Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Ο 17ος και 18ος αιώνας υπήρξε περίοδος της ανάδειξης των τεχνών και της φιλοσοφίας από την αρχαία Ελλάδα και την ιταλική αναγέννηση, με τους εύπορους Ευρωπαίους να επαναφέρουν στο προσκήνιο το πνεύμα των εποχών αυτών. Μια τέτοια μορφή αποτέλεσε και ο Λουδοβίκος Α΄ της Βαυαρίας (Ludwig Karl August von Pfalz-Birkenfeld-Zweibrücken).
Γεννήθηκε το 1786 και σε νεαρή ηλικία έλαβε μέρος στους Ναπολεόντειους Πολέμους. Διετέλεσε Βασιλιάς της Βαυαρίας μεταξύ 1825-1848, ενώ θεωρείται ένας από τους πιο μορφωμένους Βασιλείς του καιρού του, με μεγάλη αγάπη για τις τέχνες, σε αντίθεση με τον πατέρα του Μαξιμιλιανό Ιωσήφ. Η επαφή του με τα διδάγματα και την τέχνη των εποχών της αρχαίας Ελλάδας και της ιταλικής αναγέννησης ήρθε μέσω του δασκάλου του Kirschbaum, ενώ και το ταξίδι του στην Ιταλία, το 1804-5, αφύπνισε τον ενθουσιασμό του για την αρχαία και αναγεννησιακή τέχνη. Τα διαβάσματα του Λουδοβίκου του δημιούργησαν την ανάγκη να μετατρέψει το Μόναχο, το κέντρο του Βασιλείου, σε ένα χώρο τέχνης και πολιτισμού, γι’ αυτό αυτοχαρακτηρίστηκε και ως «νέος Περικλής». Επιθυμούσε, δηλαδή, να ιδρύσει μια συλλογή αρχαίων έργων γλυπτικής και έτσι έδωσε εντολή στον έμπιστό του Wagner να συλλέξει διάφορα έργα για τον σκοπό αυτό.
Ο τελευταίος ταξίδεψε στον τουρκοκρατούμενο ελλαδικό χώρο το 1810 μαζί με τη συνοδεία μιας ομάδας αρχιτεκτόνων, αρχαιολόγων και ζωγράφων, ώστε να σχεδιάσουν τα αρχαία μνημεία και έτσι να τα εκδώσουν στη συνέχεια, δίνοντας μια εικόνα στους υπόλοιπους Ευρωπαίους για την ιστορία και τα μνημεία της Ελλάδας. Μαζί με αυτήν την πολυμελή ομάδα ήταν και ο αρχιτέκτονας Carl Haller von Hallerstein, που έμεινε γνωστός ως «ο Haller των Ελλήνων», λόγω των φιλελληνικών του αισθημάτων. Ο Hallerstein συνάντησε στην Ελλάδα τους αρχιτέκτονες Charles Robert Cockerell και John Foster και μαζί με τον ζωγράφο Linkh συνέστησαν ένα κουαρτέτο που στόχο είχε να εκπληρώσει τις δικές τους φιλοδοξίες, αλλά και του Λουδοβίκου.
Το 1811, λοιπόν, αποφάσισαν να κατευθυνθούν προς το νησί της Αίγινας, με σκοπό να μελετήσουν τον γνωστό υστεροαρχαϊκό ναό που υπήρχε εκεί. Αρχικά, ο ναός θεωρείτο πως άνηκε στον Πανελλήνιο Δια, βάσει των πληροφοριών του περιηγητή της αρχαιότητας, Παυσανία. Ωστόσο, απέδειξαν, τελικά, πως ήταν αφιερωμένος στην Αθηνά Αφαία. Οι ανασκαφές που ξεκίνησαν έφεραν στο φως έναν σημαντικό αριθμό γλυπτών, όπως τρεις ακέραιους πολεμιστές με ξίφος και διάφορα μέλη αγαλμάτων (κεφάλια, κορμοί, βραχίονες κλπ).
Λίγο καιρό αργότερα, δημιουργήθηκε η ανάγκη στον Λουδοβίκο να ανεγερθεί ένα κτήριο, στο οποίο θα τοποθετούνταν και θα ταξινομούνταν τα ευρήματα που θα συνέλεγε από την Ανατολική Μεσόγειο. Έτσι, προέκυψε η ιδέα για την ίδρυση της γνωστής και σπουδαίας στις μέρες μας Γλυπτοθήκης του Μονάχου, ένα κτήριο με αρχαιοελληνικό αρχιτεκτονικό στυλ, με τον ιωνικό ρυθμό να επικρατεί, ενώ συναντάμε και αναγεννησιακά στοιχεία. Οι εργασίες για την κατασκευή του ξεκίνησαν το 1816 και ολοκληρώθηκαν το 1830, με τον αρχιτέκτονα Leo von Klenze να είναι ο σχεδιαστής της και ένας από τους κύριους αρχιτέκτονες της αυλής του Λουδοβίκου. Τα εκθέματα που εντάχθηκαν στη Γλυπτοθήκη, είχαν τοποθετηθεί κατά χρονολογική σειρά, με βάση τη θεωρία του Winckelmann για την προέλευση, εξέλιξη, παρακμή και αναγέννηση της αρχαίας τέχνης. Ειδικότερα, ο Klenze φρόντισε να διαμορφωθούν αίθουσες στις οποίες εντάχθηκαν τα εκθέματα ανάλογα με την εποχή τους (ελληνική, ρωμαϊκή και ιταλική αναγεννησιακή). Τέλος, ο Δανός γλύπτης Thorvaldsen είχε φιλοτεχνήσει μια προτομή του Λουδοβίκου, ως ευεργέτη και δημιουργού της Γλυπτοθήκης.
Όταν ήρθε η στιγμή για τη σύσταση του ελληνικού κράτους και την αναζήτηση από τις Μεγάλες Δυνάμεις, το 1832, ενός Βασιλιά, έγινε η πρόταση στον τρίτο γιο του Λουδοβίκου, Όθωνα, δίνοντας μεγάλη ικανοποίηση στον Βαυαρό μονάρχη. Ο 17χρονος τότε Όθων, δέχτηκε την ανάληψη του ελληνικού στέμματος και έφτασε στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1833, συνοδευόμενος από τη Βαυαρική Αντιβασιλεία και περίπου 3.500 στρατιώτες. Έτσι, ο Λουδοβίκος συνδέθηκε με μια από τις χώρες που λάτρευε, εκπληρώνοντας ένα όνειρό του και βοηθώντας στην ανασύσταση του κράτους. Η επίσκεψή του στην Ελλάδα το διάστημα 1834-35 έκλεισε για αυτόν ένα κεφάλαιο ζωής, που μέχρι τότε είχε συναντήσει μόνο μέσα από τα βιβλία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Σκανδάμης, Ανδρέας Σπ. (1961), Η τριακονταετία της βασιλείας του Όθωνα, τόμος Α΄, Ιδιωτική Έκδοση
- Louis I, britannica.com, Διαθέσιμο εδώ