Του Βασίλη Παπαδήμου,
Τον Μάιο του 1916, πραγματοποιήθηκε, κατόπιν έντονου διπλωματικού παρασκηνίου και εξωτερικών πιέσεων, η παράδοση στα στρατεύματα των Κεντρικών Δυνάμεων, αποτελούμενα ως επί το πλείστον από Βούλγαρους, του οχυρού Ρούπελ, ενός οχυρού υψίστης σημασίας για την άμυνα της Μακεδονίας. Τα γεγονότα που ακολούθησαν το θέρος του 1916, έμελλε να είναι καταλυτικά για την τύχη της ανατολικής Μακεδονίας. Το Στέμμα, η Κυβέρνηση και το Επιτελείο, αγνοώντας τις επεκτατικές βλέψεις των Βουλγάρων και για ιδεοληπτικούς λόγους, φάνηκαν κατώτεροι των περιστάσεων, λαμβάνοντας αποφάσεις επιπόλαιες με επιπτώσεις ολέθριες τόσο στο στράτευμα όσο και στον απλό λαό. Στο πλαίσιο της προσπάθειας να τηρήσει η χώρα την ουδέτερη θέση της στον πόλεμο εντάσσεται και η ακατανόητη, αμαχητί παράδοση και εν τέλει αιχμαλωσία και μεταφορά του Δ΄ Σώματος Στρατού από την Καβάλα στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας γεγονός το οποίο θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε στο παρόν άρθρο.
Μετά την λήξη πολεμικών επιχειρήσεων μικρής κλίμακας των στρατευμάτων της Entente στην περιοχή της Φλώρινας, τον Αύγουστο του 1916, οι πρέσβεις της Γερμανίας και Βουλγαρίας Μίρμπαχ και Πασσάρωφ αντίστοιχα, ανακοίνωσαν στην ελληνική κυβέρνηση την πρόθεσή τους να πραγματοποιήσουν αντεπίθεση εναντίον των δυνάμεων της Entente στη Θεσσαλονίκη. Σε τηλεγράφημα του προς τον πρέσβη του στην Αθήνα, ο Βούλγαρος Πρωθυπουργός ζήτησε να δοθούν από τις ελληνικές αρχές, το συντομότερο, διαταγές στους στρατιωτικούς σχηματισμούς της ανατολικής Μακεδονίας, ώστε να επιτρέψουν τη διέλευση των βουλγαρικών στρατευμάτων χωρίς παρεμπόδιση, γεγονός το οποίο φανερώνει τις επεκτατικές βλέψεις που έτρεφε η βουλγαρική πλευρά.
Βλέπουμε, δηλαδή, και εδώ μία επανάληψη της τακτικής που ακολούθησαν λίγους μήνες νωρίτερα για την κατάληψη του οχυρού Ρούπελ. Η αντίδραση βεβαίως των ελληνικών αρχών σε αυτές τις απαιτήσεις ήταν, όπως αναμενόταν, ψύχραιμη και συγκαταβατική. Λίγες μέρες πριν την εκδήλωση της επίθεσης, οι ελληνικές αρχές έστειλαν οδηγίες στις στρατιωτικές δυνάμεις της περιοχής, διατάσσοντάς τους να εγκαταλείψουν όλα τα οχυρά και τα φρούρια και να συγκεντρωθούν στις έδρες των μεραρχιών που συγκροτούσαν το Δ΄ Σώμα Στρατού (V Δράμας, VI Σερρών, VII Καβάλας), ενώ σε περίπτωση που οι ξένες δυνάμεις προχωρήσουν παραπάνω θα έπρεπε να συγκεντρωθούν όλες οι δυνάμεις στην Καβάλα.
