Του Μάριου Κριτίδη,
Απομένει σχεδόν 1.5 χρόνος για τις Προεδρικές Εκλογές του 2024 και το προεκλογικό κλίμα στην αμερικανική κοινωνία «φουντώνει» μέρα με τη μέρα. Μέχρι στιγμής, δεν γνωρίζουμε, φυσικά, ποιοι θα είναι οι δύο υποψήφιοι που θα συγκρουστούν στη σκληρή αναμέτρηση του 2024. Μέχρι στιγμής, το πρώτο βήμα για τις εκλογές του 2024 είναι οι εσωκομματικές εκλογές για την επιλογή του υποψηφίου, μία διαδικασία που μπορεί να κρίνει και το τελικό αποτέλεσμα των Προεδρικών Εκλογών.
Το πεδίο στο Δημοκρατικό «στρατόπεδο» παραμένει πιο ξεκάθαρο, με την υποψηφιότητα του Joe Biden για δεύτερη τετραετία να αποτελεί το επικρατέστερο σενάριο, με μόνο έναν πρόσφατο διεκδικητή να έχει πιθανή δυναμική να τον ανταγωνιστεί μέχρι την Άνοιξη του 2024. Ο δικηγόρος Robert Kennedy Jr., ανιψιός του John F. Kennedy, ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για το 2023, με μία καμπάνια που θα επικεντρώνεται στην καταπολέμηση της διαφθοράς «στο πολιτικό σκηνικό της χώρας και τα Αμερικανικά μίντια που λένε, διαρκώς, ψέματα στον Αμερικανικό λαό». Το ενδιαφέρον, όμως, επικεντρώνεται στη ρεπουμπλικανική μεριά, όπου αν και ανεπίσημα μέχρι στιγμής, ο αγώνας για το Ρεπουμπλικανικό χρίσμα θα αποτελέσει μία σφοδρή σύγκρουση μεταξύ του Πρώην Προέδρου, Donald Trump, και του Κυβερνήτη της Φλόριντα, Ron De Santis.
Το Ρεπουμπλικανικό πεδίο σήμερα
Παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή, η πρώιμη ανακοίνωση της υποψηφιότητας Trump, τον Νοέμβριο του 2022, στόχο είχε να «καθαρίσει το πεδίο» από άλλους φιλόδοξους Ρεπουμπλικάνους υποψηφίους, οι οποίοι θα επιθυμούσαν να θέσουν υποψηφιότητα για τις επόμενες εκλογές, αποφεύγοντας τις πιθανές σφοδρές και ανελέητες επιθέσεις Trump, που είχαν αποδειχτεί άκρως αποτελεσματικές το 2016. Παρόλα αυτά, αρκετοί Ρεπουμπλικάνοι αψήφησαν την απειλητική παρουσία του Trump και δήλωσαν το επόμενο διάστημα υποψηφιότητα για τις εσωκομματικές του 2024, καθώς το μεσοδιάστημα από τον Νοέμβριο του 2022 μέχρι τον Μάρτιο του 2023 η υποψηφιότητα Trump φαινόταν αδύναμη, με τον πρώην Πρόεδρο να έχει χάσει αρκετά την ισχύ και την επιρροή του. Επίσημα την υποψηφιότητά τους έχουν ανακοινώσει οι: Nikki Haley (πρώην Πρέσβειρα των Ηνωμένων Πολιτειών στον Ο.Η.Ε), Asa Hutchinson (πρώην Κυβερνήτης του Arkansas) και Vivek Ramaswamy (βιολόγος, επιχειρηματίας φαρμακευτικών εταιρειών).
Οι τρεις αυτοί υποψήφιοι έχουν ελάχιστες πιθανότητες να ανταγωνιστούν στα ίσα τον Trump. Η Nikki Halley, παρά τη δημοτικότητά της, στοχεύει σε μετριοπαθείς και κεντρώους ψηφοφόρους και πιθανότατα να μην έχει σημαντική υποστήριξη από τη συντηρητική και Τραμπική μερίδα των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων. Από την άλλη, οι υπόλοιποι δύο υποψήφιοι αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της χαμηλής αναγνωρισιμότητάς τους, ειδικά ο Ramaswamy, ο οποίος δεν έχει καμία πολιτική εμπειρία και έργο.
