Του Γιουλιάν Πραπανίκου,
Καθημερινά, πλήθος εφημερίδων και ειδήσεων κάνουν λόγο για ποικίλα εγκλήματα, τα οποία έχουν διαπραχθεί, είτε σε εθνικό είτε σε διεθνές επίπεδο. Γίνεται αναφορά σε ανθρωποκτονίες, βιασμούς, κλοπές κλπ. Πώς, όμως, μπορεί να διαπραχθεί η κλοπή; Οτιδήποτε σχετίζεται με τον τραυματισμό ενός ανθρώπου χρωματίζεται ως έγκλημα; Παρά το γεγονός ότι τα εγκλήματα αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων, ουδείς γνωρίζει τι είναι αυτά. Την απάντηση στην πλειάδα αυτή των ερωτημάτων τη δίνει το ίδιο το Ποινικό Δίκαιο, τόσο μέσα από τον Ποινικό Κώδικα (εφεξής ΠΚ) όσο και μέσα από την εκτενή βιβλιογραφία που έχει συνταχθεί για το ανωτέρω θέμα.
Στον ΠΚ, το άρθρο που ορίζει τι είναι έγκλημα είναι το 14 ΠΚ, το οποίο αποτελεί, συγχρόνως, και τη θεμελιωδέστερη διάταξη. Σύμφωνα με την παρ. 1, «Έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή σε εκείνον που την τέλεσε, η οποία τιμωρείται από τον νόμο». Από τον ορισμό αυτόν γίνεται αντιληπτό ότι για να υπάρξει έγκλημα δέον είναι σωρευτικά να συντρέχουν οι τρεις προβλεπόμενες βαθμίδες: α) ειδική υπόσταση, δηλαδή η τέλεση πράξης ή παράλειψης, β) άδικο και γ) καταλογιστό. Προκειμένου η ανθρώπινη ενέργεια ή παράλειψη να είναι άδικη και καταλογιστή, δεν θα πρέπει να υφίσταται κάποιος λόγος, ο οποίος, αφενός, αίρει τον άδικο χαρακτήρα και, αφετέρου, την ικανότητα του δράστη να αντιλαμβάνεται το δίκαιο και το άδικο.
Στις τρεις παραπάνω προϋποθέσεις προστίθεται και ένα ακόμη στοιχείο, η πρόβλεψη της πράξης στον νόμο. Το στοιχείο αυτό παραπέμπει στο άρθ. 1 ΠΚ. Με βάση τη διάταξη αυτή, «Έγκλημα δεν υπάρχει χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της, καθώς και την επιβλητέα γι’ αυτή ποινή». Στο άρθρο θεμελιώνεται η αρχή nullum crimen, nulla poena sine lege. H αρχή αυτή προβλέπεται σε ένα σύνολο κλάδων του δικαίου, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, όπως στο άρθ. 7 παρ. 1 Σ., άρθ. 7 ΕΣΔΑ, άρθ. 15 ΔΣΑΠΔ, άρθ. 49 ΧΘΔΕΕ. Τα βασικά συστατικά αυτής είναι: α) ο νόμος δέον να είναι γραπτός β) να προϋπάρχει της πράξης και γ) να είναι σαφής. Έστω και ένα από τα 3+1 στοιχεία της έννοιας του εγκλήματος να μη συντρέχει, τότε δε δύναται να υπάρξει αξιόποινη πράξη.
Ως πράξη λογίζεται η εκδήλωση μιας ανθρώπινης συμπεριφοράς, που μεταβάλλει τον εξωτερικό κόσμο, άλλως πρόκειται για μία ενέργεια. Από τον ορισμό αυτό συνάγεται ρητά τι δεν μπορεί να αποτελέσει πράξη με τη σημασία που δίνει το δίκαιο. Στην κατηγορία αυτή δεν συμπεριλαμβάνονται οι ενέργειες που προέρχονται από ζώα ή φυσικά φαινόμενα, καθώς και οι εσωτερικές ιδέες και τα φρονήματα των ατόμων. Όσον αφορά ιδίως τα φρονήματα, ο μη χρωματισμός τους ως πράξη εγκληματική αποτελεί μία σημαντική κατάκτηση της ανθρωπότητας, η οποία θέτει φραγμό στην αυθαιρεσία της εκτελεστικής εξουσίας και των κρατικών οργάνων, που είναι υπεύθυνα για την τήρηση και την εφαρμογή των δικαιικών κανόνων. Επίσης, ως πράξη δε νοείται η ακατάσχετη σωματική βία, η οποία διαφέρει από την ψυχολογική βία και δεν αποκλείει το πρώτο στάδιο του εγκλήματος, οι καταστάσεις απάλειψης συνείδησης, όπως στην περίπτωση ενεργειών ή παραλείψεων ενός ατόμου, ενόσω βρίσκεται σε ύπνο ή σε έντονη επιληπτική κατάσταση, και οι ανακλαστικές κινήσεις, δηλαδή κινήσεις που δεν μπορούν να τεθούν στη σφαίρα ελέγχου της ανθρώπινης συνείδησης.