Η εισβολή των βουλγαρικών δυνάμεων στην ανατολική Μακεδονία ξεκίνησε στις 5/18 Αυγούστου 1916, από τα στενά του Ρούπελ και αμέσως άρχισαν οι λεηλασίες, οι δολοφονίες και οι διώξεις εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής. Οι πόλεις η μία μετά την άλλη παραδίδονταν στους Βούλγαρους. Στις 9/22 Αυγούστου, η στρατιωτική ηγεσία των Σερρών, αποφάσισε να πραγματοποιήσει μαζική έξοδο στρατιωτών και απλών ανθρώπων με κατεύθυνση την Καβάλα, στην οποία βέβαια έφταναν πρόσφυγες και από άλλες περιοχές. Μια ημέρα μετά συμμαχικός στόλος της Entente επέβαλλε ναυτικό αποκλεισμό στην πόλη, προκειμένου να αποκλείσει τα βουλγαρικά στρατεύματα που την πλησίαζαν. Ο προσωρινός διοικητής του Δ΄ Σώματος Στρατού συνταγματάρχης Ι. Χατζόπουλος, είχε υποσχεθεί στους κατοίκους της Καβάλας πως θα υπεράσπιζε την πόλη και δε θα την παρέδιδε στους Βούλγαρους. Ωστόσο, αν και είχε τη δυνατότητα να αμυνθεί συμμορφώθηκε προς τις υποδείξεις των Αθηνών.
Στις 28 Αυγούστου/10 Σεπτεμβρίου, ο Γερμανός ταγματάρχης Σβάινιτς μετέφερε στον Χατζόπουλο την απόφαση που είχε λάβει το γερμανικό επιτελείο σε συνεννόηση με τους Βούλγαρους για μεταφορά των εκεί ελληνικών στρατευμάτων βορειότερα στη Δράμα, όπου ήταν ήδη αποκλεισμένη η V Μεραρχία, καθώς σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, επρόκειτο να γίνει απόβαση συμμαχικών στρατευμάτων στην πόλη και φοβόντουσαν τυχόν σύμπραξη των ελληνικών στρατευμάτων και των δυνάμεων της Entente εναντίον τους. Η μεταφορά αυτή των στρατευμάτων ισοδυναμούσε με αιχμαλωσία του στρατεύματος από τους Βούλγαρους. Η δυσχερής θέση στην οποία είχε περιέλθει ο διοικητής Χατζόπουλος, λόγω των λαθεμένων αποφάσεων των Αθηνών αλλά και της δικής του αβουλίας και τυφλής υπακοής σε αυτές είναι προφανής. Προκείμενου να βγει από το αδιέξοδο και να αποφύγει την αιχμαλωσία από τους Βούλγαρους, ο Χατζόπουλος αντιπρότεινε στον Σβάινιτς να μεταφερθούν τα στρατεύματα στη Γερμανία με τον ταγματάρχη να του υπόσχεται πως θα του απαντήσει την επομένη.
Αμέσως μετά, ο διοικητής Χατζόπουλος συγκάλεσε έκτακτο στρατιωτικό συμβούλιο με την συμμετοχή όσων διοικητών μονάδων βρίσκονταν τότε στην Καβάλα. Από κοινού αποφάσισαν να μην παραδοθεί η πόλη στους Βούλγαρους. Αποφάσισαν επίσης οι στρατιωτικές δυνάμεις που είχαν συγκεντρωθεί στην Καβάλα να «παραδοθούν» στις δυνάμεις της Entente, με σκοπό να μεταφερθούν με πλοία στην Παλαιά Ελλάδα, εκτιμώντας πως η ουδέτερη στάση της χώρας μετά τα όσα τραγικά γεγονότα εκτυλίσσονταν στη Μακεδονία θα μεταβαλλόταν. Το αίτημα, όμως, του Χατζόπουλου δεν έγινε δεκτό από τους Συμμάχους και τελικά τα συμμαχικά πλοία μετέφεραν μόνο μικρό μέρος βενιζελικών στελεχών του στρατεύματος που προορίζονταν να υπηρετήσουν στο κίνημα της Εθνικής Αμύνης, που είχε εν τω μεταξύ ξεσπάσει στη Θεσσαλονίκη. Μετά από αυτές τις εξελίξεις η μεταφορά στη Γερμανία ήταν η μόνη λύση.
