Της Χρυσάνθης Παπαναστασίου,
Με τις συζητήσεις στο πλαίσιο της διεθνούς έννομης τάξης να πληθαίνουν σχετικά με το ζήτημα της υιοθέτησης του όρου «γυναικοκτονία» στο εγχώριο ή διεθνές νομικό λεξιλόγιο, την καθιέρωσή της ως ιδιώνυμο έγκλημα ή απλώς επιβαρυντική παραλλαγή του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας, είναι επιβεβλημένο να στρέψουμε το βλέμμα μας, όχι σε μεμονωμένες περιπτώσεις, που οι «φωνές» θα σπεύσουν να κρίνουν ως συνηθισμένα εγκλήματα, αλλά σε ένα φαινόμενο συρροής περιπτώσεων, που δεν μπορούν παρά να πληρούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος. Αυτή η σειρά ανθρωποκτονιών με θύματα γυναίκες εστιάζεται στη Λατινική Αμερική με κοιτίδα του αρνητικού φαινομένου μια συνοριακή πόλη, τη Ciudad Juárez, που κατά τον τελευταίο μισό αιώνα έχει να επιδείξει ένα ιδιαίτερα σκληρό πρόσωπο απέναντι στις «πολίτιδες».
Ο εμπνευσμένος από την ελεύθερη μετάφραση του «citoyenne» της Gouges, όρος δεν μπορεί παρά να τεθεί σε εισαγωγικά, δεδομένου πως αυτές οι γυναίκες μόνο μεταχείριση πολίτη δεν χαίρουν. Σίγουρα, ο εύλογος αντίλογος θα μπορούσε να είναι πως πρόκειται για μία τόσο εγκληματική περιοχή, όπου τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα καταπατώνται κατά κόρον. Η άνοδος των καρτέλ ναρκωτικών, τα εγκλήματα αυτοδικίας και οι οικονομικές δυσχέρειες αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της «δολοφονικής πόλης» που έχει έντονα απασχολήσει τόσο τη διεθνή κοινότητα όσο και τους διεθνείς οργανισμούς.
Πράγματι, γιατί, ενώ παρατηρούμε πως υφίσταται ένα γενικότερο κλίμα παρανομίας, επιλέγουμε στην προκειμένη περίπτωση να επικεντρωθούμε μόνο στο ζήτημα της «γυναικοκτονίας»; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν θα μπορούσε να δοθεί παρά με την αποδόμηση του όρου. Ο όρος «τίκτεται» από την Diana Russell, παγκοσμίου φήμης συγγραφέα και ακτιβίστρια, η οποία στο πλαίσιο της διοργάνωσης του πρώτου «Παγκοσμίου Δικαστηρίου για Εγκλήματα Κατά των Γυναικών» προέβη στη σμίλευση ενός αρκετά σύντομου και συμπεριληπτικού ορισμού. «Γυναικοκτονία είναι κάθε έγκλημα που γίνεται από άντρα με θύμα γυναίκα και αιτία του εγκλήματος ακριβώς η ιδιότητα του θύματος ως γυναίκα», έθεσε λιτά η Russell, δημιουργώντας έτσι μία παλίρροια λόγων και αντιλόγων. Σεξιστικό είναι, λοιπόν, το κριτήριο και η βάση των εν λόγω αδικημάτων και αφορμή τους η ακόμη παρούσα γυναικεία εκμετάλλευση.
Για να συσχετιστούν τα εγκλήματα στη Ciudad Juárez με τον χαρακτηρισμό «σεξιστικά» δεν είναι ανάγκη να έχουμε εντρυφήσει στη «θεωρία των φύλων», παρά μόνο να «συνδέσουμε τις τελείες» των πραγματικών περιστατικών. Συγκεκριμένα, σε έκθεσή της η Διεθνής Αμνηστία ανέφερε πως κατά το διάστημα 1993-2005 έχουν σημειωθεί περισσότερες από 370 ανθρωποκτονίες με θύματα γυναίκες, κυρίως νεαρής ηλικίας, με τα στατιστικά να μη βελτιώνονται ιδιαίτερα τα μετέπειτα χρόνια. Φυσικά, ο αριθμός αυτός είναι κατά προσέγγιση, δεδομένου πως ο αντίστοιχος των εξαφανίσεων είναι σχεδόν διπλάσιος από αυτόν των επιβεβαιωμένων θυμάτων, επιβεβαιώνοντας την ελλιπή μέριμνα, την αδιαφορία των αρχών, αλλά και τη νοσηρότητα με την οποία τα εν λόγω κακουργήματα τελούνται. Η περιοχή αυτή, ούσα συνοριακή και τελώντας υπό ιδιαίτερο πολιτειακό και νομικό καθεστώς, παρουσιάζει εκτός από διασυνοριακό εμπόριο και μία ιδιόμορφη κατάσταση ανταλλαγής πληθυσμών.