Σύμφωνα με το άρθ. 14 παρ. 2, ο όρος πράξη περιλαμβάνει και τις παραλείψεις. Τα εγκλήματα που τελούνται με παράλειψη ρυθμίζονται στο άρθ. 15 ΠΚ. Ειδικότερα, τα εγκλήματα αυτά υποδηλώνουν την αδράνεια του δράστη να αποτρέψει την επέλευση ενός ορισμένου αποτελέσματος, ποινικά κολάσιμου. Τα εγκλήματα παράλειψης διακρίνονται σε γνήσια και μη γνήσια. Τα γνήσια εγκλήματα παράλειψης στοιχειοθετούνται, όταν ο ίδιος τιμωρεί τον δράστη για την αδράνεια που επέδειξε (λχ. άρθ. 307 ΠΚ). Προκειμένου να αντιληφθεί κανείς, εάν ένα έγκλημα κατατάσσεται σε αυτή την κατηγορία, αναφέρεται χαρακτηριστικά στη διάταξη η λέξη «παράλειψη». Από την άλλη πλευρά, τα μη γνήσια εγκλήματα παράλειψης θεωρούνται εγκλήματα αποτελέσματος, όπου ο νομοθέτης τιμωρεί κάποιον, που, ενώ είχε την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει ένα εγκληματικό αποτέλεσμα, αδράνησε, με αποτέλεσμα αυτό να επέλθει. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση πηγάζει είτε από το νόμο, είτε από σύμβαση, είτε από προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια.
Εφόσον συντρέξουν όλα τα προαναφερθέντα, ελέγχεται εάν πληρείται το δεύτερο στάδιο του εγκλήματος, που είναι το άδικο. Το άδικο διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: α) στο αρχικό άδικο και β) στο τελικό άδικο. Ως αρχικό άδικο, νοείται κάθε συμπεριφορά αντίθετη σε πρωτεύοντα κανόνα δικαίου, άλλως κάθε πράξη, η οποία τυποποιείται στον ΠΚ. Μία πράξη, για να θεωρηθεί και τελικά άδικη, δέον είναι να μη συντρέχει κάποιος λόγος άρσης του αδίκου (άρθ. 20 επ. ΠΚ). Ως τέτοιοι λογίζονται: η προσταγή (άρθ. 21 ΠΚ), όπου ο προστάζων θα τιμωρηθεί ως αυτουργός της προσταγής και ο δέκτης αυτής θα τιμωρηθεί μόνο στην περίπτωση όπου η εντολή είναι προδήλως παράνομη και αντισυνταγματική.
Ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζει η άμυνα (άρθ. 22-23 ΠΚ). Οι προϋποθέσεις αυτής είναι: επίθεση από πρόσωπο, η οποία είναι παρούσα, άδικη, να στρέφεται εναντίον του αμυνόμενου, να είναι αναγκαία και να στρέφεται κατά του επιτιθέμενου. Όσον αφορά το αναγκαίο, με βάση το άρθ. 23 ΠΚ, θα πρέπει να τηρείται το αρμόζον μέτρο, δηλαδή η άμυνα θα πρέπει να κρίνεται με βάση τον βαθμό και τον κίνδυνο της επίθεσης. Εάν ο δράστης ενεργήσει με δόλο ως προς την υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου, θα τιμωρηθεί για το αδίκημα που έπραξε εκ δόλου και, εάν ενήργησε με αμέλεια, θα τιμωρηθεί για εξ αμελείας έγκλημα, εφόσον, βέβαια, η πράξη του στοιχειοθετείται αυτοτελώς στον ΠΚ ως έγκλημα αμέλειας. Τέλος, ως επιπλέον λόγοι άρσης του αδίκου θεωρούνται η κατάσταση ανάγκης (άρθ. 25 ΠΚ), η συναίνεση και η νόμιμη ενάσκηση δικαιώματος, οι οποίες πηγάζουν από το άρθ. 20 ΠΚ.
