Της Κατερίνας Αγγελοπούλου,
Κάθε κοινωνία αποτελείται από μωσαϊκό ατόμων και χαρακτήρων, ετερόκλητα, δηλαδή, στοιχεία που συνιστούν την ποιοτική της ανομοιογένεια. Αν και φορείς διαφορετικών κόσμων, πρεσβευτές ξεχωριστής βιοθεωρίας, εντούτοις, καταλήγουμε σε ένα κοινό συμπέρασμα: αυτή η συνθετότητα της ζωής και η πολυπλοκότητα των δομών και των θεσμών, συμβάλλουν από κοινού στη γοργή εκτύλιξη και ανάπτυξη της κοινωνίας. Κάθε ανθρώπινο ον είναι αναγκαίο για την εξέλιξή της και προορισμένο για έναν συγκεκριμένο σκοπό. Άλλωστε, από την ετυμολογία της λέξης «άνθρωπος», από το «άνω» και «θρώσκω», καταλαβαίνουμε ότι αυτός είναι πλασμένος να αποζητά το καλύτερο, το υψηλό. Σε μία χώρα που χαρακτηρίζεται από τα μεγάλα ποσοστά ηλικιωμένων, είναι σημαντικό να αναφερθούμε στη σημασία της αξιοποίησής και της απορρόφησής τους μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο.
Τα γηρατειά είναι η εποχή της δύσης του ατόμου, μια περίοδος κατά την οποία ξεκινά η βιολογική παρακμή και ποικίλες αλλαγές λαμβάνουν χώρα τόσο στο σώμα όσο και στη ζωή του ανθρώπου. Όπως είναι φυσικό, οι μεταβολές αυτές επηρεάζουν τη συμπεριφορά και την ψυχοσύνθεση μιας τέτοιας ευαίσθητης κοινωνικής ομάδας, όπως τα άτομα της τρίτης ηλικίας. Σύμφωνα με τον συγγραφέα Παναγιώτη Παπαγιάννη, ως το βασικότερο ψυχολογικό πρόβλημα του ηλικιωμένου έχει θεωρηθεί το αίσθημα της απομόνωσης και –θα μπορούσα να προσθέσω– της αδράνειας. Αυτό συμβαίνει, διότι στις σύγχρονες υλιστικές κοινωνίες η οικονομική παραγωγική ικανότητα εξισώνεται με την αξία του ανθρώπου και κυριαρχεί η άποψη ότι η οικονομία «κινδυνεύει» από το «γήρασμα» του πληθυσμού. Πώς μπορεί, λοιπόν, η τρίτη ηλικία να αναλάβει έναν πιο ενεργό ρόλο και να αρθεί πλήρως το αίσθημα της αποξένωσης;
Όπως προαναφέρθηκε, οι ηλικιωμένοι συνιστούν μια ευαίσθητη κοινωνική ομάδα που έχει ανάγκη από την αγάπη, τον σεβασμό και τη συμπαράσταση όλων, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που την απασχολούν και την έχουν οδηγήσει στο περιθώριο, γεγονός που δεν αποτελεί δεδομένο στη σύγχρονη καθημερινότητα. Μολαταύτα, ήδη υπάρχουν κάποιοι τομείς, στους οποίους η τρίτη ηλικία αντιμετωπίζεται ισότιμα.
Για παράδειγμα, όσον αφορά τον πολιτικό τομέα, η συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων διατηρεί και απολαμβάνει το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 4406/2016 το δικαίωμα του εκλέγειν έχουν οι πολίτες που έχουν την ιθαγένεια άλλου κράτους – μέλους της ΕΕ, οι οποίοι: «συμπλήρωσαν το 17ο έτος της ηλικίας κατά το έτος της εκλογής, μέχρι 31 Δεκεμβρίου του έτους αυτού» (σε συνδυασμό με άλλες προυποθέσεις), ενώ όσον αφορά το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, αυτό το διατηρούν «όσοι έχουν συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας τους και έχουν τη νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν (άρθρο 55 παρ.1 του Συντάγματος και άρθρο 29 του π.δ. 26/2012, όπως αυτό ισχύει)». Όπως παρατηρούμε, παρά το γεγονός ότι έχουν τεθεί κατώτερα όρια ηλικίας, δεν γίνεται λόγος για ανώτερο όριο ηλικίας. Πρόκειται για διατάξεις εξέχουσας σημασίας, καθώς η δυνατότητα συμμετοχής στον πολιτικό βίο αναβαθμίζει το άτομο και το βοηθά να αισθάνεται σημαντικό και απαραίτητο για την πολιτική εξέλιξη της χώρας.
