Του Ιωσήφ Νασσάρ Τράση,
«Και αν ακόμη του προσφέρετε [του ανθρώπου] όλα τα γήινα αγαθά, κι αν ακόμη τον βουτήξετε μέσα στην ευτυχία ίσα με την κορφή, έτσι που μονάχα φουσκάλες να πλέουν στην επιφάνεια της ευτυχίας, όπως πάνω στο νερό, κι αν ακόμη του δώσετε μια τέτοια οικονομική άνεση, που πια να μην του μένει να κάνει πάρα να κοιμάται, να τρώει μπισκότα και να νοιάζεται για την παράταση της παγκόσμιας ιστορίας, αυτός πάλι, ο άνθρωπος δηλαδή, και εδώ, από μια αχαριστία μονάχα, κάποια αθλιότητα θα σκαρώσει, θα ριψοκινδυνέψει ακόμη και τα μπισκότα κι εξεπίτηδες θα επιθυμήσει την πιο καταστρεπτική ανοησία, τον πιο αντιοικονομικό παραλογισμό, αποκλειστικώς και μόνο για ανακατώσει σε όλη αυτήν τη θετική φρονιμάδα, το καταστρεπτικό στοιχείο της φαντασίας του».
Στο παραπάνω απόσπασμα από το μυθιστόρημα Το υπόγειο, ο Dostoyevsky ρωτάει: αν οι άνθρωποι αποσκοπούμε στην ευτυχία, τότε γιατί είναι τόσες πολλές οι φορές που δεν κάνουμε αυτό που μας κάνει ευτυχισμένους; Γιατί είναι τόσες οι φορές που, ενώ η ευτυχία είναι τόσο κοντά που θα μπορούσαμε να την πιάσουμε, εμείς αποφασίζουμε να είμαστε δυστυχισμένοι; Ο ίδιος απαντάει πως ο άνθρωπος προσπαθεί να κάνει τα πάντα προκειμένου να αποδείξει πως δεν αποτελεί απλώς ένα πλήκτρο του πιάνου. Γίνεται πολέμιος, δηλαδή, της λογικής και επιχειρεί να παρεκτραπεί από την καθορισμένη από εκείνη πορεία του, ώστε να αποδείξει την αυτονομία και την ελευθέρια του. Με λίγα λογία, ο άνθρωπος συνειδητοποιεί πως η λογική επιταγή της ευτυχίας τον ποδηγετεί και τον υποχρεώνει σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία ζωής, σύμφωνης με τους κανόνες της ανώτερης λογικής. Η συνειδητοποίηση αυτή τον ταράζει και τον οδηγεί στην παραλογή αντίδραση της δυστυχίας, η οποία, εν τέλει, του δημιουργεί ανακούφιση, καθώς του σμιλεύει την ιδέα της αυτοδιάθεσης. Πάρα το γεγονός, λοιπόν, πως η λογική ευτυχία είναι «χαραγμένη» στο ανθρώπινο γενετικό υλικό, ο άνθρωπος την παραβλέπει και επιλεγεί την παραλογή δυστυχία.
Επομένως, είτε ο άνθρωπος είναι παράλογο ον είτε η ευτυχία από μόνη της δεν είναι λογική. Έχει αξία η αναφορά στον μύθο του Σισύφου. Ο Σίσυφος τιμωρήθηκε από τους θεούς και υποχρεώθηκε να ανεβάζει μια μεγάλη πέτρα στην κορυφή του βουνού. Η πέτρα, ωστόσο, άπαξ και έφτανε στην κορυφή, κατρακυλούσε πάλι, αναγκάζοντας τον Σίσυφο να προσπαθεί εσαεί να φτάσει την πέτρα στην κορυφή του βουνού. Ο Camus στο δοκίμιο του Ο μύθος του Σισύφου αντιλαμβάνεται τον τιμωρημένο από τους θεούς ήρωα ως ευτυχισμένο. Ίσως ο Σίσυφος βασίζει την ευτυχία του στην άγνοια του μέλλοντος. Η αδυναμία εκπλήρωσης του σκοπού του τού γεννά δυστυχία και απελπισία, και συνεπώς σκοπό. Οι θεοί θεωρήσαν πως το βασανιστήριο του Σισύφου θα του προκαλέσει πλήξη και δυστυχία. Αυτό ακριβώς έγινε, με τη διαφορά πως αυτά τα συναισθήματα αποτέλεσαν προδρόμους της παράλογης ελπίδας. Προκειμένου, δηλαδή, ο Σίσυφος να αντέξει την κενή νοήματος ζωή του, απέκτησε ελπίδα. Η ελπίδα αυτή νοηματοδότησε τη ζωή του, είναι πλέον ευτυχισμένος και αγαπάει την πέτρα, δηλαδή την πηγή των βασάνων του, καθώς την αντιλαμβάνεται ως δυνητικό λυτρωτή.
Εάν ο άνθρωπος, λοιπόν, ήταν λογικός, θα αυτοκτονούσε λόγω απουσίας νοήματος. Όμως, η ζωή είναι παράλογη, και ο άνθρωπος τη συμβολοποιεί με το να μην φτάνει ποτέ στον σκοπό του. Συνοψίζοντας, υποστηριζόμενος την παράλογη φύση της ζωής, ο Camus λέει: «Αυτοκτονεί κανείς γιατί η ζωή δεν αξίζει τον κόπο να τη ζει…» / «Μα μήπως αυτή η προσβολή στην ύπαρξη, αυτή η διάψευση όπου τη βυθίζουμε, οφείλεται στο ότι η ζωή δεν έχει κανένα νόημα; Μήπως ο παράλογος χαρακτήρας της μας εξαναγκάζει να αποδράσουμε από αυτή μέσω της ελπίδας;».