Της Ειρήνης Λάττα,
Είναι κάτι που αρκετοί από εμάς έχουμε αναρωτηθεί πολλές φορές και όχι μόνο για τις τάσεις της μόδας. Έχουμε αναρωτηθεί αν συμβαδίζουμε με τα πρότυπα που προβάλλονται στις μέρες μας, αν μοιάζουμε με τους υπόλοιπους ανθρώπους της ηλικίας μας, αν είμαστε “in” ή όχι, ή αν θα δεχτούμε κριτική γιατί δεν είμαστε. Γιατί, όπως έχουμε πει και άλλες φορές, ζούμε με τη σκέψη «τι θα πουν οι άλλοι» και τι σχόλιο θα μας κάνουν κάθε φορά ή αν επικροτούν την κάθε μας κίνηση. Και σε μια εποχή που όλα έχουν γίνει υποκειμενικά και σχετικά, που οι ανθρώπινες και ηθικές αξίες καταπατώνται όλο και πιο πολύ, που ο καθένας πασχίζει για ελευθερία, αλλά τη στερεί με τον τρόπο του από κάποιον άλλον, αφού θέλει να δεχόμαστε τη διαφορετικότητά του, αλλά ο ίδιος δεν δέχεται διαφορετική άποψη από τη δική του, λες και δεν είμαστε όλοι διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον. Σε μια εποχή που ακόμη και στον επαγγελματικό χώρο –ή μάλλον ειδικά στον επαγγελματικό χώρο– δεν υπάρχει αλληλεγγύη ή σεβασμός στα όνειρα και στην προσωπικότητα του άλλου και με κάθε τρόπο ο καθένας βγάζει αβίαστα τις ανασφάλειες ή τον ναρκισσισμό του στους υπόλοιπους. Με ψέματα, με συκοφαντίες, με υποκρισία και πολλά, αλλά ανούσια λόγια.
Πλέον, έρχονται παιδιά σε αυτόν τον κόσμο και δεν μπορούμε να εγγυηθούμε τίποτα για τον τρόπο με τον οποίον θα μεγαλώσουν. Οποιοσδήποτε μπορεί να του ανατρέψει όσα σκέφτεται ως φυσιολογικά και ορθά, γιατί πια το φυσιολογικό και το ορθό έχει παρερμηνευτεί. Έχουμε μπερδέψει το «δέχομαι και αγαπάω τον άλλον, του δίνω χώρο να εκφραστεί και να νιώθει κατανοητός», με το τι ανήκει στη σφαίρα του λογικού και του φυσικού. Και αμέσως, εκείνοι που κάνουν αγώνα κατά της «ταμπέλας», σου φοράνε την ταμπέλα με οποιονδήποτε χαρακτηρισμό μπορούν να σκεφτούν. Η πολύ γνωστή απάντηση «Μα βρισκόμαστε στο 2023» παίρνει αμυντική θέση σε κάθε ενδεχόμενη άποψη που πολύ πιθανόν να χαρακτηρίζεται οπισθοδρομική ή χίλια δύο άλλα επίθετα, χωρίς στην ουσία να χρησιμοποιούνται άλλα επιχειρήματα.
Φαίνεται από τη συνοχή, πως ακόμα κι εγώ έχω μπερδευτεί λιγάκι. Νομίζω πως μεγαλώσαμε με διαφορετικό τρόπο και τώρα πρέπει να συνηθίσουμε έναν τελείως διαφορετικό. Με διαφορετικούς φόβους από εκείνους που είχαμε. Με άλλα πρότυπα, ζωής, ομορφιάς, καριέρας, αληθινής ευτυχίας και χαράς. Έχουμε μάθει να κάνουμε πολύ θόρυβο χωρίς να πετυχαίνουμε κάτι και χωρίς να έχουμε ξεκαθαρίσει μέσα μας τί είναι αυτό που θέλουμε να πετύχουμε. Συνήθως, όλα αυτά που απαιτούμε, δεν τα εφαρμόζουμε καν εμείς οι ίδιοι. Γιατί για ακόμη μια φορά και σε ένα ακόμη άρθρο (με λέτε και γραφική), λέω πως έχουμε μάθει στην ευκολία μας, στη βολή μας. Στη βολή της θέσης μας σε μια δουλειά, στη βολή του καναπέ μας, στη βολή της οθόνης μας, στη βολή του φαγητού μας. Σε μια βολή πάντως. Και σε ένα προσωπείο που βγάζουμε προς τα έξω και πίσω από αυτό μπορεί να κρύβουμε συνειδητά ή όχι μία άλλη εκδοχή του εαυτού μας. Του φοβισμένου, του πληγωμένου, του απογοητευμένου εαυτού, που νομίζει ότι αγωνίζεται για κάτι, αλλά αυτό που πραγματικά έχει ανάγκη και του λείπει είναι κάτι άλλο.
Παιδιά, ηρεμήστε λίγο. Μη βγάζετε μίσος και ζήλεια σε ανθρώπους που δεν σας έφταιξαν κάπου. Μην πληγώνετε και μην αδιαφορείτε για ανθρώπους που σας έβαλαν στη ζωή τους και σας έδωσαν κομμάτια της. Σταματήστε τις υποκρισίες και βρείτε τί σας φταίει πραγματικά. Και μετά αλλάξτε το. Είναι πιο εύκολο από όσο νομίζετε. Θέλει απλώς μια απόφαση, μικρά βήματα και μικρούς στόχους. Είναι πιο εύκολο από μια φαινομενικά ευκολότερη βολή και πιο ακίνδυνο! Αυτό ίσως να είναι τελικά το αληθινό και αυτό που αξίζει. Και κάτι που πλησιάζει λίγο το νόημα της Ανάστασης που πλησιάζει, αλλά μπορούμε πολύ εύκολα να τη ζούμε καθημερινά. Να πιστεύουμε και να αγωνιζόμαστε για κάτι καλύτερο, για κάτι ομορφότερο. Να είμαστε και να δίνουμε αγάπη, γι’ αυτό είμαστε εδώ!
Καλή Ανάσταση!