Της Κωνσταντίνας Λάμπου,
Σχετικά με το έγκλημα της απάτης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 386 ΠΚ, πέρα από τις παραλλαγές της, υπάρχουν και τρεις ενότητες ιδιώνυμων εγκλημάτων, μέσω των οποίων προσβάλλεται η περιουσία με παρόμοιο αφενός τρόπο, αλλά χωρίς να εμπεριέχονται όλα τα στοιχεία της κύριας απάτης, ώστε να μπορούσαν να θεωρηθούν παραλλαγές της. Τέτοιου είδους εγκλήματα, είναι: η απάτη με υπολογιστή (ΠΚ 386Α), η απάτη σχετική με τις επιχορηγήσεις (ΠΚ 386Β) και η απατηλή πρόκληση βλάβης (ΠΚ 389). Το δεύτερο αυτό έγκλημα είναι καινούρια διάταξη στον Ποινικό Κώδικα, όπου κατοχυρώνονται δύο διαφορετικοί τύποι εγκλημάτων.
Στην πρώτη παράγραφο, η ιδιώνυμη απάτη που τυποποιείται, προβλέπει εξειδικευμένο τρόπο εξαπάτησης, την δήλωση μη ορθών ή ελλιπών στοιχείων ή την παράλειψη γνωστοποίησης γεγονότων, για τα οποία υπάρχει πρόβλεψη από τον νόμο, όταν υποβάλλεται αίτημα σε αρχή, υπεύθυνη για την έγκριση επιχορήγησης και με την προϋπόθεση, ότι τα συγκεκριμένα στοιχεία είναι απαραίτητα για την επιχορήγηση. Η πειθώ δεν απαιτείται ρητά, καθώς αφού ικανοποιείται το αίτημα, εξειδικεύεται η περιουσιακή διάθεση, ούτε και πρόκληση περιουσιακής ζημίας απαιτείται ρητώς. Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτεί, άμεσο δόλο, όχι όμως και δόλο σκοπού για όφελος. Μάλιστα, σε περίπτωση που το ποσό της επιχορήγησης είναι παραπάνω από 120.000 ευρώ, τυποποιείται και κακουργηματική παραλλαγή του συγκεκριμένου εγκλήματος.
Στην δεύτερη παράγραφο, στο ιδιώνυμο έγκλημα που τυποποιείται, δεν υπάρχει πράξη εξαπάτησης, στην οποία ο δράστης του εγκλήματος, χρησιμοποιεί την επιχορήγηση που έλαβε νόμιμα με διαφορετικό τρόπο από ό,τι ορίζεται στην επιχορήγηση. Για τα συγκεκριμένα εγκλήματα, στην κύρια μορφή τους προβλέπεται αυστηρότερη ποινή από την κοινή απάτη. Για αυτό, χρειάζεται να ερευνηθεί το παραπάνω στοιχείο, το οποίο αποτελεί επιβάρυνση στην ποινική μεταχείριση. Όμως, στην Αιτιολογική Έκθεση, δεν αναφέρεται το έννομο αγαθό, μα ούτε και ο τρόπος προσβολής του. Έτσι, είναι λογικό ο ερμηνευτής να υποθέσει πως η αυστηρότερη μεταχείριση, οφείλεται στην ιδιαίτερη κοινωνική και οικονομική σημασία των επιχορηγήσεων.
