Της Γεωργίας Διπλού,
Την εποχή που το Xanax και το Prozac έχουν φτάσει στο No 1 της ζήτησης των σημερινών ενηλίκων στα φαρμακεία, την ίδια στιγμή που ολοένα και περισσότερα παιδιά και έφηβοι πάνε στον ψυχολόγο για να λύσουν θέματα —που δημιουργήθηκαν από μια τόσο μικρή και ευαίσθητη ηλικία—, έρχονται οι «από μηχανής Θεοί», οι πρωταγωνιστές των καθημερινών διαφημιστικών σποτ και δίνουν κουράγιο μεταδίδοντας το εξής μήνυμα: «Μην αγχώνεστε! Μην τα βλέπετε όλα σκούρα! Υπάρχει φως στο τέλος του δρόμου!». Αυτές είναι οι στιγμές που αναρωτιέσαι μέσα σου, αν όλοι αυτοί οι «τιτάνες» των media είναι σοβαροί (!) και θεωρούν ότι τα δικά τους λόγια θα καταφέρουν να φτιάξουν αυτό που δεν κατάφερε η ψυχοθεραπεία και η ψυχανάλυση.
Τα λόγια στήριξης και ενθάρρυνσης, δεν πρόκειται να βοηθήσουν κανέναν να ξεπεράσει ένα τόσο βαρύ φορτίο, αν δεν συνοδεύονται εμπράκτως από ενέργειες, που δείχνουν ότι κανένας δεν είναι άτρωτος και οι δυσκολίες και τα εμπόδια που μας έρχονται μας κάνουν πιο δυνατούς. Εντούτοις, δεν πρέπει να μας κάνουν να νιώθουμε πως χάνεται κάθε ελπίδα. Η βελτίωση μιας τόσο νοσηρής ψυχολογικής κατάστασης μπορεί να επέλθει μόνο από το ίδιο το άτομο.
Μόνο όταν συνειδητοποιήσουμε ότι η μάχη που καθημερινά δίνουμε με τον εαυτό μας, με τα δικά μας όπλα, αποτελεί ένα βλαβερό και νοσηρό γεγονός, θα καταφέρουμε να πάμε ουσιαστικά παρακάτω. Είμαστε ένα με το σώμα μας. Γεννηθήκαμε σε αυτό, μεγαλώσαμε σε αυτό. Πονέσαμε, κλάψαμε, ήρθαν μέρες και στιγμές που νιώθαμε ότι δεν μας αρέσει το ίδιο μας το «πετσί». Και, όμως, όσο κλισέ και αν ακούγεται, το σώμα μας και γενικότερα ο ίδιος μας ο εαυτός, αποτελεί το πιο μόνιμο και αναφαίρετο στοιχείο στη ζωή μας. Άνθρωποι θα έρθουν και θα φύγουν. Φιλίες και σχέσεις που μπορεί να θεωρούσαμε ότι θα κρατούσαν για πάντα είναι πιθανό να καταστραφούν «εν μια νυκτί». Σε όλη αυτήν τη διαδικασία της μετάβασης από το παρελθόν στο παρόν και από το παρόν στο μέλλον, το σώμα μας και ολόκληρος ο ψυχισμός μας, θα είναι εκεί.
Τίποτα δεν είναι απόλυτο. Τίποτα δεν έχει μόνο μια πλευρά και οπτική. Μπορεί ο τρόπος που βλέπουμε εμείς τον εαυτό μας, να είναι διαμετρικά αντίθετος με τον τρόπο που μπορεί να μας βλέπει κάποιος άλλος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Μήδεια του Ευριπίδη. Πιο συγκεκριμένα, για τη πλειοψηφία των ανθρώπων συμβολίζει τη μανία, τη τρέλα και την παραφροσύνη. Για τον Μ. Καραγάτση, όπως αναφέρει ξεκάθαρα και ο ίδιος στο μυθιστόρημά του, Η Μεγάλη Χίμαιρα, «Ἡ Μήδεια εἶναι ψυχοπαθής; Νά τό ἐρώτημα πού μέ τυράννησε… Ὄχι, δέν εἶναι ψύχοπαθής. Ἄν ἦταν, δέν θά ἐνέπνεε τή μεγαλοφυΐα του Εὐριπίδη, πού δέν αναζητάει ποτέ τά θέματα τῶν τραγωδιῶν του στόν κύκλο τῆς νοσηρότητας».
Σε περιόδους μεγάλων συναισθηματικών και κοινωνικών κρίσεων, σε φάσεις δηλαδή που το έδαφος είναι πρόσφορο για την εμφάνιση συμπτωμάτων κατάθλιψης, συλλογικού παραμερισμού και απομόνωσης, η λύση δεν είναι η κατάποση πληθώρας φαρμάκων και αγχολυτικών, αλλά η επίτευξη ενός βαθύ και ουσιαστικού διαλόγου με τον εαυτό μας. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι ότι αυτά που θα ειπωθούν σε αυτόν τον διαφορετικό «διάλογο» πρέπει να είναι αλήθειες, όσο δυσεπίτευκτο και ας ακούγεται αυτό το εγχείρημα.
Εν κατακλείδι, το ερώτημα που θα ήθελα να θέσω είναι το αν είναι σωστό να πολεμάμε τον εαυτό μας με τα ίδια μας τα όπλα… Αν είναι σωστό αντί να είμαστε δίπλα του, να βρισκόμαστε μονίμως απέναντι του. Αντί να είμαστε τόσο αυστηροί μαζί του, να του δίνουμε ευκαιρίες, με την ίδια ευκολία που τις δίνουμε σε άλλα άτομα. Η ζωή είναι ένα μαγικό ταξίδι με πολλές στροφές. Ας πάρουμε το τρένο γι’ αυτό το ταξίδι με συνεπιβάτη εμάς τους ίδιους…