Της Παρασκευής Θεοδωρίδου,
Η Cree (ή αλλιώς Nêhiyawak), είναι φυλή που ανήκει στα Πρώτα Έθνη των Αλγκοκίνων, με έδρα κυρίως την Υποαρκτική περιοχή από την Αλμπέρτα έως και το Κεμπέκ, τμήματα της περιοχής Plains της Αλμπέρτα και το Σασκατσεουάν (Saskatchewan). Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 2016, περίπου 356.655 ταυτοποιήθηκαν ως απόγονοι των Cree, ενώ περίπου 97.000 ομιλούν τη γλώσσα της φυλής. Οι Cree είναι χωρισμένοι σε δύο κύριες κατηγορίες, βάσει της διαλέκτου και της περιοχής όπου ήταν εγκατεστημένοι, τους Cree του Δάσους (Woodland Cree) και τους Cree της περιοχής Plains (Plains Cree), ενώ επίσης υπήρχαν και υπό-ομάδες. Συγκεκριμένα, οι Woodland Cree, εδράζονταν κατά κύριο λόγο στη Μανιτόμπα του Καναδά και στο Σασκατσεουάν, οι Plains Cree στο Οντάριο, το Σασκατσεουάν και στη Μανιτόμπα και οι Cree της περιοχής James Bay, στο εξής James Bay Cree, βρίσκονταν στο Κεμπέκ.
Η προέλευση της ονομασίας Cree, προέρχεται από μια ομάδα γηγενών της περιοχής James Bay, η οποία μεταφράστηκε στα Γαλλικά ως Kiristinon και αργότερα μετατράπηκε σε Cri. Οι γηγενείς γράφουν το όνομα τους ως Cree όταν χρησιμοποιούν την αγγλική γλώσσα. Πολλά από τα Πρώτα Έθνη των Cree αναμείχθηκαν με τους Ojibwa, αποτελώντας τους λεγόμενους Oji–Cree οι οποίοι διαμένουν στο Οντάριο και τη Μανιτόμπα. Αναφορικά με τη καθημερινή τους ζωή, οι Cree όντας γνωστοί και ως «έθνος κυνηγών», ειδικότερα οι Woodland Cree, προτιμούσαν το κυνήγι μεγάλων θηραμάτων, όπως καριμπού, κάστορες, αρκούδες και αμερικανικές ελάφους. Από την άλλη πλευρά οι Plains Cree (με έδρα τη βόρεια Μινεσότα, τη Βόρεια Ντακότα και τη Μοντάνα), είχαν ως κύριο θήραμά τους το κυνήγι του βίσωνα, καθώς και τη συγκομιδή άγριων φυτών ως μια από τις βασικές τους τροφές. Όπως οι περισσότερες φυλές, έτσι και οι Cree στα πλαίσια του κυνηγιού, κρατούσαν το δέρμα και τα κόκκαλα των θηραμάτων για τη κατασκευή εργαλείων. Τα σπίτια τους είτε είχαν την μορφή κώνου ή τρούλου και ήταν καλυμμένα με δέρμα ζώων και φιλοξενούσαν από οκτώ έως και δώδεκα άτομα, ενώ οι μετακινήσεις τους γίνονταν με έλκηθρο κατά τη χειμερινή περίοδο και με κανό το καλοκαίρι. Ορισμένες γειτονικές ομάδες ήταν συνδεδεμένες μέσω επιγαμίας και συχνά συνεργάζονταν στα πλαίσια κυνηγιού, ενώ δεν σπάνιζε η κοινωνική τους αλληλεπίδραση.