Παράλληλα, προβληματική γεννάται αναφορικά με το όριο συνταξιοδότησης των ηλικιωμένων. Πιο συγκεκριμένα, σήμερα, σύμφωνα με τη νομοθεσία, το όριο συνταξιοδότησης έχει οριστεί στην ηλικία των 67 ετών. Πρόκειται για ένα ζήτημα αρκετά περίπλοκο και αμφιλεγόμενο, καθώς έχουν αναπτυχθεί αρκετές θεωρίες σχετικά με αυτό. Αρχικά, σύμφωνα με μία μερίδα πληθυσμού, η συνταξιοδότηση θεωρείται τυπικά το σημείο μετάβασης στη γεροντική ηλικία, όμως αυτό δεν είναι ασφαλές κριτήριο, διότι η ταχύτητα και η ένταση με τις οποίες βιώνει ο καθένας το γήρας εξαρτώνται από πολλούς και διαφορετικούς παράγοντες. Επομένως, ένας άνθρωπος μπορεί να θεωρηθεί ηλικιωμένος και σε ηλικία μικρότερη των 67 ετών. Επιπλέον, αρκετοί υποστηρίζουν ότι το συγκεκριμένο όριο ηλικίας δημιουργεί προβλήματα για τους νέους, αφού κατά κάποιον τρόπο συμβάλλει στην ανοδική πορεία των ποσοστών ανεργίας. Κατά τα άλλα, αυτό δείχνει να αποτελεί περισσότερο πρόβλημα της οικονομίας και του εκάστοτε κράτους και όχι των ηλικιωμένων, οι οποίοι συνεισφέρουν στην πνευματική και παραγωγική ανέλιξη της καθημερινής μας ζωής.
Βέβαια, σε συνδυασμό με τη δική μας βοήθεια και αυτή της πολιτείας, η οποία υποχρεούται να δημιουργήσει ένα πρόσφορο έδαφος, ώστε να ξεπεραστεί κάθε εμπόδιο που παρακωλύει την ενεργό συμμετοχή τους, και οι ίδιοι πρέπει να συνδράμουν. Με λίγα λόγια, πρέπει να μην παραιτούνται από το δικαίωμά τους να ζουν αξιοπρεπώς και να αγωνίζονται για αυτό, επιδιώκοντας να συμμετέχουν στην κοινωνική ζωή με δημιουργικό και ελεύθερο πνεύμα και με διάθεση για προσαρμογή στις αντιλήψεις και στις συνθήκες της σύγχρονης εποχής. Με αυτά τα δεδομένα και επειδή η τεχνολογία έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας, ένας τρόπος για να αξιοποιηθεί η γεροντική ηλικία είναι σίγουρα η τεχνολογική κατάρτισή της.
Εν κατακλείδι, η συμμετοχή στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα, η προσφορά εργασίας –ακόμη και εθελοντικής, η τεχνολογική εκπαίδευση, η γεφύρωση του χάσματος με τους νέους, είναι προτάσεις που δύνανται να αλλάξουν τις συνθήκες ζωής όλων μας, αλλά κυρίως της γηραιότερης γενιάς. Όπως είπε ο Γάλλος συγγραφέας Βικτόρ Ουγκό «Βλέπεις φλόγα στα μάτια των νέων. Μα στα μάτια των γέρων βλέπεις φως!». Και έτσι, με την ωριμότητα και τη σοφία της ζωής με τις οποίες τους έχουν οπλίσει τα πλούσια βιώματά τους, βλέπουν τον κόσμο με μια πιο κριτική ματιά και σίγουρα, μπορούν να υπερασπιστούν με πάθος τις κοινωνικές αξίες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