Πράγματι, τo πιο ανταγωνιστικό πρόσωπο για την αναμέτρηση του 2024, δεν έχει δηλώσει μέχρι στιγμής την υποψηφιότητά του. Μπορεί ο Κυβερνήτης της Φλόριντα, Ron de Santis, να μην έχει ανακοινώσει επίσημα την υποψηφιότητά του, όμως, η ρητορική του, το δυναμικό νομοθετικό του έργο στην πολιτεία του, αλλά και οι απανωτές επιθέσεις του Trump προς το μέρος του δηλώνουν δύο πράγματα: 1) Ο Ron De Santis έχει, πράγματι, προεδρικές βλέψεις και 2) Ο Donald Trump το αναγνωρίζει αυτό και, μάλιστα, τον θεωρεί τόσο μεγάλη απειλή, καθώς ακόμα και στο ζήτημα της δίωξής του από την εισαγγελία του Μανχάτταν, ο πρώην Πρόεδρος δεν δίστασε να επιτεθεί ενάντια στον ομοϊδεάτη του, επειδή δεν έπραξε τα δέοντα ως κυβερνήτης να τον προστατεύσει ως σύμμαχος και ως κάτοικος της Φλόριντα. Πάντως, δεδομένων των καταστάσεων, η υποψηφιότητα του De Santis θεωρείται σχεδόν δεδομένη, απλώς, ο Κυβερνήτης θα εξαντλήσει τον χρόνο εις όφελός του πριν την επισημοποιήσει.
Τη σημασία της έχει και η χαμηλή δραστηριότητα ή ακόμα και η απουσία άλλων δυνατών και δημοφιλών προσωπικοτήτων του Ρεπουμπλικανικού κόσμου από την υποψηφιότητα, οι οποίοι κάλλιστα θα μπορούσαν να είχαν πιθανότητες επιτυχίας. Ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών και πρώην Διευθυντής της CIA, Mike Pompeo, δήλωσε πρόσφατα πως δεν θα συμμετάσχει στις εσωκομματικές του 2024, παρά τις δηλώσεις και δράσεις του προς αυτήν την κατεύθυνση εδώ και αρκετούς μήνες. Επίσης, ο runner-up της αναμέτρησης του 2016, Γερουσιαστής του Τέξας και νομικός, Ted Cruz, ο οποίος για μικρή διαφορά έχασε την υποψηφιότητα από τον Trump, δήλωσε ρητά πως δεν θα τολμήσει την υποψηφιότητα για το 2024, παρά τη δυναμική παρουσία του στη Γερουσία και στα Συντηρητικά μέσα ενημέρωσης. Άλλες προσωπικότητες, όπως ο Κυβερνήτης Glenn Youngkin της Virginia, ο πρώην Αντιπρόεδρος Mike Pence, ο πολιτικός Tim Scott και ο Γερουσιαστής του Οχάιο και συγγραφέας, J.D. Vance φαίνονται, παρά το ενδιαφέρον τους για την υποψηφιότητα, να μην έχουν κάνει κάποια σημαντική κίνηση, μέχρι στιγμής.
Ποιος είναι ο Ron De Santis;
Ένα όνομα που έχει καταστεί πασίγνωστο στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά όχι τόσο στο διεθνές επίπεδο, ο Ron De Santis αποτελεί έναν άκρως πετυχημένο πολιτικό, ο οποίος έχει εκτοξευτεί σε δημοτικότητα τα τελευταία χρόνια. Ο 45χρονος πρώην Υποπλοίαρχος του Αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού, διετέλεσε 3 φορές Βουλευτής για την 6η Επικράτεια της Φλόριντα και εκλέχθηκε δύο φορές Κυβερνήτης της Φλόριντα, για τις περιόδους 2019-2022 και 2022 μέχρι σήμερα, έως το 2025.
Ένα όνομα σχεδόν άγνωστο μερικά χρόνια πριν, η θητεία του ως Κυβερνήτης της Φλόριντα τον κατέστησε έναν από τους κορυφαίους πολιτικούς του Ρεπουμπλικανικού κόμματος και έναν από τους πιο δημοφιλείς Κυβερνήτες της χώρας. Ανεξαιρέτως την πολιτική στάση του καθενός, είναι γεγονός ότι ο De Santis έχει αποδείξει τον εαυτό του ως έναν άκρως αποτελεσματικό ηγέτη, στο να περνάει τα νομοσχέδιο (αμφιλεγόμενα ή μη) της αρεσκείας του και εξασφαλίζει υψηλή δημοτικότητα στην εκλογική του βάση. Μην ξεχνάμε ότι η Φλόριντα πάντα θεωρείτο μία «μωβ», “battleground” πολιτεία για τα δύο κόμματα, κάτι το οποίο ο De Santis φαίνεται να αλλάζει, καθιστώντας την πλέον το κύριο Ρεπουμπλικανικό προπύργιο για την εκλογική αναμέτρηση του 2024.
