Της Λυδίας Τσώνη,
Ζούμε και εξελισσόμαστε σε ένα κοινωνικό περιβάλλον, που μας ωθεί διαρκώς να πάρουμε αποφάσεις. Κάποιες φορές, η απόφαση αυτή, με τη μορφή της επιλογής, φαντάζει απελευθερωτική, καθώς μας κάνει κύριους της ζωής μας, μας ανοίγει νέους δρόμους, μας αφήνει για λίγο να διαμορφώσουμε τον κόσμο που μας περιβάλλει. Ωστόσο, τις περισσότερες φορές, χανόμαστε σε ένα αδιέξοδο, αποπροσανατολισμένοι, με τον κόσμο γύρω μας να μας πιέζει να επιλέξουμε «σωστά».
Γιατί, άραγε, υπάρχουν και λάθος αποφάσεις, ή μήπως οι αποφάσεις της ζωής μας αποτελούν ένα συνονθύλευμα που χρειάζεται διαφορετικών ειδών επιλογές για να εξισορροπηθεί; Στην τελική, δεν έχει σημασία, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις ο κοινωνικός περίγυρος έχει ήδη αποφασίσει. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το σωστό και το λάθος είναι ήδη κατεστημένα στην υπόληψή μας. Είσαι υποχρεωμένος να επιλέξεις το σωστό, αυτό μαθαίνεις από την ημέρα που γεννιέσαι. Κανείς, όμως, δεν σου εξηγεί πώς. Ίσως, βέβαια, αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των επιλογών μας δεν είναι πράγματι δικές μας.
Από τα πιο ασήμαντα και καθημερινά ζητήματα, όπως το τι θα αγοράσεις, στα πιο σύνθετα και ζωτικά, όπως τα όνειρα που θα κάνεις για το μέλλον σου, δεν υπάρχει σχεδόν ποτέ ολοκληρωτική ελευθερία. Και το χειρότερο είναι πως, παρότι αυτό το γεγονός θα έπρεπε να κρίνεται ως τρομακτικό και εξωφρενικό, για πολλούς, αποτελεί μια άνεση, που τους επιτρέπει να διάγουν τον βίο τους χωρίς να συγκρούονται με τη δυσκολία του να αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους και να μαθαίνουν τις πραγματικές τους ανάγκες. Άλλοι πάλι, υπό το βάρος των διαρκώς αυξανόμενων υποχρεώσεων, δεν έχουν ούτε τον χρόνο, ούτε το σθένος να αντιδράσουν και να χειριστούν ένα τέτοιο ζήτημα, ενώ οι ελάχιστες φωνές που ακούγονται κατακρίνοντάς το, καταπνίγονται όσο εύκολα δημιουργούνται.
Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Όταν ακούγεται η απειλητική φράση «Πάρε απόφαση», αντί να σκεφτούμε το θέμα ήρεμα στον δικό μας χρόνο, στρεφόμαστε στους φίλους, τους συγγενείς, τα άτομα που θαυμάζουμε, τους άγνωστους γνωστούς μας, όσους ελπίζουμε ότι έχουν το συμφέρον μας στην καρδιά τους, χωρίς βέβαια να μπορεί ποτέ κανείς να μας το εξασφαλίσει αυτό. Φυσικά, αυτό συμβαίνει στις περιπτώσεις που δεν μας έχει ήδη εγκατασταθεί η άποψη των άλλων στον νου, τόσο προσεκτικά καμουφλαρισμένη, ώστε να την περνάμε για δική μας.
Δεν είναι εξάλλου μυστικό, αλλά ούτε και υπερβολή ότι, τόσο τα social media, η τηλεόραση και τα δημόσια πρόσωπα, όσο και το κοινωνικοπολιτικό σύνολο, μας «ποτίζουν» διαρκώς με απόψεις και ιδέες, που σταδιακά ευδοκιμούν στο υποσυνείδητό μας. Χάρις στις διαφημίσεις, τις κατασκευασμένες ειδήσεις, ή αυτές που απλώς προβάλλονται από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία —αυτή που εξυπηρετεί—, στην υπερπληροφόρηση, αλλά και στην ίδια την εκπαίδευση που λαμβάνουμε, η οποία αντιμετωπίζει πολύπλευρες ελλείψεις, ο εγκέφαλός μας δεν έχει τα κατάλληλα όπλα για να πολεμήσει τις εξωτερικές επιδράσεις που δέχεται καθημερινά και αντ’ αυτού, τις αφομοιώνει. Και ύστερα, υπάρχει αυτός ο τόσο αστεία τραγικός φόβος, μήπως δεν ταιριάξουμε με τους άλλους, μήπως δεν ενταχτούμε, που μας κάνει να παραμερίζουμε κάθε προσωπική επιθυμία και να ακολουθούμε τυφλά, πολλές φορές χωρίς καν να το καταλάβουμε, ανθρώπους που ουσιαστικά δεν γνωρίζουμε. Έτσι, μέσα στην αδιάκοπη ρουτίνα της καθημερινότητας, σε προβλήματα πραγματικά, πλασματικά και φτιαγμένα για να μας αποσυντονίζουν, χάνουμε τελικά τον πραγματικό μας εαυτό.
Ας σταματήσουμε για λίγο να τρέχουμε και ας αναρωτηθούμε αν οι αποφάσεις μας είναι ποτέ δικές μας. Πώς θα ήταν άραγε η ζωή μας αν ο κόσμος δεν μας έβαζε να τρέχουμε με τους δικούς του ρυθμούς; Τι θα θέλαμε να μάθουμε αν η γνώση δεν καθίστατο απλώς ένα μέσο για την επίτευξη στόχων; Ποια μέρη θα θέλαμε να επισκεφθούμε αν δεν βλέπαμε τις αδιανόητα όμορφες φωτογραφίες των άλλων; Πώς θα διαμορφώναμε τη ζωή μας αν δεν έπρεπε απλώς να την εντάξουμε σε ένα προϋπάρχον σχήμα;
Αν το σκεφτούμε προσεκτικά, τα ερωτήματα που μας κατακλύζουν είναι δεκάδες, όμως η απάντηση συμβολίζεται με μία μόνο λέξη: αλλαγή. Η επιτακτική ανάγκη για αλλαγή γίνεται πλέον πρόδηλη καθημερινά, όταν δεκάδες άνθρωποι δραπετεύουν από την κατεστημένη λογική και διεκδικούν λόγο στη ζωή τους. Το παράδειγμα αυτό οφείλει να γίνει πυξίδα των αποφάσεών μας, για να απομακρυνθούμε επιτέλους από μια επονομαζόμενη ελευθερία που ασφυκτιά όλο και περισσότερο στα χέρια εκείνων που, αντί να την προστατεύουν, την πνίγουν. Είναι καθήκον μας, τελικά, να επιλέξουμε αν στον ρου της ζωής, θέλουμε να είμαστε απλώς άλλο ένα κλαδί που παρασέρνει το ρέμα, ή ένα πλοίο που πηγαίνοντας κόντρα στα κύματα, χαράζει τη δική του πορεία.