Του Κωνσταντίνου Γκαμπή,
Το Der Spiegel, που κυκλοφόρησε πριν μερικούς μήνες με την παραπάνω φωτογραφία στο εξώφυλλο, αναφέρει πως ο δισεκατομμυριούχος Ray Dalio τα πρωινά του δεν διαβάζει τη Wall Street Journal, αλλά το Κεφάλαιο του Marx. Αυτό γιατί, όπως λέει ο ίδιος, ο καπιταλισμός δεν λειτουργεί για τους περισσοτέρους ανθρώπους.
Πλέον, το γεγονός αυτό δεν είναι κάτι που κυκλοφορεί ανάμεσα στους ακαδημαϊκούς, οι οποίοι γράφουν άρθρα που δεν διαβάζει κανείς, αλλά γίνεται ολοένα και πιο διαδεδομένο στο ευρύ κοινό, ακόμα και στους μεγαλύτερους καπιταλιστές.
Γιατί αποτυγχάνει ο σημερινός καπιταλισμός;
Η αρχή του τέλους
Το σύστημα στην περιοχή που αποκαλούμε Δύση λειτουργούσε συγκριτικά καλύτερα την περίοδο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μέχρι και τη πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, από ό,τι σήμερα. Αυτό συνέβαινε, επειδή ο σοσιαλισμός λειτουργούσε ως μία απειλή για τη Δύση.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, υπήρξε στις πολιτικές της Δύσης έντονο (και πάλι σε σύγκριση με σήμερα) το «σοσιαλιστικό» στοιχείο. Μία πρακτική, που πρώτος –μάλλον– υιοθέτησε ο Otto von Bismarck, ο οποίος για να αυξήσει, βεβαίως, την παραγωγικότητα των εργατών της Γερμανίας, αλλά και για να ελέγξει την επιρροή του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, εφάρμοσε φιλεργατικές πολιτικές, όπως ασφάλιση και ένα είδος δωρεάν ιατρικής περίθαλψης. Αυτό έπραττε και η Δύση, ώσπου ο εχθρός σταμάτησε να υφίσταται. Έτσι, τη δεκαετία του ’90, έγινε πολύ πιο εύκολη η εδραίωση του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος είχε κάνει την εμφάνισή του στην πολιτική αρκετών κρατών, από την προηγούμενη δεκαετία.
Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό εδώ είναι πως ο νεοφιλελευθερισμός, εκ των πραγμάτων, αποτελεί περισσότερο ένα πολιτικό και όχι ένα οικονομικό σύστημα, γιατί κύριος στόχος του δεν είναι η μεγιστοποίηση της χρησιμότητας της κοινωνίας, αλλά η προάσπιση και προώθηση των συμφερόντων της άρχουσας τάξης. Αυτή τη στιγμή, σε πολλές χώρες, όπως στην Ελλάδα ή την Ουκρανία, εφαρμόζονται νεοφιλελεύθερες πρακτικές, όπως η ιδιωτικοποίηση των Δ.Ε.Κ.Ο. Αυτό, προφανώς, δε γίνεται γιατί οι ιθύνοντες πιστεύουν πραγματικά ότι είναι η καλύτερη οικονομική πρακτική, αλλά επειδή εξυπηρετεί τους σκοπούς τους. Πρόκειται για ιδεολογικό ξέπλυμα.
Η κρίση του 2008 ήταν, μάλλον, ένα γεγονός, το οποίο συντάραξε για τα καλά τις δυτικές Κυβερνήσεις και τους υπέδειξε τις συνέπειες της πολιτικής τους. Ένα από τα πράγματα που έκαναν, μετά την κρίση, ήταν η επιβολή αυστηρότερων κανόνων και επιτήρησης στον χρηματοπιστωτικό τομέα και μία –μικρή– στροφή προς τα αριστερά. Αυτό εφάρμοσαν οι ισχυρές δυτικές Κυβερνήσεις στα κράτη τους. Προκειμένου, όμως, και πάλι για να ασκήσουν πολιτική, εξήγαγαν μία μορφή σκληρού νεοφιλελευθερισμού, διά του εξαναγκασμού στις χώρες εκτός του κλάμπ τους (και πάλι, όπως η Ελλάδα ή η Ουκρανία).