Εφόσον δεν συντρέξει κάποιος λόγος άρσης του αδίκου, η πράξη ή παράλειψη θα θεωρηθεί αρχικά και τελικά άδικη. Για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα, δέον είναι να πληρείται και το τελικό στάδιο, που είναι ο καταλογισμός. Με τη σειρά του και αυτός διακρίνεται σε αρχικό και τελικό καταλογισμό. Βασική αρχή του Ποινικού Δικαίου είναι: nulla poena sine culpa, δηλαδή δεν μπορεί να υπάρχει καμία ποινή χωρίς ενοχή του δράστη. Τα στοιχεία του καταλογισμού είναι: ύπαρξη δεκτικότητας καταλογισμού, υπαιτιότητα του δράστη, η οποία μπορεί να είναι είτε δόλος είτε αμέλεια, συνείδηση από πλευράς του τελευταίου του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή αδικαιολόγητη άγνοιά του και ανθρώπινη δυνατότητα συμμόρφωσης.
Ως λόγοι άρσης του καταλογισμού λογίζονται: α) η ανικανότητα προς καταλογισμό (άρθ. 34 ΠΚ), σύμφωνα με την οποία ο δράστης κατά το χρονικό εκείνο σημείο τέλεσης της πράξης δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα αυτής, λόγω είτε ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής είτε διατάραξης της συνείδησης, β) νομική πλάνη (άρθ. 31 ΠΚ), που είναι η άγνοια ή η εσφαλμένη αντίληψη, από πλευράς του δράστη, του αξιόποινου ή του άδικου χαρακτήρα της πράξης του. Μόνη η άγνοια περί του καταρχήν αδίκου δεν αποκλείει τον καταλογισμό, γ) πραγματική πλάνη (άρθ. 30 ΠΚ), η οποία στοιχειοθετείται, όταν ο δράστης αγνοεί ότι εκπληρώνει στοιχεία αντικειμενικής υπόστασης ενός εγκλήματος, με αποτέλεσμα να επιφέρει ένα αξιόποινο αποτέλεσμα. Στην περίπτωση αυτή, αίρεται ο δόλος και η ενσυνείδητη αμέλεια και ο δράστης μπορεί να μείνει ακόμη και ατιμώρητος. Αυτό, ωστόσο, δεν ισχύει για την ασυνείδητη αμέλεια, όπου το πρόσωπο αυτό μπορεί να τιμωρηθεί, εφόσον το αδίκημα τυποποιείται αυτοτελώς ως έγκλημα αμέλειας. Μορφή πραγματικής πλάνης είναι και η αντίστροφη πραγματική πλάνη. Εν προκειμένω, ο δράστης νομίζει ότι έχει διαπράξει αξιόποινο, ενώ στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν υφίσταται και ισούται με απρόσφορη απόπειρα, δ) κατάσταση ανάγκης που αίρει τον καταλογισμό (άρθ. 32 ΠΚ) και ε) αδυναμία αποφυγής του αδίκου (άρθ. 33 ΠΚ).
Συνοψίζοντας, γίνεται αντιληπτό ότι η στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αποτελεί μια σύνθετη διαδικασία. Παρομοιάζεται με ένα οικοδόμημα, όπου για να επέλθει το τελικό αποτέλεσμα απαιτείται μία σειρά διαδοχικών ενεργειών. Μόνο εάν πληρωθούν όλα τα προαναφερθέντα στάδια, θα στοιχειοθετηθεί το αξιόποινο. Έστω και μία προϋπόθεση να απουσιάζει, τότε το οικοδόμημα αυτό δεν μπορεί να ολοκληρωθεί και θα καταρρεύσει.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ι. Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο, 7η έκδ., εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα–Θεσσαλονίκη, 2005