Αυτή η ανταλλαγή σκιαγραφεί ένα οξύμωρο σχήμα, δεδομένου πως εξαιτίας της συνοριακής πολιτικής των ΗΠΑ, η διάσχιση του συνόρου είναι ιδιαιτέρως δυσχερής για όσους εκούσια επιθυμούν να το περάσουν, απελπιστικά εύκολη, όμως, για όσους «περνιούνται» ακούσια. Το φαινόμενο του εμπορίου λευκής σαρκός, το παράνομο εμπόριο οργάνων, αλλά και ανάλογες «δραστηριότητες παραεμπορίου» αποτελούν ίσως γενεσιουργό παράγοντα αυτών των δολοφονιών. Η υποβάθμιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που συμβαδίζει με τη σωματεμπορία και την καταναγκαστική πορνεία δεν μπορεί παρά να αποτελέσει μίασμα για την εξελικτική πορεία της ισότητας των φύλων. Με τη συνοριακή πόλη να αποτελεί κόμβο τέτοιων δραστηριοτήτων, δεν προκαλεί έκπληξη και η πληθώρα εξαφανίσεων που παρατηρείται εντός της.
Η μεταχείριση της γυναίκας ως εμπόρευμα έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, με τις περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης και βιασμών να είναι το άμεσο επακόλουθό της. Οι θύτες, προκειμένου να μην αντιμετωπίσουν τις συνέπειες του νόμου για εγκλήματα βιασμού, καταναγκαστικής πορνείας και προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας, σπεύδουν να εξαφανίσουν τα αποδεικτικά στοιχεία της πράξης τους, διαπράττοντας, ακόμη, σοβαρότερο έγκλημα. Αυτή η μεταχείριση, λοιπόν, «αναγεννά» τον προβληματισμό σχετικά με την εφαρμογή του όρου «γυναικοκτονία». Οι συγκεκριμένες περιπτώσεις, εντάσσονται στο φάσμα της απλής ανθρωποκτονίας ή τα ίδια τα χαρακτηριστικά τους απαιτούν τη διαχείρισή τους ως ιδιώνυμο έγκλημα ; Είναι, άραγε, εγκλήματα που με την ίδια συχνότητα θα επιδέχονταν την αντιστροφή των κοινωνικών ρόλων ή βάση τους είναι η «αντικειμενοποίηση» των γυναικών; Τα σεξιστικά στοιχεία, που δεν μπορούν παρά να στοιχειοθετήσουν «έγκλημα μίσους», δεν αφήνουν περιθώρια για τον μη χαρακτηρισμό αυτών των εγκλημάτων ως τέτοιων.
Το «λεξιλογικό διυλιστήριο» μάς καλεί να στρέψουμε το βλέμμα και στις λοιπές λέξεις του ορισμού. «Με θύτη άντρα», προσθέτει η Russell και δίνει το έναυσμα για τη δεύτερη θεωρία περί αυτών των εγκλημάτων. Μία αντίληψη με προέλευση τη Λατινική Αμερική διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο και συνδέει την ανθρωποκτονία γένους θηλυκού με την οικονομία. Η πατροπαράδοτη συσχέτιση των αντρών και των γυναικών με τους χαρακτηρισμούς «machismo» και «marianismo» αντίστοιχα, που θέλει τους πρώτους να εκφράζουν με πομπώδη τρόπο την αντρική τους υπεροχή και τις δεύτερες να υποτάσσονται σε αυτήν, αντιμετώπισε σημαντικό πλήγμα με την ακμή των Maquiladoras, βιομηχανικών μονάδων με κυρίαρχο το γυναικείο εργατικό δυναμικό. Αυτή η εκ πρώτης όψεως προοδευτική εξέλιξη, όχι μόνο αποτέλεσε απειλή για τους σταθερά ανδροκρατούμενους κοινωνικούς ρόλους, αλλά συνέβαλε στην ίδια την εκμετάλλευση.
