Της Νίκης Καραχάλιου,
Η εξέγερση εναντίον του οθωμανικού ζυγού ήταν ένα ζητούμενο, που απασχολούσε διακαώς το υπόδουλο ελληνικό έθνος στα χρόνια της σκλαβιάς, μιας και η επιθυμία για ελευθερία είναι άρρηκτο και αδιάσπαστο κομμάτι της ελληνικής ψυχής. Και ο κλήρος θα αναρωτηθούν πολλοί. Ποια ήταν η στάση που κράτησε ο κλήρος απέναντι σ’ αυτόν τον αιματοβαμμένο αγώνα; Κι όπως καταλαβαίνετε, γι’ αυτό το θέμα πολλά μπορούν να ακούσουν τα αυτιά μας, ένθεν κακείθεν. Κάποιοι θα πουν ότι η Εκκλησία «πρόδωσε» την Επανάσταση και άλλοι πάλι θα υποστηρίξουν ότι ηγήθηκε αυτής. Όλοι, με γνώμονα τις πολιτικές και θρησκευτικές τους συνειδήσεις, δικάζουν, κρίνουν και καταλήγουν, ωσάν ειδήμονες, σε αυθαίρετα συμπεράσματα. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι το συγκεκριμένο ιστορικό ζητούμενο είναι πολύπλοκο κι όχι επειδή το κάνουν οι πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις, αλλά γιατί από την φύση τους τα ιστορικά γεγονότα «νεφελώνουν» έτσι το τοπίο, ώστε να αδυνατούμε να έχουμε μία ξεκάθαρη απάντηση.
Για να αντιληφθούμε, ωστόσο, «το γιατί» των πραγμάτων, θα χρειαστεί να ξετυλίξουμε το ιστορικό «κουβάρι» από την αρχή, εκκινώντας την ανάλυσή μας, έχοντας ως αφετηρία το έτος 1453, όταν η Κωνσταντινούπολη «πέρασε» στα χέρια των Οθωμανών. Λίγο μετά την πτώση της Πόλης, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καταλήφθηκε από μουσουλμάνους Οθωμανούς, οι οποίοι σε μία έξυπνη διπλωματική κίνηση, αποφάσισαν να μην προχωρήσουν στην διάλυσή του, αλλά αντιθέτως αναδιοργανώθηκε έτσι, ώστε να υπόκειται πλήρως διοικητικά στο Μωαμεθανικό Κράτος. Ο απώτερος σκοπός δεν ήταν άλλος, φυσικά, από τον έλεγχο ολόκληρου του ορθόδοξου χριστιανικού πληθυσμού της Αυτοκρατορίας. Στην ίδια γραμμή πλεύσης, ο Πατριάρχης αναγορεύτηκε ως άρχοντας του θρησκευτικού έθνους των Ρωμαίων (Millet Basi) και στο οποίο αξίωμα, οι Οθωμανοί φρόντισαν να παρέχουν μία σειρά από ανέσεις, όπως παχυλό μισθό, φρουρά κ.τ.λ. Με την σειρά του, βέβαια, ο Πατριάρχης όφειλε ή μάλλον απαιτούνταν –αν ήθελε το κεφάλι και το δικό του αλλά και του ποιμνίου του στην θέση του– να φροντίζει, αφενός για την συγκέντρωση των φόρων, αφετέρου για ηρεμία και την υπακοή του ορθόδοξου πλήθους στον Σουλτάνο.