Παγκοσμιοποίηση
Μετά το 1991, μοναδική υπερδύναμη του πλανήτη ήταν οι Η.Π.Α. Το γεγονός αυτό καθιέρωσε μία σχετική σταθερότητα, που επέτρεψε και την ενίσχυση του διεθνούς εμπορίου και το offshoring πολλών εργοστασίων, κυρίως στην Ασία. Η αλήθεια είναι πως το παγκοσμιοποιήμενο μοντέλο ήταν πολύ ελκυστικό για να μην το ακολουθήσουν οι εταιρείες.
Η συνθήκη, πάνω στην οποία βασιζόταν το μοντέλο αυτό, η γεωπολιτική –και όχι μόνο– σταθερότητα, δεν ήταν στην πραγματικότητα, όμως, ποτέ δεδομένη. Και η πλειονότητα των επιχειρήσεων δεν ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία ή τη διαμάχη Η.Π.Α.-Κίνας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η Γερμανία.
Βαμπίρ και ζόμπι
Η κορεάτικη ταινία Το παράσιτο, του 2019, αναπαριστά με μεγάλη ακρίβεια τη σχέση εκμετάλλευσης, που υπάρχει ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη. Στην ταινία, μία φτωχή οικογένεια, η οποία ζει σε ένα υπόγειο που δεν υπάρχει Wi-Fi και, έτσι, «κλέβει» το Wi-Fi κάποιου γείτονα, βρίσκει την ευκαιρία να εργαστεί για μία πλούσια οικογένεια, το σπίτι της οποία είναι έτσι κατασκευασμένο, ώστε να αποκλείει –σχεδόν τελείως– τον έξω κόσμο, δημιουργώντας έναν μικρόκοσμο που τηρεί τα αισθητικά κριτήριά της. Με μια επιφανειακή ματιά, βλέπουμε τη φτωχή οικογένεια να εισχωρεί στη ζωή των εργοδοτών της, εις βάρος άλλων μελών της τάξης τους, με τέτοιον τρόπο που μας κάνει να την αποκαλέσουμε «λούμπεν».
Η πρώτη αυτή εντύπωση δημιουργείται λόγω της εικόνας «ζόμπι», που αποδίδεται στο προλεταριάτο γενικότερα. Στην pop κουλτούρα, τα ζόμπι αναπαρίστανται ως δυσκίνητα και απεχθή πλάσματα, τα οποία για να επιβιώσουν τρώνε ανθρώπινη σάρκα. Από την άλλη, τα βαμπίρ, τα οποία κι αυτά για να επιβιώσουν χρειάζονται ανθρώπινο αίμα, είναι χαρισματικά, καλόγουστα, αριστοκρατικά και ανώτερα ως είδος έναντι των ανθρώπων. Όπως ακριβώς, δηλαδή, και η μπουρζουαζία.
Αν σκάψουμε, όμως, κάτω από την αστική ευγένεια, τη λάμψη και τη λεπτότητα της αστικής τάξης μπορούμε να διακρίνουμε πως η εκμετάλλευσή της προς την εργατική είναι μεγαλύτερη από αυτή της εργατικής προς την αστική. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε, σε αυτό το σημείο, πως η εργατική τάξη δεν ταυτίζεται με το προλεταριάτο, αλλά, στην περίπτωση της ταινίας, η φτωχή οικογένεια από λούμπεν προλεταριάτο μεταλλάχθηκε σε εργατική τάξη και, γι’ αυτό, μιλάμε για εργατική τάξη, η οποία περιλαμβάνεται στο προλεταριάτο, όπως και οι άνεργοι, οι άεργοι κ.λπ.
Ας κάνουμε μία απλή μαρξιστική κριτική στη σχέση των δύο οικογενειών. Από τη μία, η εργατική, που προσπαθεί να ξεφύγει από τη φτώχεια με δόλιους τρόπους, καταλήγει να εργάζεται για την αστική οικογένεια (αρκετά ικανοποιητικά θα λέγαμε), με αντάλλαγμα έναν μισθό. Από την άλλη, η αστική οικογένεια τους προσλαμβάνει, προκειμένου να γλιτώσει χρόνο από τις δουλειές του σπιτιού και την οδήγηση, αλλά και για τη μόρφωση των παιδιών της οικογενείας. Οπότε, από τη μία, τα παιδιά λαμβάνουν βοήθεια και γνώσεις, τα οποία, φυσικά, είναι πιο πολύτιμα στο πλαίσιο αυτό από τα χρήματα που δαπανώνται για τον σκοπό αυτό και, από την άλλη, οι γονείς γλιτώνουν χρόνο από αγγαρείες. Προφανώς, ο χρόνος ζωής που κερδίζουν οι πλούσιοι από δουλειές, όπως το σφουγγάρισμα, είναι πολύ πιο πολύτιμος από το χρηματικό αντίτιμό του. Με βάση αυτά, θα λέγαμε πως η αστική οικογένεια βγαίνει πιο κερδισμένη από αυτή τη συναλλαγή. Αυτό εκφράζει, εν γένει, τις εργατικές σχέσεις στον καπιταλισμό.