Μια άξια αναφοράς πληροφορία για τους Plains Cree, είναι ο μαχητικός τους χαρακτήρας. Όντας χωρισμένοι σε δώδεκα ανεξάρτητες ομάδες η κάθε μία με το δικό της επικεφαλής, συγκέντρωναν τον απαραίτητο αριθμό αλόγων και όπλων και μάχονταν εναντίον άλλων μελών της περιοχής. Παράλληλα, σε αντίθεση με τους Woodland Cree είχαν δημιουργήσει το δικό τους στρατιωτικό σύστημα, το οποίο ενσωμάτωνε μέλη από τις δώδεκα ομάδες. Ακόμη ένα σημαντικό γεγονός, είναι η ιερή σημασία των τελετών και της θρησκείας, καθώς μέσω αυτών προσδοκούσαν επιτυχίες τόσο στο κυνήγι, όσο και στους πολέμους. Με την εμφάνιση των Ευρωπαίων, σημειώθηκε πρόοδος ως προς την επικοινωνία και συνεργασία με άλλους λαούς, αφού οι Cree ανέπτυξαν σχέσεις συνεργασίας με Ευρωπαίους για το εμπόριο γούνας. Μεγάλο ενδιαφέρον αναμφίβολα παρουσιάζει και η πολιτισμική πτυχή της φυλής, καθώς υπήρχαν και υπάρχουν ακόμη ποικίλες τελετές και ιεροτελεστίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο λεγόμενος Χορός του Ήλιου, οι συγκεντρώσεις (“Powwows”), γιορτινά τραπέζια και πολλά περισσότερα, τα οποία είχαν απαγορευτεί από τον Νόμο των Ινδιάνων μέχρι και το 1951, ωστόσο, πολλά από αυτά εξακολουθούν να υφίσταται έως και σήμερα. Παρακάτω θα αναφερθούν αναλυτικότερα δύο ενδεικτικές τελετές, προκειμένου να δοθεί μια εμβριθής σκοπιά.
Η πρώτη τελετή ονομάζεται «τελετή αποχώρησης» (“walking out ceremony”), η οποία προβλέπει ότι τα παιδιά δεν μπορούν να αγγίξουν το έδαφος έξω από την οικία τους μέχρι αυτά να μπορέσουν να περπατήσουν μόνα τους. Όταν το τελευταίο συμβαίνει, λαμβάνει χώρα η συγκέντρωση της κοινότητας και η οικογένεια του παιδιού που θα συμμετάσχει στη τελετή, περιμένει τον ερχομό των Γηραιότερων. Μετά την άφιξή τους, δίνουν το ελεύθερο στο παιδί -συνοδευόμενο από ενήλικα- να βγει έξω από το σπίτι του και να μιμηθεί τους ρόλους ενός ενήλικα. Ύστερα, το παιδί ξανά μπαίνει στο σπίτι ως πλέον επίσημο μέλος της κοινότητας και προσφέρει δώρα στους Γηραιότερους. Δεύτερη τελετή, είναι τα λεγόμενα “sweat lodges”, τα οποία είναι τοποθετημένα σε ένα μέρος της κοινότητας, το οποίο θεωρείται ιερό για αυτόν τον σκοπό. Πρόκειται για καλύβες χτισμένες με μορφή τρούλου και κατασκευασμένες με υλικά της φύσης, καλυπτόμενες είτε από δέρμα ζώων ή από φυλλωσιές. Στο κέντρο δημιουργείται λακκούβα όπου θα υπάρχει ιερή φωτιά, η οποία θα διατηρεί ζεστό το εσωτερικό της καλύβας για τους συμμετέχοντες, με τον υπεύθυνο της τελετής να αναλαμβάνει αυτό το καθήκον. Αυτές οι καλύβες συμβολίζουν την μήτρα της Μητέρας Γης και σκοπός της τελετής είναι η ψυχική θεραπεία και ο εξαγνισμός. Τέλος, σημαντικό κομμάτι της πολιτισμικής ζωής τους είναι η τέχνη και η μουσική.
Όσον αφορά τη θρησκεία, οι Cree πιστεύουν στη συσχέτιση του ανθρώπου με τη φύση, ενώ παράλληλα υποστηρίζουν πως μια εύφορη και υγιής ζωή δύναται να επιτευχθεί μέσω της ενότητας και της επαφής του ανθρώπου με τη φύση, καθώς αυτή είναι η πηγή ζωής. Επιπλέον, κεντρικό ρόλο παίζουν και τα ζώα και άλλα πνεύματα στη θρησκεία της φυλής, καθώς υπάρχει αναμφισβήτητη συσχέτιση και με αυτά. Η γλώσσα των Cree παρουσιάζει μικρές διαφορές ανάλογα με τη κοινότητα, για παράδειγμα υπάρχει διαφοροποίηση στη γλώσσα των Plains Cree με τους Woods Cree, ενώ, συνήθως όσες κοινότητες γειτνιάζουν έχουν περισσότερα κοινά στη γλώσσα εξαιτίας της συχνής μεταξύ τους επαφής. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του Καναδά το 2016, περίπου 97 χιλιάδες ομιλούν τη γλώσσα των Cree και όσες διαλέκτους την πλαισιώνουν.
