Της Κατερίνας Σφυράκη,
Ποιο είναι αυτό το «μεταιχμιακό κάτι» στην ηλικία μιας γυναίκας που προκαλεί τον απόλυτο τρόμο στους γιατρούς; Γιατί εμείς στην Ελλάδα, με το ισχυρό δίκτυο φιλικών προσώπων και τη συμπαγή μορφή οικογένειας, νομίζουμε ότι δεν χρειαζόμαστε ψυχοθεραπευτές και πώς τολμά κανείς την επαναδιαπραγμάτευση της ύπαρξής του; Αυτή η πληθώρα τόσων κι άλλων τόσων ερωτημάτων προκύπτουν ως μια πολύ φυσική απόρροια, καθώς διαβάζει κανείς το βιβλίο της Ελένης Ανδρεάδου με τίτλο Πολύ μεγάλη για να χωρέσω, πολύ μικρή για περίσσευμα, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μπαρμπουνάκη.
Η Ελένη Ανδρεάδου είναι απόφοιτη της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και το βιβλίο Πολύ μεγάλη για να χωρέσω, πολύ μικρή για περίσσευμα αποτελεί τη δεύτερη εμφάνισή της στα ελληνικά γράμματα, ενώ η πρώτη εμφάνισή τους πραγματοποιήθηκε με το βιβλίο Η δική σου ομπρέλα μου.
Πρόκειται για ένα μικρό, ολιγοσέλιδο βιβλίο, διόλου, όμως, ανάλαφρο κι απλοϊκά εύπεπτο. Η συγγραφέας παρουσιάζει με μεγάλη μαεστρία τις σκέψεις της πρωταγωνίστριας «Ένα», μιας ιδιαίτερης και ιδιόρρυθμης προσωπικότητας, που μας αποκαλύπτει σταδιακά τον περίπλοκο ψυχισμό της.
Η Ένα, που ονομάζεται έτσι βάσει του αριθμού «1», κρύβει πίσω από το όνομά της δυνατότητες μείζονος σημασίας και ιδιαίτερης σπουδαιότητας. Έχει αποκτήσει το «όνομά» της προκειμένου να μπορεί να καθιστά σαφές ότι ο χρόνος είναι μία εκ των βασικότερων εννοιών στην ανθρώπινη φύση και, βάσει αυτής της παραδοχής, μοιράζεται μαζί μας στιγμές και γεγονότα που την έχουν σημαδέψει. Η αφήγησή της ξεκινά από τη στιγμή νοσηλείας της σε ένα νοσοκομείο, λόγω των αφόρητων πόνων που υφίσταται, εξαιτίας του χρόνιου αυχενικού της προβλήματος, αλλά ιδίως, λόγω των αδιάκοπων ημικρανιών που την ταλανίζουν.
Το κομμάτι του πόνου φαίνεται να καταλαμβάνει ιδιαίτερα μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς της, χωρίς, ωστόσο, αυτό να έχει αποδοθεί κλινικά σε κάτι πέρα των προαναφερθέντων προβλημάτων. Η ίδια, όμως, αντιμετωπίζει τον εαυτό της ως ένα συνονθύλευμα πόνου και νεύρων, συνεχών συγκρίσεων και αντιπαραθέσεων όχι με τους γύρω της, αλλά με τον ίδιο της τον εαυτό της, συνθήκη στην οποία εισχωρούμε συχνά πολλοί/ές από εμάς, μαστιγώνοντας τον εαυτό της, κι αντίστοιχα τον εαυτό μας, για την εξωτερική της εμφάνιση, την επαγγελματική και κοινωνική της θέση.
Εντός του μοιράσματος όλων αυτών των ενδόμυχων σκέψεών της, περιγράφει την Ελλάδα με απόλυτη ακρίβεια για την κατάστασή της. Η χώρα που τη γέννησε είναι μια χώρα που ακροβατεί ανάμεσα στις πολλαπλές ταυτότητές της· από τη μία η προγονολατρεία που καταλήγει από την άλλη σε προγονοπληξία και σε μια αέναη μοντερνοπάθεια. Έτσι, διαχειρίζεται και η Ένα τη ζωή της. Ακροβατεί μεταξύ των πολλαπλών ταυτοτήτων των δικών της προσώπων, που θεωρεί ως οικογένεια και φίλους που την υποστηρίζουν, ενώ, στην πραγματικότητα, αποτελούν τη βασική αιτία της αγανάκτησής της.
Το βιβλίο κλείνει με μαρτυρίες για το πώς η πρωταγωνίστρια και το εσωτερικό της «εγώ» βίωσε την περίοδο της καραντίνας και, παρά τις σκέψεις και τη μελαγχολική διάθεση που προκαλεί όλο το πόνημα της Ανδρεάδου, αδιαμφισβήτητα ανακαλύπτουμε κι εμείς εντός του, ταυτόχρονα με την πρωταγωνίστρια, ενθυμήματα που μας περιόρισαν όχι μόνο κατά τον κατ’ οίκον εγκλεισμό, αλλά καλά κρυμμένα συναισθήματα που δύσκολα φοβόμαστε να βγάλουμε το κλειδί και να τα ξεκλειδώσουμε.