίος θα στήριζε την όλη κατασκευή προκειμένου η παράσταση να μην ξεφύγει του πετάλου και να βγει ορθά η αποτύπωση, αν και υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου τέτοια νομίσματα δόθηκαν στην κυκλοφορία, αντί να καταστραφούν. Μια άλλη κατηγορία αποτελούσαν τα χυτά νομίσματα, τα οποία δημιουργούνταν όταν το λιωμένο μέταλλο χυνόταν σε μήτρες, οι οποίες περιείχαν την επιθυμητή παράσταση και αφού ψύχονταν, λάμβανε την τελική του μορφή.
Υπάρχει αβεβαιότητα στην προέλευση των πρώτων νομισμάτων. Τόσο οι αρχαίες πηγές (Ηρόδοτος, Αριστοτέλης κλπ.), όσο και η νεότερη έρευνα βέβαια, δέχονται ως επικρατέστερη άποψη το Λυδικό Βασίλειο ως την κοιτίδα της νομισματικής κυκλοφορίας, αν και η άποψη αυτή τείνει σε αμφισβήτηση. Κατά τον 7ο αιώνα π.Χ., λοιπόν, ο βασιλιάς Αλυάττης, ο οποίος βρισκόταν στο απόγειο της δύναμής του, κόβει τα πρώτα νομίσματα και υποδιαιρέσεις από ήλεκτρο, έναν κράμα αργύρου και χρυσού, που βρισκόταν σε αφθονία στην επικράτεια της κυριαρχίας του, ενώ ο γιος του, Κροίσος, θα συνεχίσει παράλληλα και την κοπή αργυρών εκδόσεων.
Ορμώμενος από το όρος Τμώλο, ο Πακτωλός ποταμός, που διαπερνούσε την περιοχή και την πρωτεύουσα των Λυδών, τις Σάρδεις, έφερνε σε μεγάλες ποσότητες το μέταλλο αυτό, με άλλη συμπληρωματική πηγή τα ορυχεία. Εκ φύσεως, η ποσότητα του χρυσού ήταν μεγαλύτερη απ’ αυτή του αργύρου, ωστόσο αργότερα ενισχύθηκε τεχνητά ο άργυρος, που ήταν πιο κοινός από τον χρυσό, ενώ προστέθηκε και χαλκός για να τονιστεί το χρώμα. Αυτό συνέβη επί Κροίσου, έτσι ώστε να μπορούν περιοχές που είχαν έλλειψη χρυσού, αλλά αφθονία αργύρου να καταφέρουν να κόψουν ισχυρό νόμισμα από ήλεκτρο. Αργότερα κατά το 564-550 π.Χ. πραγματοποιήθηκε από τον Κροίσο η στροφή στον διμεταλλισμό (χρυσός, άργυρος) διαχωρίζοντας το ήλεκτρο και κόβοντας νομίσματα σε χρυσό και άργυρο.
Το ήλεκτρο αμέσως κυριάρχησε μεταξύ των πόλεων της Ιωνίας (Μίλητος, Λάμψακος, Κύζικος κλπ.) οι οποίες έκοψαν τα δικά τους νομίσματα, χρησιμοποιώντας ως εμπροσθότυπο τους εκάστοτε χαρακτήρες που βασίζονταν σε μύθους ή κυρίαρχα θέματα των πόλεων σε συνδυασμό με τα εθνικά της κάθε πόλης, όπως για παράδειγμα ο θίνος (τόνος) της Κυζίκου, ή η μέλισσα της Μιλήτου. Τα νομίσματα από ήλεκτρο γρήγορα, όπως αναφέραμε, κυριάρχησαν στις αγορές των παραλίων της Μικράς Ασίας, και λόγω της υπέρμετρης επιρροής του Λυδικού Βασιλείου στις ελληνικές πόλεις των παραλίων. Κάθε πόλη, η μια μετά την άλλη, έκοψε νόμισμα με γοργούς ρυθμούς, ενώ η εκδίδουσα αρχή εγγυούταν την αξία και καθαρότητα του νομίσματος με την εισαγωγή των εθνικών σημάτων.
Οι τύποι των πρώιμων νομισμάτων έχουν μεγάλη ποικιλία: άγρια, οικόσιτα και θαλάσσια ζώα (λιοντάρια, ψάρια, ελάφια κλπ.), έντομα (μέλισσα κλπ.), φυτικός διάκοσμος, γεωμετρικά σύμβολα, καθώς και δαιμονικές μορφές και μυθολογικές σκηνές εισαχθείσες εξ ανατολάς όπως η σφίγγα, ο γρύπας, σκηνές σπαραγμού και άλλα, αποτελούν μερικά μόνο από τα αμέτρητα θέματα που κοσμούσαν τους εμπροσθοτύπους των πρώτων αυτών νομισμάτων. Αντίθετα οι οπίσθιες όψεις δεν παρουσιάζουν μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ τους κατά την πρώιμη αυτή εποχή, παρά απεικονίζουν τις περισσότερες φορές ένα ή περισσότερα έγκοιλα τετράγωνα.
Οι επιγραφές σε πρώτη φάση εξέλιπαν. Ελάχιστες εξαιρέσεις υπάρχουν, με παλαιότερη επιγραφή, μια σειρά νομισμάτων που βρέθηκε στην Έφεσο, η οποία έφερε την επιγραφή: ΦΑΝΕΟΣ ΕΜΙ ΣΗΜΑ (σε στατήρες) ή ΦΑΝΕΟΣ (σε 1/3 στατήρα). Αυτές οι επιγραφές προφανώς αναφέρονται είτε σε κάποιον Φάνη, ο οποίος είχε αναλάβει να χρηματοδοτήσει την κοπή αυτών των νομισμάτων (χορηγός), είτε κάνουν αναφορά στην λαμπρότητα των συγκεκριμένων κοπών. Επιπλέον, στα λυδικά νομίσματα της περιόδου, συχνά παρατηρούνται οι επιγραφές KUKALIM και WALVET. Η πρώτη σημειώνει πως ανήκει στον KUKAS, ο οποίος αναφέρεται πολύ πιθανόν στον βασιλιά Γύγη, τον ιδρυτή του Λυδικού Βασιλείου της δυναστείας των Μεμνάδων, ενώ η δεύτερη κάνει αναφορά στον βασιλιά Αλυάττη.
Τέλος, όσον αφορά το σχήμα, οι πρώιμες κοπές χαρακτηρίζονται από έλλειψη ενός κοινού σχήματος κοπής, με διάφορα σχήματα να βρίσκονται σε κυκλοφορία, όπως ωοειδές, τετραγωνισμένο ή σε σχήμα οφθαλμού, κάτι που σταδιακά θα καταλήξει στο πολύ γνωστό στρογγυλό, το οποίο φτάνει έως τις μέρες μας.
ΕΝΔΕΙΤΚΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Konuk, Koray & Lorber, Catharine (2012), White Gold: Revealing the World’s Earliest Coins, Jerusalem: The Israel Museum.
- Eagleton, Catherine & Williams, Jonathan (1997), Χρήμα: Ιστορία, μτφρ.: Μαίρη Κιτρόεφ & Αναστάσιος Τζάμαλης, Αθήνα: Ποταμός Υ.
- Kraay, Colin (1976), Archaic and Classical Greek Coins, London: University of California Press.
- Οικονομίδου, Μαντώ (1996), Αρχαία Νομίσματα, Αθήνα: Σειρά Ελληνική Τέχνη.