Οι συνθήκες εργασίας σε αυτές είναι απάνθρωπες και οι μισθοί τουλάχιστον περιφρονητικοί για τις γυναίκες εργαζόμενες. Μετά την εφαρμογή της NAFTA και την εξάπλωση του εμπορίου στην ευρύτερη πολιτεία της Chihuahua και ιδίως στην Ciudad Juárez, αυτοί οι χώροι εργασίας άρχισαν να κυριαρχούν και να αποτελούν πυλώνες κακής εργασιακής μεταχείρισης και κακοποίησης, ενώ σχετίζονται άμεσα με πολλά εγκλήματα κατά των εργαζομένων από τους εργοδότες τους. Παράλληλα, αυτή η «εργασιακή ελευθερία» προκάλεσε διάχυση των κοινωνικών ρόλων, που, αν και υπό άλλες συνθήκες θα κρινόταν ως θετική, δυστυχώς, αύξησε τα ποσοστά κοινωνικού μίσους και ενδοοικογενειακής βίας κατά των γυναικών. Η υποταγή, λοιπόν, μπορεί να κρίνεται ως εργασιακή, μα δεν παύει να υφίσταται.
Η φλόγα της θέλησης για αλλαγή αναζωπυρώθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες με την κατάσταση στα σύνορα του Μεξικού να μην έχει αλλάξει. Μερικές από τις τελευταίες εξελίξεις, που σκιαγραφούν την εγκληματικότητα είναι απελπιστικές, με τις στατιστικές εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για περισσότερες από τέσσερις χιλιάδες «γυναικοκτονίες» στην ευρύτερη περιοχή του Μεξικού κατά την προηγούμενη τριετία. Οι αποτρόπαιες εικόνες που μας χαρίζουν οι ειδησιογραφικές αποστολές, αλλά και ο φωτογραφικοί φακοί, όπως του Julián Cardona, που αποτυπώνουν νεκρές, διαμελισμένες και κακοποιημένες γυναίκες, που μάλλον δεν απολάμβαναν ποτέ ανθρώπινο σεβασμό, κρούουν των κώδωνα για επαρκή πολιτειακή και υπερκρατική αντιμετώπιση.
Η δολοφονία σε δημόσιο χώρο της καλλιτέχνιδος Isabel Cabanillas de la Torre, που σε αντίθεση με άλλες αφανείς δολοφονίες κέρδισε την προσοχή που της άρμοζε, καθώς και η ανακάλυψη της πολύνεκρης «narcofosa» το 2016, διεύρυναν το κύμα της ακτιβιστικής δράσης στην περιοχή. Δυστυχώς, παρά την κοινωνική συμβολή, οι τοπικές αρχές τείνουν να κρατούν ανεκτική στάση, περιφρονώντας τη σοβαρότητα αυτών των βιαιοπραγιών και ακουσίως ανταλλάσσοντας συναινετικά βλέμματα με τους θύτες, αφού σε καμία περίπτωση δεν δίνουν την πρέπουσα προσοχή στην πρόληψη αυτών. Με τους θύτες να μην έχουν κάποιο ενιαίο εγκληματικό προφίλ και να εναλλάσσονται μεταξύ συζύγων, σεσημασμένων εγκληματιών, σωματεμπόρων και πολλών άλλων, δεν μπορούμε να αρνηθούμε πως μάλλον η κοινωνία σκοτώνει τις γυναίκες στο Μεξικό.
Στη μακρά ιστορία της γυναικείας εκμετάλλευσης, της καταπίεσης και της απάνθρωπης μεταχείρισης, αιματηρά κομβικό κεφάλαιο δεν θα μπορούσε παρά να είναι η Λατινική Αμερική, η «μητρίδα» των εγκλημάτων κατά των γυναικών. Με τα κατάλοιπα της πατριαρχίας να είναι πιο επίκαιρα από ποτέ πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως η αξία του ανθρώπου δεν υπολογίζεται με το φύλο, το επάγγελμα ή την καταγωγή. Θύματα δεν είναι σκλάβες, μοιχαλίδες ή «σεξεργάτριες», μα απλά γυναίκες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Jorge Ramos, In Mexico, Women Break the Silence Against Femicide, New York Times. Διαθέσιμο εδώ
- Charles Bowden, Julián Cardona “Murder City: Ciudad Juárez and the Global Economy’s New Killing Fields”, 2011
- Tom Phillips & Lillian Perlmutter ‘Femicide nation’: murder of young woman casts spotlight on Mexico’s gender violence crisis” The Guardian. Διαθέσιμο εδώ
- Ending the brutal cycle of violence against women in Ciudad Juárez and the city of Chihuahua, Amnesty International, March 2004. Διαθέσιμο εδώ
- Kathleen (Kathy) Staudt & Howard Campbell “The Other Side of the Ciudad Juárez Femicide Story” , ReVista, Harvard University. Διαθέσιμο εδώ