Τράπεζες: Αναγκαίο κακό (;)
Ο μοχλός, ο οποίος επιτρέπει τη μεγέθυνση της οικονομίας, είναι, φυσικά, ο χρηματοπιστωτικός τομέας. Σε αυτόν δεν συμπεριλαμβάνονται μόνο οι τράπεζες, αλλά και τα funds, ασφαλιστικές και διάφοροι άλλοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί. Κύριοι παίκτες παραμένουν, όμως, οι τράπεζες.
Ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι αυτός του μεσάζοντα. Η μεταφορά, δηλαδή, χρημάτων από τις πλεονασματικές μονάδες στις ελλειμματικές μονάδες της οικονομίας. Ο ρόλος του, ουσιαστικά, είναι θεσμικός και χωρίς αυτόν οικονομική μεγέθυνση δεν υπάρχει. Στο τέλος της ημέρας, όμως, τα περισσότερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις, που αποσκοπούν στο κέρδος. Κι αυτός ο συνδυασμός, πολλές φορές, αποβαίνει καταστροφικός.
Λόγω, λοιπόν, της πολύ καίριας θέσης που κατέχουν οι τράπεζες, απολαμβάνουν ένα πολύ ευνοϊκό καθεστώς, μέσα στο οποίο, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, έχουν το δικαίωμα να αποτύχουν, γιατί θα τις ξελασπώσει το κράτος. Όπως ακριβώς συνέβη στην Κρίση του ΄08, κατά την οποία το βάρος της αποτυχίας των τραπεζών επωμίσθηκαν, κυρίως, η μεσαία και χαμηλή τάξη, αλλά και στην πρόσφατη κατάρρευση των τραπεζών, όταν και πάλι το κόστος μοιράστηκε στην κοινωνία. Φυσικά όχι στο βαθμό του ’08, προς το παρόν τουλάχιστον. Θα δούμε τι θα γίνει αν η κρίση γιγαντωθεί.
Η αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει, ιδίως τις τράπεζες, είναι δομικό χαρακτηριστικό τους. Μπορούμε να προσπαθήσουμε να τις ρυθμίσουμε και να τις επιτηρήσουμε, αλλά ο χαρακτήρας τους δε θα αλλάξει. Πλέον, υπάρχουν ψηφιακές τεχνολογίες, όπως το blockchain, το cloud και projects που τρέχουν ανά τον κόσμο, που πειραματίζονται με αποκεντρωμένες τράπεζες, οι οποίες υπάρχουν μόνο ηλεκτρονικά. Ίσως ήρθε η ώρα να αφήσουμε τις τράπεζες απλώς να καούν στην πυρά που οι ίδιες άναψαν.
Ψηφιακός Καπιταλισμός
Είμαστε στην αυγή μίας νέας εποχής, στην οποία το πιο πολύτιμο κομμάτι της οικονομίας θα είναι οι εταιρείες τεχνολογίας. Ήδη, η Apple θεωρείται η πιο πολύτιμη εταιρεία στον κόσμο, με δεύτερη τη Microsoft. Επιπλέον, ένα μεγάλο μέρος των συναλλαγών μας γίνεται ήδη online και μεγάλο μέρος της παραγωγής πραγματοποιείται με τη βοήθεια των ρομπότ.
Λέγεται ότι το πετρέλαιο των επόμενων δεκαετιών θα είναι τα δεδομένα, τα οποία –ως επί το πλείστον– συλλέγονται ψηφιακά. H επόμενη μεγάλη «μάχη» μεταξύ εταιρειών και κρατών θα είναι στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης. Ο «Πόλεμος των μικροτσίπ» μεταξύ Η.Π.Α και Κίνας, που βιώνουμε αυτή τη στιγμή, μοιάζει επικίνδυνα ψυχροπολεμικός και μπορεί να προμηνύει μελλοντικές συνθήκες.
