Της Νίκης Καραχάλιου,
Η μητρότητα αποτελεί, ομολογουμένως, ένα από τα πολλά θαύματα της φύσης, ίσως, μάλιστα, το πιο θαυμαστό, και μια από τις μέγιστες λειτουργίες που επιτελεί το γυναικείο σώμα. Η σπουδαιότητα δε του ρόλου της μητέρας, όχι αποκλειστικά και μόνο ως φυσικού γεννήτορα, αλλά και ως τροφού και θεμέλιου λίθου της πυρηνικής ή εξώγαμης οικογένειας, είναι αναμφισβήτητη. Εξού, οι κοινωνίες στέκονταν, πάντοτε, με δέος απέναντι σ’ αυτό το θαύμα, ανάγοντάς το σε ύψιστη αξία, η οποία χρήζει προστασίας από τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες. Στην ελληνική έννομη τάξη, ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται από το νομοθέτη με τη θέσπιση του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος.
Η διάταξη αυτή αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. Το Κράτος μεριμνά για τη διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης όλων των πολιτών μέσω ενός συστήματος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, όπως νόμος ορίζει.» Παρατηρούμε, λοιπόν, τη διάθεση διασφάλισης από το κράτος ορισμένων κοινωνικών θεσμών αυξημένης βαρύτητας, όπως ο γάμος και η οικογένεια, δίπλα στους οποίους ο νομοθέτης τοποθετεί και τη μητρότητα. Εδώ χρειάζεται να επισημάνουμε ότι δεν αποτελεί κριτήριο για την προστασία της η μητρότητα να συνοδεύεται υποχρεωτικά από την κατάσταση του γάμου. Στο ελληνικό δικαιικό σύστημα, δεν υφίσταται διάκριση μεταξύ της έγγαμης και άγαμης μητέρας και όλα τα τέκνα, γεννημένα εντός ή εκτός γάμου, χαίρουν των ίδιων δικαιωμάτων, ως απόρροια του άρθ. 4 παρ. 2 του Συντάγματος, που κάνει λόγο για ισότητα των πολιτών.
Οι κοινωνικές συνθήκες, όπως διαμορφώθηκαν αυτές μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έβγαλαν τη γυναίκα από το σπίτι και την έφεραν στο χώρο εργασίας, μια μετάβαση, ωστόσο, που δεν χαρακτηρίστηκε από ευκολία. Και, φυσικά, ακόμα και σήμερα, οι γυναίκες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν προκλήσεις και διλήμματα, σχετικά με την επαγγελματική τους σταδιοδρομία, ιδίως όταν καλούνται να αναλάβουν στη ζωή τους έναν σπουδαίο ρόλο, σαν αυτόν της μητέρας. Στο πλαίσιο αυτό και με σκοπό την προστασία της ψυχικής και σωματικής υγείας της εγκύου–μητέρας εργαζόμενης, αλλά και του κυοφορούμενου ή του τέκνου, και με σεβασμό πάντοτε στο ρόλο της μητέρας εντός της οικογένειας, το Εργατικό Δίκαιο διαμορφώνει έτσι το εργασιακό καθεστώς για την εργαζόμενη μητέρα, ώστε να την βοηθήσει να ισορροπήσει μεταξύ των δύο ρόλων της και, έτσι, να διασφαλίσει την ιδιότητά της, τόσο ως εργαζόμενη όσο κι ως μητέρα.
Στο σημείο αυτό, να επισημανθεί ότι οι διατάξεις για τη μητρότητα και τα δικαιώματα, που παρέχονται στην τεκούσα και κυοφορούσα εργαζόμενη, δεν είναι εθνικής προέλευσης, κυρίως πηγάζουν από το κοινοτικό δίκαιο και από διεθνείς συμβάσεις εργασίας. Για παράδειγμα, με έναυσμα την πολιτική του κοινοτικού δικαίου για τη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, το προεδρικό διάταγμα 176/1997 ενσωμάτωσε την αντίστοιχη οδηγία 92/85, η οποία αναφέρεται στην προστασία της υγείας των εγκύων, των λεχώνων και των γαλουχουσών εργαζομένων.