Κάποιες από τις πολιτικές του τον έκαναν επίκεντρο της προσοχής για τα Αμερικανικά μίντια για μεγάλο διάστημα. Αρχικά, λίγους μήνες μετά την ανάληψη του αξιώματος του Κυβερνήτη, η θητεία του συνέπεσε με την έλευση της Πανδημίας της Covid-19, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Με το φλέγον αυτό ζήτημα, ο De Santis έδειξε από την αρχή την αποφασιστικότητά του να διεκδικήσει τη δικιά του πολιτική πορεία, αψηφώντας τις νουθετήσεις της ομοσπονδιακής Κυβέρνησης για την επιβολή lockdown στην Πολιτεία. Καθ’ όλη τη διάρκεια της Πανδημίας, η Φλόριντα περιορίστηκε σε υποχρεωτικά (αργότερα προαιρετικά) μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και μασκών, ενώ ήταν από τις πρώτες Πολιτείες που κατήργησαν εξ ολοκλήρου τα μέτρα κατά του covid, όταν εφοδιάστηκε με τα απαραίτητα εμβόλια. Σε κοινωνικά ζητήματα, ο De Santis ξεσήκωσε κύματα αντιδράσεων με το νομοσχέδιο «Γονεϊκών Δικαιωμάτων στην Εκπαίδευση (Parental Rights in Educatuon Bill)», ή όπως αποκαλείται από τους επικριτές του “Don’t Say Gay Bill”. Το νομοσχέδιο αυτό, που αφορά την εκπαίδευση, προβλέπει την αυστηρή απαγόρευση διδαχής θεμάτων σεξουαλικής αγωγής και ενημέρωσης σε ζητήματα ΛΟΑΤΚΙ για τις ηλικίες μέχρι 12 ετών.
Η ιστορία του νομοσχεδίου αυτού πήρε ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, όταν η εταιρεία Disney κατέκρινε το νομοσχέδιο αυτό και δεσμεύτηκε να συνεχίσει την υποστήριξή της για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων. Στην κατάσταση αυτή, ο De Santis αποφάσισε να επιβάλει αντίποινα στη Disney, δεσμεύοντας να καταργήσει το ευνοϊκό, ειδικό νομοθετικό καθεστώς της Disneyland Florida στο Orlando.
Μία αναπόφευκτη σύγκρουση
Η ανακοίνωση της υποψηφιότητας του Ron De Santis πιθανότατα θα γίνει κάποια στιγμή τον Μάιο, ίσως και Ιούνιο (ο καταληκτικός μήνας για τις υποψηφιότητες των εσωκομματικών εκλογών). Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία και καθιστά αναπόφευκτη τη σύγκρουση μεταξύ Trump και De Santis είναι ότι και οι δύο ισχυροί υποψήφιοι εκπροσωπούν τη λεγόμενη «Τραμπική» πτέρυγα του κόμματος. Οι πολιτικές των δύο υποψηφίων δεν διαφέρουν σημαντικά, επομένως η σύγκρουση δεν θα γίνει σε επίπεδο πολιτικού προγράμματος, αλλά στα πλαίσια των ικανοτήτων των δύο υποψηφίων και του στυγνού επικοινωνιακού πολέμου.
Από τη μία, ο Trump πρέπει να αποδείξει στους ψηφοφόρους του ότι είναι ο ίδιος ισχυρός και πολέμιος Trump του 2016, ο οποίος δεν έχει χάσει την ενέργεια και την αποτελεσματικότητά του, καθώς και να δείξει έμπρακτα ότι θα αποφύγει τα μοιραία λάθη της προηγούμενης θητείας του (πχ. Επίθεση σε πιστούς συνεργάτες του και κακές επιλογές υποψηφίων και συνεργατών). Από την άλλη, ο De Santis έχει να αποδείξει ότι είναι ένας ικανότερος και πιο αποτελεσματικός “Trump” στις πολιτικές του, ένας Donald Trump χωρίς τα αρνητικά του. Μέχρι στιγμής απειροελάχιστα λάθη βαραίνουν τη φήμη του, ενώ η πολιτική του θέση του δίνει ευκαιρία να έχει έμπρακτη πολιτική ισχύ και έργο μέχρι το 2024 (σε αντίθεση με τον Trump που από το 2020 δεν έχει καμία πολιτική θέση), ένα τεράστιο πλεονέκτημα υπέρ του που εκμεταλλεύεται επικοινωνιακά.