Βέβαια, όπως και στην ιστορία άλλων μεγάλων φυλών της Αμερικής, έτσι και στη περίπτωση των Cree δεν απουσίασε η αποικιοκρατική περίοδος. Συγκεκριμένα, η πρώτη επικοινωνία με τους Cree έγινε από Ιησουΐτες ιεραπόστολους το 1640 και αργότερα προς το 1670 με άλλους Ευρωπαίους έμπορους γούνας, όπως αναφέρθηκε πρωτύτερα. Με την συνεργασία αυτή γνωρίζουν εξέλιξη, οι Ευρωπαίοι άρχισαν να είναι ολοένα και πιο εξαρτημένοι από τους Cree κυρίως για φρέσκο κρέας. Για αυτόν τον λόγο οι Cree, μετατράπηκαν από κυνηγοί των δασών σε κυνηγοί βισώνων και καβαλάρηδες/πολεμιστές, με το κρέας να είναι κύριο εμπόρευμα με τους Ευρωπαίους. Πολλά μέλη της φυλής που ήταν μέρος του εμπορίου, εγκαταστάθηκαν σε μέρη εγγύτερα στη δουλειά τους. Η ιεραποστολή σύντομα απορρόφησε πολλούς Cree, στους οποίους δόθηκαν και άλλες εργασίες όπως για παράδειγμα, ενασχόληση με την εκκλησία την εκπαίδευση και τα νοσοκομεία. Σταδιακά, η παραδοσιακή ζωή των Cree άρχισε να φθείρεται μέσω αυτών των συνεργασιών, αλλά και μέσω της υπογραφής συνθηκών, οι οποίες επέβαλλαν τα Πρώτα Έθνη των Cree να παραχωρούν μεγάλο μερίδιο της γης τους, κατά το 1880. Εντονότερο έγινε το πρόβλημα στον Καναδά υπό τη Προεδρία του Sir John A. Macdonald, η κυβέρνηση του οποίου στερούσε πηγές και άλλα μέσα επιβίωσης των Cree, με στόχο να αναγκάσουν τους τελευταίους να παραχωρήσουν επιπρόσθετα κομμάτια γης.
Το 1970, σημειώθηκε ιστορική πρόοδος για τους Cree και ειδικότερα των κατοίκων του James Bay, αφού έπειτα από μια σειρά διαπραγματεύσεων, συστάθηκε η Συμφωνία των James Bay Cree και του Βόρειου Κεμπέκ. Μεταξύ άλλων, η συμφωνία προέβλεπε την ίδρυση ανεξάρτητης κυβέρνησης, η οποία όπως αποδείχθηκε αργότερα είχε αναπτύξει καρποφόρες σχέσεις συνεργασίας τόσο με την επαρχιακή κυβέρνηση -όπως ονομαζόταν-, όσο και με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Από τότε, απώτερος στόχος των Cree είναι η διατήρηση της οικονομικής -και όχι μόνο- ανεξαρτησίας, ενώ εντάχθηκαν και στα Ηνωμένα Έθνη μέσω της Διακήρυξης για τα Δικαιώματα των Αυτοχθόνων Λαών το 2007.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Cree, brittanica.com, Διαθέσιμο εδώ
- Cree Tribe of North America, legendsofamerica.com, Διαθέσιμο εδώ
- Native American Addiction Recovery and the Sweat Lodge, (2021), sunrisenativerecovery.com, Διαθέσιμο εδώ
- Preston J. Richard, (2012), Cree, thecanadianencyclopedia.com, Διαθέσιμο εδώ