Ο έντονος ανταγωνισμός, όμως, δεν είναι το μόνο πρόβλημα που θα αντιμετωπίσουμε. Το άλλο σοβαρό πρόβλημα είναι, νομίζω, ο ολιγοπωλιακός χαρακτήρας που έχει αποκτήσει ο τομέας. Πριν 20-30 χρόνια, 2 φίλοι μπορούσαν όντως να ιδρύσουν μία start-up στο γκαράζ του σπιτιού τους και να τα βάλουν με τις μεγαλύτερες τότε εταιρείες ή να φτιάξουν μία νέα αγορά. Αυτή η δυνατότητα, σήμερα, έχει μειωθεί κατά πολύ, καθώς σημαντικό ρόλο σε οποιαδήποτε εταιρεία τεχνολογίας παίζει η Τ.Ν., η ανάλυση δεδομένων, ο εξοπλισμός κι άλλοι παράγοντες, οι οποίοι κάνουν την είσοδο ενός τελείως καινούριου παίκτη δύσκολη και εδραιώνει όλο και περισσότερο τις μεγάλες εταιρείες. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, πόσες μηχανές αναζήτησης χρησιμοποιείται; Πιθανότητα μία, τη Google. Θα ήταν τρομερά επικίνδυνο να παραδώσουμε το διαδίκτυο σε μία χούφτα εταιρειών, από τη στιγμή που η πλειονότητα των συναλλαγών θα την κάνουμε μέσω αυτού.
«Πράσινη» αποτυχία
Το οικονομικό σύστημα, αυτήν τη στιγμή, βασίζεται στην αέναη ανάπτυξη της οικονομίας. Δηλαδή, στην αύξηση της κατανάλωσης και της παραγωγής. Το αν αυτό το μοντέλο είναι βιώσιμο, είναι αμφιλεγόμενο. Ας υποθέσουμε, όμως, πως μπορεί να είναι βιώσιμο.
Τότε, θα πρέπει να πραγματοποιηθούν οι απαιτούμενες προσαρμογές, ώστε η οικονομική ανάπτυξη να μη βλάπτει το περιβάλλον. Από τη συμφωνία του Παρισιού, το 2015, και έπειτα, έχουν υπάρξει σημαντικές βελτιώσεις, αλλά η δέσμευση του 1,5 βαθμού Κελσίου δε φαίνεται και τόσο ρεαλιστικός στόχος πια. Ο κύριος λόγος για την ανεπαρκή δράση είναι η αδυναμία των Κυβερνήσεων και η απροθυμία των αναπτυσσόμενων κρατών, να θυσιάσουν την οικονομική ανάπτυξη για την «πράσινη» μετάβαση.
Κεϋνσιανισμός και ξερό ψωμί
Το «αόρατο χέρι» της αγοράς δεν είναι ικανό να τις ρυθμίσει κι αυτό το παραδέχονται και οι πιο σκληροπυρηνικοί καπιταλιστές, κάθε φορά που ζητούν τη βοήθεια του κράτους, δηλαδή οι τραπεζίτες.
Επιπλέον, προκλήσεις, όπως η κλιματική αλλαγή και οι κοινωνικές ανισότητες, μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά μόνο μέσω του κεντρικού σχεδιασμού των κρατών. Αυτό γιατί οι εταιρείες δε δύνανται να θυσιάσουν το κέρδος τους (έστω και το βραχυχρόνιο) για την «πράσινη» μετάβαση ή για να έχουν καλοπληρωμένους εργαζόμενους.
Τέλος, η τεχνολογική πρόοδος σε όλους το τομείς, η οποία βασίζεται, σήμερα, στον ιδιωτικό τομέα, φέρνει τις δικές της προκλήσεις, καθώς ο καπιταλισμός αλλάζει μορφή και υπάρχουν, ήδη, σημάδια μίας αναδυόμενης πλουτοκρατίας. Ας θυμηθούμε μόνο εδώ πόσες φορές τεχνολογικές εταιρείες έχουν εμπλακεί σε εθνικές εκλογές. Γι’ αυτό και η επιστροφή της Κεϋνσιανής Σχολής, θεωρώ, πως είναι επιτακτική ανάγκη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- «Μήπως, τελικά, είχε δίκιο ο Καρλ Μαρξ;», naftemporiki.gr, διαθέσιμο εδώ
- Trouble in Paradise: From the End of History to the End of Capitalism, Slavoj Zizek