Αν και στον τομέα της πολιτικής ικανότητας ο De Santis έχει πολλά πλεονεκτήματα, στον επικοινωνιακό τομέα ο De Santis έχει να κάνει με έναν σκληρό και απρόβλεπτο αντίπαλο, ο οποίος πατάει πάνω στις κατεστραμμένες πολιτικές καριέρες όλων όσοι του εναντιώθηκαν εντός του κόμματος. Ο Trump έχει τον μαγικό τρόπο να επικεντρώνει τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του, τόσο από υποστηρικτές όσο και από επικριτές. Το γεγονός και μόνο πως μία τετραετία μετά τη θητεία του, αποκλεισμένος από όλα τα μεγάλα κοινωνικά δίκτυα και χωρίς πολιτικό αξίωμα, ακόμα και σήμερα αμερικανικά και διεθνή μέσα μιλάνε γι’ αυτόν. Αυτό υποδηλώνει την πρωτοφανή ικανότητα ενός ατόμου να «λούζεται από τον προβολέα της δημοσιότητας», ακόμα και όταν όλες οι συνθήκες είναι εις βάρος του. Πάντα ο Donald Trump έχει «έναν άσο στον μανίκι του», που μπορεί να υπάρξει καθοριστικός για το τελικό αποτέλεσμα. Από την άλλη, ο De Santis διατηρεί τη χαρισματικότητα και το κύρος ενός τυπικού, αλλά ισχυρού πολιτικού, υιοθετώντας τη στάση «Ας μιλήσουν οι πολιτικές και το έργο μου για ‘μένα», μία τακτική που ίσως συσπειρώσει αυτούς που απεχθάνονται τη γενικότερη παράνοια, το χάος και την απροβλεψιμότητα που χαρακτηρίζει τον Trump.
Τελικά συμπεράσματα
Στις εσωκομματικές εκλογές του 2016, ο Trump ως απόλυτο outsider μπόρεσε να αναδυθεί από το χάος των υποψηφίων και να εκμεταλλευτεί τον κατακερματισμό της Ρεπουμπλικανικής ψήφου υπέρ του, κερδίζοντας μέσω του επικοινωνιακού πολέμου το χρίσμα. Το 2024, όμως, θα είναι διαφορετικά. Ο Trump, πλέον, δεν είναι το οutsider της αναμέτρησης, έχει βεβαρημένο πολιτικό παρελθόν και η ενεργητικότητα του «αντικαθεστωτικού, αντισυμβατικού» πολιτικού πλέον δεν έχει τόση βάση και απήχηση στο κοινό του.
Η δίωξη Trump για την υπόθεση Stormy Daniels, καθώς και η ενδεχόμενη αδιέξοδη έκβαση των δικαστικών ζητημάτων, εκτόξευσαν τη δημοτικότητα Trump στις δημοσκοπήσεις. Αν και είναι νωρίς ακόμα να μιλάμε για δημοσκοπήσεις, ενώ δεν έχουν ανακοινωθεί καν όλοι οι υποψήφιοι για τις εσωκομματικές εκλογές, ο Trump έχει ένα μεγάλο προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις, ακόμη και στην Πολιτεία της Φλόριντα. Η πρόσφατη (12 Απριλίου 2023) εθνική δημοσκόπηση του FiveFortyEight τοποθετεί τον Trump πρώτο με 49.3% και τον De Santis στο 26.2%. Βέβαια, με τον De Santis μέχρι στιγμής να μην έχει ανακοινώσει επίσημα την υποψηφιότητά του, η εμβέλειά του και η προεκλογική του δράση παραμένει ακόμα περιορισμένη.
Θα συνεχίσει η πετυχημένη πολιτική καριέρα του De Santis; Ή μήπως θα καταλήξει όπως ο Ted Cruz το 2016; Από την άλλη, ο Trump μπορεί να κερδίσει τη ρεβάνς για το 2024 ή θα τον εγκαταλείψει το Ρεπουμπλικανικό κόμμα λόγω της διχαστικής προσωπικότητάς του και μέχρι πού θα φτάσει η «λάσπη» που θα ρίξει στον ανταγωνιστή του; Οι εξελίξεις προς τις Ρεπουμπλικανικές κάλπες για το 2024, φαίνονται δραματικές και θα τις παρακολουθούμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Trump v DeSantis: how the two Republican presidential heavy-hitters compare, The Conversation, Διαθέσιμο εδώ
- Trump Leads DeSantis In Our New 2024 Republican Primary Polling Average, FiveFortyEight, Διαθέσιμο εδώ
-
Florida expands ‘Don’t Say Gay’; House OKs anti-LGBTQ bills, Associated Press, Διαθέσιμο εδώ