Πρώτος Πατριάρχης μετά την Άλωση εκλέχθηκε ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο οποίος ήταν και η προτίμηση του Μωάμεθ Β΄. Διόλου τυχαία δεν ήταν η επιλογή αυτή, οι Τούρκοι φρόντισαν να αναθέσουν το αξίωμα σε έναν άνθρωπο, που ήταν γνωστός για τις αντι-Παπικές του ιδέες κι ακριβώς αυτές οι αντιδυτικές πεποιθήσεις θα απέκοπταν οποιαδήποτε τυχόν ελπίδα των ορθοδόξων Ελλήνων για συνεργασία και συνδρομή από τους καθολικούς. Έτσι, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων δυσφορούσε απέναντι σε οτιδήποτε παρέπεμπε στην Δύση, οι μνήμες, εξάλλου, από την τελευταία Σταυροφορία ήταν ακόμα νωπές. Έχοντας όλα τα παραπάνω ως δεδομένα δεν θα ήταν άδικο να ισχυριστούμε ότι η τότε Εκκλησία ήταν πράγματι ένα «τσιφλίκι», μία δομή των Οθωμανών, οι οποίοι, όπως φαίνεται, ήξεραν να παίζουν καλά το στρατηγικό παιχνίδι, ούτε θα ήταν σκληρό να πούμε πως οι εκάστοτε Πατριάρχες έγιναν, εκούσια ή ακούσια, υπόλογοι, δημόσιοι υπάλληλοι της Αυτοκρατορίας. Και κάθε φορά, που «ξεσπούσε» κάποια εξέγερση, τα αντίποινα εναντίον των χριστιανών ήταν σκληρά. Έτσι, καμία εντύπωση δεν μας προκαλεί γιατί ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ αφόρισε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, όταν εκείνος κήρυττε την επανάσταση στην Μολδοβλαχία ή γιατί το Πατριαρχείο καταδίκασε τα Ορλωφικά, στην Πελοπόννησο το 1770.
Ωστόσο, τα ίδια τα γεγονότα, αλλά και η σφαγή ενός τεράστιου αριθμού ιερωμένων από τους Οθωμανούς, διαψεύδουν ότι η Εκκλησία «πρόδωσε» την Επανάσταση ή ότι ήταν απαθής απέναντι στους αγώνες των Ελλήνων. Μπορεί η «αρχή» της να αδυνατούσε να λάβει φανερά μέτρα στήριξης του επαναστατικού αγώνα του σκλαβωμένου ποιμνίου –πώς θα μπορούσε, άλλωστε, όταν βρισκόταν υπό αυστηρή επιτήρηση;– εντούτοις, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν φρόντισε να διαμορφώσει την συνείδηση του έθνους, να κρατήσει την φλόγα της ελευθερίας ζωντανή και να χαράξει το δρόμο για το εθνικό όραμα.
Στα απομνημονεύματα του Γρηγορίου Φωτάκου, υπασπιστού του Θ. Κολοκοτρώνη, διαβάζουμε: «Κατά δε την επανάστασιν πρώτος ο κλήρος εφάνη εις τον αγώνα με τον σταυρό και με την σπάθην εις τας χείρας δια να σώση το πλανημένον ποίμνιον και οδηγήση αυτό εις την ελευθερίαν του φυσικώς πολιτικώς και θρησκευτικώς. Αυτός εφύλαξε τα γράμματα και την γλώσσαν.». Είναι γνωστό ότι ο ρόλος της Εκκλησίας για την διατήρηση της ελληνικής γλώσσας, των εθίμων, αλλά και της πνευματικής ελευθερίας του λαού ήταν καίριος. Μάλιστα, αμέσως μετά την άλωση, το Οικουμενικό Πατριαρχείο έσπευσε προς διασφάλισιν θρησκευτικής και εθνικής συνέχειας, να φροντίσει για την παιδεία του υπόδουλου έθνους. Τρανό παράδειγμα αποτελεί η ίδρυση της Πατριαρχικής Σχολής το 1556. Αλλά και σε περιοχές, όπου η στάση των Τούρκων δεν ήταν το ίδιο ανεκτική και σε καιρούς, που η τακτική του παιδομαζώματος ήταν έντονη και τότε η Εκκλησία, οι απλοί ιερείς προνοούσαν για την διασφάλιση της γλώσσας με την λειτουργία των λεγόμενων κρυφών σχολείων.