Στις 29 Αυγούστου/11 Σεπτεμβρίου, έφτασε η απάντηση στο αίτημα του Χατζόπουλου για μεταφορά στη Γερμανία, η οποία ήταν θετική. Τα στρατεύματα θα μεταφέρονταν μαζί με τον οπλισμό σε στρατόπεδο στην πόλη του Γκαίρλιτς και θα θεωρούνταν «φιλοξενούμενοι». Βέβαια θα πρέπει να αναφέρουμε ότι οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές των Αθηνών είχαν πλήρη άγνοια για όσα διαδραματίζονταν στην Καβάλα, καθώς οι Βούλγαροι είχαν διακόψει τις επικοινωνίες και το βρετανικό ναυτικό είχε κατασχέσει τους στρατιωτικούς ασυρμάτους. Ενημερώθηκαν ανήμερα της αποχώρησης του στρατού για τη Δράμα και απέστειλαν, μέσω του Άγγλου ναυάρχου που βρισκόταν στην Καβάλα, τηλεγράφημα που καλούσε τον Χατζόπουλο να καταφύγει με το στράτευμα στον Βόλο με όποιο διαθέσιμο μέσο είχε. Η εντολή έφτασε στην Καβάλα δύο ώρες πριν αρχίσει η πορεία προς Δράμα και τελικά ο Χατζόπουλος αρνήθηκε να την εκτελέσει λόγω απουσίας σχεδιασμού και έλλειψης μέσων μεταφοράς. Το βράδυ της ίδιας ημέρας, η στρατιωτική φάλαγγα αποτελούμενη από εκατοντάδες αξιωματικούς και πάνω από 6.000 στρατιώτες άρχισε την πορεία προς Δράμα, όπου ήταν ο πρώτος σταθμός τους στο μακρύ ταξίδι τους προς τη Γερμανία.
Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε πως με τα τραγικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην ανατολική Μακεδονία γράφτηκαν κάποιες από τις μελανότερες σελίδες της ελληνικής ιστορίας. Την ίδια στιγμή που στην ανατολική Μακεδονία εκτυλισσόταν ένα δράμα, οι Έλληνες στρατιώτες, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους, τύχαιναν θερμής υποδοχής στις μεγάλες πόλεις από τις οποίες περνούσαν, ενώ οι ετοιμασίες στο Γκαίρλιτς, όπου επρόκειτο να μεταφερθούν οι «φιλοξενούμενοι» του Κάιζερ, ήταν πυρετώδεις. Μία μεγάλη επιγραφή η οποία έγραφε «ΧΑΙΡΕΤΕ» κοσμούσε το στρατόπεδο στο οποίο θα παρέμεναν τα στρατεύματα, ενώ οι πλατείες και οι δρόμοι της πόλης είχαν στολιστεί με λουλούδια και ελληνικές σημαίες.
Την παραμονή των Ελλήνων εκεί συνόδευσε ένα έντονο φιλελληνικό ρεύμα και ένα ενδιαφέρον για τον ελληνισμό. Πραγματοποιήθηκαν πολύτιμες διατριβές και έρευνες σε πανεπιστήμια, οι οποίες αφορούσαν τον ελληνικό πολιτισμό, ενώ έντονη ήταν καλλιτεχνική δραστηριοποίηση καθώς έγιναν ηχογραφήσεις τραγουδιών, εκδόθηκε ελληνική εφημερίδα και ικανοί λογοτέχνες ανέδειξαν το ταλέντο τους. Όμως, στο ελληνικό στρατόπεδο κράτησης του Γκαίρλιτς δεν έλειψαν και οι διώξεις σε βάρος των Ελλήνων, οι οποίες βέβαια είχαν πολιτικές σκοπιμότητες και απηχούσαν στο διχαστικό κλίμα που είχε επικρατήσει στην Ελλάδα. Τέλος, υπό δυσμενείς συνθήκες έγινε η επιστροφή των Ελλήνων αιχμαλώτων η οποία ήταν κατά κύριο λόγο άτακτη και πραγματοποιήθηκε κάτω από αντίξοες συνθήκες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αλεξάτος, Γεράσιμος, (2015), Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς 1916-1919, Θεσσαλονίκη: Κυριακίδη.
- Βεντήρης, Γιώργος, (1970), Η Ελλάς του 1910-1920, Αθήνα: ΙΚΑΡΟΣ.