Του Δημήτρη Μαρνέζου,
Οι Ομεϊάδες, όπως και οι Αββασίδες, υπήρξαν αραβικές φυλές, απόγονοι του προφήτη Μωάμεθ. Οι πρώτοι εξ αυτών κυριαρχούσαν στην Συρία-Παλαιστίνη με διοικητικό τους κέντρο την πόλη της Δαμασκού. Στην πόλη αλλά και στην γενικότερη επικράτεια, η θρησκεία που επικρατούσε ήταν η ορθόδοξη χριστιανική και η μητρική γλώσσα η ελληνική. Βέβαια, στον αραβικό κόσμο υπήρχε μεγάλη ποικιλία θρησκειών, διαλέκτων και ιδεολογιών, ως αποτέλεσμα των αραβικών κατακτήσεων σε μία περιοχή που πλέον διακρίνονταν για την πολυπολιτισμικότητά της.
Για την κατανόηση της ακμής του μεταφραστικού κινήματος, θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν την αλλαγή της δυναστείας με την κυριαρχία του αββασιδικού χαλιφάτου και την μεταφορά της πρωτεύουσας από την Δαμασκό στην Βαγδάτη. Χωρίς τις παραπάνω ενέργειες, δεν θα ήταν δυνατή η μετάφραση αρχαίων ελληνικών έργων στην αραβική.
Στην Δαμασκό επί Ομεϊάδων, οι χριστιανοί είχαν καταλάβει καίριες θέσεις στον πολιτικό, κοινωνικό αλλά και θρησκευτικό κύκλο, με αποτέλεσμα να ακολουθούνται πρακτικές παρόμοιες με αυτές της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αυτό σήμαινε την αδιαφορία ακόμα και την αποστροφή από την κλασική ελληνική παιδεία. Ακολουθώντας το παράδειγμα των Βυζαντινών, οι Ομεϊάδες είχαν κλειστεί στον εαυτό τους και ασχολούνταν αποκλειστικά με τους εσωτερικούς τους εχθρούς. Τα γεγονότα αυτά άλλαξαν με την αββασιδική επανάσταση και συγκεκριμένα με την άνοδο του δεύτερου κατά σειρά αββασίδη χαλίφη Al Mansur (754-775), ο οποίος μεταφέροντας την πρωτεύουσα στην Βαγδάτη, έδωσε στο κίνημα των μεταφράσεων μία νέα ευκαιρία να εξελιχθεί μακριά από τις συντηρητικές πρακτικές που ακολουθήθηκαν στην Δαμασκό από τους Ομεϊάδες.
Οι Αββασίδες, ύστερα από την εμφύλια διαμάχη, κλήθηκαν να δημιουργήσουν ένα κλίμα ομόνοιας στην επικράτεια τους και να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους. Όντας πλέον στο κέντρο του περσόφωνου πληθυσμού, έπρεπε να ακολουθήσουν μία πολιτική που θα ήταν ευνοϊκή κυρίως για την περσική φατρία. Έτσι, ισχυρίστηκαν πως εκτός από απόγονοι του προφήτη Μωάμεθ, ήταν και απόγονοι των αρχαίων Σασσανιδών αυτοκρατόρων, πρόγονων των Περσών. Γεγονός που σήμαινε πως ήταν συνεχιστές της ζωροαστρικής αυτοκρατορικής ιδεολογίας. Επιπλέον, ευνόησαν την αστρολογία, τις φυσικές επιστήμες και έπεισαν όλες τις φατρίες ότι τα συμφέροντά τους θα ικανοποιούνταν αν έμεναν οι ίδιοι στην εξουσία. Αρχιτέκτονας αυτής της πολιτικής ήταν φυσικά ο Al Mansur, ο οποίος έθεσε τις βάσεις για την μακροβιότητα της δυναστείας του στην Ανατολή. Όσο αφορά τις μεταφράσεις που ανέλαβε στα αραβικά, ήταν αρκετές και με ποικίλο περιεχόμενο, με τις πιο σημαντικές την «Αλμαγέστη» του Πτολεμαίου, την «Αριθμητική» του Νικόμαχου και την «Γεωμετρία» του Ευκλείδη, που αποτέλεσε και το πρώτο βιβλίο που μεταφράστηκε από την ελληνική στην αραβική γλώσσα.