Την περίοδο που προετοιμαζόταν η Επανάσταση, την θέση του Πατριάρχη κατείχε ο Γρηγόριος Ε΄, ο οποίος, αν και δεν δέχτηκε, προσεγγίστηκε από τους πρωτοστάτες της Φιλικής Εταιρείας, ώστε να γίνει μέλος της. Το σημαντικότερο, βέβαια, δεν είναι ότι ο Πατριάρχης δεν έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας, αλλά το γεγονός ότι δεν φανέρωσε στους Οθωμανούς τα επερχόμενα σχέδια των Ελλήνων για ξεσηκωμό. Όταν ξέσπασε η επανάσταση στην Μολδοβλαχία, ο Γρηγόριος Ε΄ προσπάθησε να πείσει τους Οθωμανούς να μην προβούν σε αντίποινα εναντίων των Ελλήνων. Παρόλα αυτά, ύστερα από πιέσεις των Οθωμανών, αναγκάστηκε να αφορίσει τους αγωνιστές, καθώς, όμως, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης είχε αντιληφθεί ότι η κίνηση του Πατριάρχη ήταν προϊόν εξαναγκασμού, παρότρυνε τους επαναστάτες να θεωρήσουν τον αφορισμό ως άκυρο.
Εν τέλει, ο ίδιος, μαζί με τους εκκλησιαστικούς ηγέτες της Κύπρου, εκτελέστηκαν από τους Τούρκους, ως προδότες του Σουλτάνου, καθώς δεν κατάφεραν να επαναφέρουν σε τάξη το χριστιανικό πλήθος. Για το μαρτυρικό τέλος του Πατριάρχη, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός έγραψε σε κάποιον φίλο του, όταν αυτός τις παραµονές της Επανάστασης του πρότεινε να δραπετεύσει στη Ζάκυνθο: «Φίλε, άλλοτε δεν θέλω να ακούσω ούτε από σε ούτε από άλλον τοιαύτας παρακινήσεις, ούτε δι΄ εµέ, ούτε δι΄ άλλον. Ηξεύρεις, τι διά µέσου σου µοι έγραψεν ο Πατριάρχης, ότι ηµείς προ πάντων πρέπει να µιµηθώµεν τον Κύριον ηµών Ιησού Χριστόν και ηµείς να δώσωµεν το παράδειγµα, να αποθάνωµεν υπέρ πίστεως και πατρίδος. Ο Πατριάρχης απεφάσισε να θυσιασθή εις Κωνσταντινούπολιν και εγώ εδώ. Πρέπει να µιµηθώµεν τον Χριστόν…».
Για την στάση των ιερέων κατά την διάρκεια της επανάστασης, στα λόγια του Μακρυγιάννη διαβάζουμε τα εξής: «…όχι μόνο για να βλογάνε τα όπλα τα ιερά, αλλά και αυτοί με ντουφέκι και με γιαταγάνι, πολεμώντας ωσάν λεοντάρια.». Παράλληλα, ο Εμμανουήλ Ξάνθος έγραψε «την επανάστασιν εκκίνησαν και ενεψύχωσαν οι κληρικοί, άνευ των οποίων λαός δεν ήθελε κινηθή». Ο Αμερικανός ιστορικός Τσάρλς Φρέζι αναφέρει ότι 8 στους 10 ιερείς συμμετείχαν στον αγώνα της εθνεγερσίας. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι σ’ αυτόν τον αγώνα ο ιερέας, ο απλός κληρικός, ήταν κάτι παραπάνω από ένα πρόσωπο με σημαίνουσα θέση στην τοπική κοινωνία, αντιθέτως ενσάρκωνε την πνευματική κεφαλή της κοινότητας, ήταν ένας ζωντανός συνεκτικός πυρήνας εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης. Ο Γεράσιμος Παγώνης, ο Άνθιμος Γαζής, ο Γεώργιος Νίκας, ο Καρύστου Νεόφυτος, ο Παπαφλέσσας είναι μόνο λίγα από τα ονόματα κληρικών αγωνιστών του 1821.