Το Εργατικό Δίκαιο φιλοδοξεί να προστατεύσει την εργαζόμενη μητέρα από το πρώτο στάδιο της κύησης ως την απόκτηση του τέκνου, αλλά και μετέπειτα. Οι άξονες, που το αφορούν, περιλαμβάνουν την πρόσληψη, τις συνθήκες εργασίας, την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, τη χορήγηση της άδειας τοκετού, καθώς και την παροχή διευκολύνσεων για την εκπλήρωση των οικογενειακών της υποχρεώσεων. Αρχικά, κατά το άρθ. 20 παρ. 2 του Ν. 3896/2010, ο εργοδότης δεν δύναται να αρνηθεί την πρόσληψη γυναίκας λόγω εγκυμοσύνης, ενώ και η ίδια η υποψήφια δεν υποχρεούται να προβεί σε ομολογία της εγκυμοσύνης της, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, που σχετίζονται με τη φύση του επαγγέλματος. Έτσι, κατ’ εξαίρεση, ο εργοδότης μπορεί να αρνηθεί την πρόσληψη εγκύου, μόνο όταν η προσφερόμενη εργασία έχει κριθεί ιατρικώς ακατάλληλη για μία κυοφορούσα γυναίκα. Μάλιστα, ο εργοδότης οφείλει να φροντίσει να λάβει όλα τα μέτρα, που θεωρούνται απαραίτητα για την προστασία της εγκύου, ενώ δύναται να την απομακρύνει και να την μεταθέτει σε διαφορετική θέση, σε περίπτωση που το περιβάλλον της εργασίας της ενδέχεται να προκαλέσει αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία της ίδιας, αλλά και του κυοφορούμενου. Ταυτόχρονα, το άρθρ. 6 του Π.Δ. 176/97 ορίζει ότι η έγκυος εργαζόμενη δεν είναι υποχρεωμένη να εκτελεί δραστηριότητα που είναι επικίνδυνη για αυτή ή το έμβρυο, όπως είναι, για παράδειγμα, η νυχτερινή εργασία.
Στις πρόνοιες του Εργατικού Δικαίου για τη μητρότητα συγκαταλέγεται και η αδυναμία καταγγελίας από τον εργοδότη έγκυρης σύμβασης εργασίας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και για 18 μήνες μετά τον τοκετό ή για απεριόριστο χρονικό διάστημα, εφόσον η γυναίκα ασθενεί για λόγους που οφείλονται στην κύηση ή στον τοκετό.
Σχετικά με το κομμάτι των αδειών, βάσει της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας 103/1952, η άδεια μητρότητας πρέπει να είναι τουλάχιστον ίση με 12 εβδομάδες και προβλέπει μόνο ότι ένα μέρος της άδειας των 12 εβδομάδων πρέπει να λαμβάνεται υποχρεωτικά μετά τον τοκετό, το οποίο χρονικό διάστημα –σε καμία περίπτωση– δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 6 εβδομάδες. Η άδεια μητρότητας διαιρείται σε δύο υποκατηγορίες, την άδεια κυοφορίας (8 εβδομάδες) και την άδεια λοχείας (9 εβδομάδες). Συγκεκριμένα, μετά από την προσκόμιση ειδικού ιατρικού πιστοποιητικού που βεβαιώνει την εγκυμοσύνη, χορηγείται άδεια εγκυµοσύνης διάρκειας 17 εβδοµάδων, 8 εβδοµάδες πριν από την πιθανή ηµέρα εγκυµοσύνης και 9 εβδοµάδες µετά τον τοκετό. Σχετικά με την άδεια θηλασμού, αφετηρία της θεωρείται η λήξη της άδειας λοχείας, ενώ προβλέπεται ότι, εφόσον μία γυναίκα θηλάζει το παιδί της, πρέπει να έχει το δικαίωμα να διακόπτει την εργασία της για το σκοπό αυτό (δύο 30λεπτα διαλείμματα μέσα στην ημέρα) και, μάλιστα, αυτές οι διακοπές υπολογίζονται και αμείβονται ως χρόνος εργασίας.
Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι το Εργατικό Δίκαιο στέκεται πολύτιμος αρωγός στην εργαζόμενη μητέρα – ή, τουλάχιστον, προσπαθεί –, παρέχοντάς της τη νομική προστασία, που αξίζει σ’ αυτή και τα τέκνα της. Βέβαια, ακόμα και με το νομικό καθεστώς ως έχει, εξακολουθούμε να είμαστε μάρτυρες καταγγελιών γυναικών, που όλο και κάποιος εργοδότης τους αρνήθηκε την παροχή εργασίας, λόγω εγκυμοσύνης ή ήδη υπαρχόντων τέκνων. Η ελληνική οικογένεια και η μητρότητα, κυρίως, βάλλεται πανταχόθεν και οι επιπτώσεις αυτής της επίθεσης είναι φανερές στην κοινωνία και στη νέα γενιά. Καλό θα ήταν, λοιπόν, να υπάρχει επαρκής ενημέρωση στις νέες γυναίκες, που φιλοδοξούν να συνδυάσουν τη μητρότητα με την επαγγελματική σταδιοδρομία, ώστε οι ίδιες να γνωρίζουν τα δικαιώματά τους. Γιατί η σύγχρονη γυναίκα δεν πρέπει να φοβάται να επιλέξει να βιώσει και το θαύμα της μητρότητας και τη χαρά της εργασίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Η προστασία της μητρότητας στο εργατικό δίκαιο, E-RADIO, 14/11/2022, διαθέσιμο εδώ
- ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, DIGESTA ONLINE.GR, Γιώργος Κ. Μαθιόπουλος, διαθέσιμο εδώ
- Βλέπε Α. 21, παρ. 1 Συντάγματος