Στη συνέχεια, ο γιος και διάδοχος του Al-Mansur, ο Al-Mahdi, πορεύτηκε στα χνάρια του πατέρα του και μετέφρασε στα αραβικά τα «Τοπικά» του Αριστοτέλη από μία συριακή μετάφραση. Ένα έργο δυσνόητο και δύσκολο προς μετάφραση. Αυτό που οδήγησε τον χαλίφη να μεταφράσει ένα τέτοιο έργο, αντιστοιχεί στις ανάγκες που παρουσιάστηκαν στην ισλαμική κοινωνία. Το ισλάμ, είχε πάρει την μορφή προσηλυτιστικής θρησκείας με όλο και περισσότερους οπαδούς να την ακολουθούν, είτε λόγω πίεσης από το χαλιφάτο και τους θεσμούς του είτε λόγω προσωπικής επιλογής. Λογικό, όμως, είναι πως μέσα σε μία κοινωνία που συνυπάρχουν διαφορετικές θρησκείες και αιρέσεις αυτών, να δημιουργούνται εντάσεις όταν μία θρησκεία από αυτές προσπαθεί να κυριαρχήσει. Για τον λόγο αυτό, μεταφράστηκαν και τα «Τοπικά» του Αριστοτέλη που διδάσκουν την διαλεκτική και την τέχνη της επιχειρηματολογίας. Με σκοπό όλες οι εντάσεις να παίρνουν την μορφή λογομαχίας ώστε να μην ξεσπάσει εμφύλιος μεταξύ αλλόθρησκων. Επρόκειτο δηλαδή για μία στρατηγική αποσυμπίεσης των εντάσεων από τον Al-Mahdi.
Σχεδόν όλοι οι Αββασίδες χαλίφηδες που ακολούθησαν τον al-Mahdi μέχρι και τον 10ο αιώνα προώθησαν το μεταφραστικό κίνημα αλλά πάντοτε οι μεταφράσεις των έργων ήταν πρακτικές και χρήσιμες για το χαλιφάτο. Οι Άραβες, δεν γνώριζαν ελληνικά για να καταπιαστούν με το μεταφραστικό έργο. Στρατολογούσαν, όμως, Έλληνες που γνώριζαν την αραβική για να την πραγματοποιήσουν. Αξιοσημείωτες μεταφράσεις έργων, εκτός από αυτές που προαναφέρθηκαν, ανήκαν στον κλάδο της ιατρικής, των φυσικών επιστημών και της φιλοσοφίας. Στον τομέα της ιατρικής, μεταφράστηκαν αρκετά έργα του Γαληνού και του Ιπποκράτη που θεωρούνταν αυθεντίες από τους Άραβες ιατρούς. Στον κλάδο των φυσικών επιστημών μεταφράστηκαν έργα του Αρχιμήδη, του Αυτόλυκου και του Διοκλή ενώ της φιλοσοφίας ποικίλα έργα νεοπλατωνικών φιλοσόφων.
Εν κατακλείδι, οι Άραβες από τον 8ο έως τον 10ο αιώνα έφεραν εις πέρας ένα μεταφραστικό κίνημα με μεγάλο εύρος θεμάτων, που όμοιο δεν υπήρξε μέχρι την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό. Οι Αββασίδες, έδειξαν με τους ανοιχτούς ορίζοντες που διέθεταν πως η θέληση για γνώση δεν γνωρίζει σύνορα και με την διάσταση που έδωσαν στις μεταφράσεις απέδειξαν πως η επιστήμες και η φιλοσοφία αποτελούν οικουμενικό φαινόμενο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γούτας, Δημήτρης, (2001), Η Αρχαία ελληνική σκέψη στον αραβικό πολιτισμό, Αθήνα: Περίπλους.
- Γιαννάκης, Ηλίας, (2000), Επιδράσεις της αρχαίας ελληνικής διανόησης στον αραβικό πολιτισμό, πρακτικά διαλέξεων του «Βυζαντινού μουσείου Ιωαννίνων» και της «8ης Εφορείας αρχαιοτήτων», Ιωάννινα: Βυζαντινό μουσείο Ιωαννίνων.