Στο άρθρο ΠΚ 386Β, υπάρχουν προβλήματα ερμηνείας και εφαρμογής. Αρχικά, χρησιμοποιείται παντού, ο όρος «επιχορήγηση», χωρίς να προσδιορίζεται κάτι παραπάνω. Ο συγκεκριμένος όρος, ορίζεται μόνο σε διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας και πιο συγκεκριμένα, όπως αναγράφεται στην παράγραφο 3 του ΔΛΠ 20 (Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο):
«Κρατική υποστήριξη είναι μέτρο που λαμβάνεται από το κράτος με σκοπό την παροχή οικονομικού οφέλους σε συγκεκριμένη επιχείρηση ή σειρά επιχειρήσεων, που πληρούν ορισμένα κριτήρια. Για τους σκοπούς αυτού του Προτύπου, η κρατική υποστήριξη δεν περιλαμβάνει τα οφέλη που παρέχονται μόνο έμμεσα, μέσω της εφαρμογής μέτρων που επιδρούν στις γενικότερες συνθήκες της επιχειρηματικής δραστηριότητα, όπως είναι η δημιουργία υποδομής σε αναπτυσσόμενες περιοχές ή η επιβολή περιοριστικών εμπορικών μέτρων σε ανταγωνιστές.
Κρατική Επιχορήγηση είναι η ενίσχυση που παρέχεται από το κράτος με την μορφή μεταβίβασης πόρων στην επιχείρηση σε ανταπόδοση παρελθούσας ή μελλοντικής συμμόρφωσης με ορισμένους όρους που σχετίζονται με την λειτουργία της επιχείρησης. Δεν περιλαμβάνονται εκείνες οι κρατικές ενισχύσεις που δεν είναι επιδεκτικές λογικής αποτίμησης, καθώς και οι συναλλαγές με το κράτος που δεν ξεχωρίζουν από τις συνήθεις συναλλαγές της επιχείρησης.
Επιχορηγήσεις που αφορούν περιουσιακά στοιχεία είναι κρατικές επιχορηγήσεις που έχουν ως βασικό όρο ότι η επιχείρηση που τις δικαιούται πρέπει να αγοράσει, κατασκευάσει ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, αποκτήσει μακροπρόθεσμα περιουσιακά στοιχεία…
Επιχορηγήσεις συναφείς με έσοδα είναι κρατικές επιχορηγήσεις που δεν σχετίζονται με περιουσιακά στοιχεία…»
Προφανώς, από αυτούς τους ορισμούς, δεν αμφισβητείται η ρευστότητα της έννοιας επιχορήγηση. Στο Ποινικό Δίκαιο, αυτή η ρευστότητα δε γίνεται αποδεκτή, σε αντίθεση με άλλους κλάδους δικαίου. Στο άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος, απαγορεύονται οι αόριστοι ποινικοί νόμοι, καθώς κρίνονται αντισυνταγματικοί. Άρα, διακρίνεται εύκολα, η αοριστία του όρου επιχορήγηση και συνεπώς και η αντισυνταγματικότητά του.
Πέρα, όμως, από την αοριστία που παρουσιάζουν οι διατάξεις της απάτης της σχετικής με τις επιχορηγήσεις, υπάρχουν και κάποιες αντιφάσεις και προβλήματα ερμηνείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το πρόβλημα που αντιμετωπίζεται στη διατύπωση της ικανοποίησης του αιτήματος της επιχορήγησης. Δηλαδή, ο τρόπος τυποποίησης της διάταξης μπορεί να οδηγήσει σε απόψεις που θεωρούν την ικανοποίηση του αιτήματος, ως εξωτερικό όρο του αξιοποίνου και άρα άρνηση δυνατότητας απόπειρας του συγκεκριμένου εγκλήματος.
Συμπερασματικά, αν υπάρχει περίοδος οικονομικής κρίσης, αυξάνονται οι διώξεις για απάτη και οι αξιώσεις για αποζημίωση και τα φαινόμενα αυτά, απασχολούν σημαντικά την κοινωνία. Πέρα από την ποινική δίωξη για απάτη που τυποποιείται στον Ποινικό Κώδικα, υπάρχει και στον Αστικό Κώδικα πρόβλεψη για την αποκατάσταση του παθόντος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Παύλου Στέφανος, Μπέκας Ιωάννης, Αποστολίδου Άννα, Ποινικό Δίκαιο -Ειδικό Μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2020
- Δίωξη για απάτη και το δικαίωμα αποζημίωσης, dikigoroslarisa.gr, διαθέσιμο εδώ