Σχετικά με την στάση που κράτησε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, οι Ζαΐμης, Λόντος, Φωτήλας και Χαραλάμπης ανέφεραν σε επιστολή τους προς επιτροπή: «Διά του παρόντος ενδεικτικού γράμματος, γίνεται δήλον ότι ο Πανιερώτατος μητροπολίτης άγιος Π. Πατρών κύριος Γερμανός, ζήλω πάντοτε κινούμενος υπέρ ελευθερίας της πατρίδος, ουκ επαύσατο ανέκαθεν συνεργών υπέρ των κοινή συμφερόντων του γένους μας και λόγοις και έργοις και αναλώμασιν ιδίοις, εις τοις πάσι γνωστόν, μετά δε την επανάστασιν ου μόνον υστερήθη όλης της περιουσίας του, ικανής ποσότητος ούσης, αλλά και εις πολλάς περιστάσεις διεκινδύνευσε και αυτήν την ζωήν. αφ’ ου δε κατεπυροβολήθη υπό των εχθρών η πόλις των Πατρών και άπαντες οι κάτοικοι αυτής της πόλεως διεσκορπίστησαν ένθεν κακείθεν, μόνος η Πανιερώτης του εσύστησε στράτευμα εις της επαρχίας ταύτης των Πατρών και το οικονόμησεν εξ ιδίων του εις διάστημα πέντε περίπου ημερών και μετά του κ. Ανδρέα Ζαΐμη, αρχηγού του στρατεύματος των Καλαβρύτων, εφύλαξαν την πολιορκίαν του φρουρίου των Πατρών, εστρατοπεδευμένοι εις τα μοναστήρια του Ομπλού και του Μπαμπιώτου και εις το Σαραβάλη, μέχρις ότου, προσκεκλημένος παρά πάντων των προκρίτων της Πελοποννήσου, μετέβη εις τα Τρίκορφα και συγκαταρριθμήθη μέλος εις την τότε εν Καλτέζαις συστηθείσαν Πελοποννησιακήν Γερουσίαν, μετά δε ταύτα, εις την πρώτην εθνικήν συνέλευσιν εκλεχθείς ως μέλος παραστατικόν της Πελοποννήσου, συμπεριφέρετο μετά των λοιπών χωρίς να λάβη ουδέν παρά της πατρίδος ένεκα των εξόδων του, όθεν εις ένδειξιν της αληθείας ταύτης υπεγράφη το παρόν».
Τον Αύγουστο του 1821, ο Πατριάρχης Ευγένιος, διάδοχος του Γρηγορίου, εξέδωσε αφορισμό προς τους επαναστάτες, οι οποίοι με την σειρά τους αρνήθηκαν να συμμορφωθούν και συνέταξαν επιστολή, στην οποία αναθεμάτισαν τον Πατριάρχη και την οποία επιστολή υπέγραψαν 1.000 ιερείς και 28 επίσκοποι.
Για την στάση της Εκκλησίας στην Επανάσταση έχει χυθεί πολύ μελάνι και σπάνια θα βρεθεί μία ψύχραιμη ανάλυση. Είναι άτοπο να εξετάζεται ο ρόλος της Εκκλησίας στην Επανάσταση αποκλειστικά και μόνο υπό το πρίσμα του θεσμικού φορέα του σώματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι, είτε ήθελε είτε δεν ήθελε το Πατριαρχείο να συνδράμει την Επανάσταση, λίγα μπορούσε να κάνει, καθώς βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχο των Οθωμανών. Ωστόσο, το σώμα της Εκκλησίας αποτελείται από τον Πατριάρχη μέχρι τον τελευταίο διάκονο. Γιατί στεκόμαστε μονάχα στον αφορισμό των Πατριαρχών; Ας κλείσουμε με το συμπέρασμα ότι η ιστορία δεν είναι ούτε άσπρο, ούτε μαύρο, είναι γκρι.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821: Ο Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου Ανωγείων συμμετέχει στον εορτασμό, neakriti.gr, Διαθέσιμο εδώ
- Φρέζι, Τσαρλς (2005), Ορθόδοξος εκκλησία και ελληνική ανεξαρτησία (1821-1852), Αθήνα: Εκδόσεις Δόμος.