Του Γεώργιου Θεοδωρόπουλου,
Η ιδιότητα των Δήμων, ως ανεπισήμων ελεγκτικών σωμάτων λαϊκής βάσης, δρώντα επί του Ιπποδρόμου, είναι παγκοίνως γνωστή· κατά τον Ρώσο βυζαντινολόγο Fyodor Uspensky: «Ελλείψει τυπογραφείου, ο ιππόδρομος έγινε το μόνο μέρος όπου μπορούσε να εκφρασθεί η κοινή γνώμη, η οποία μερικές φορές επέβαλε την θέλησή της στο κράτος». Επομένως, όπως έχω αναφέρει και σε προγενέστερο άρθρο μου: «Ο χώρος του ιπποδρόμου συνιστά – ανεπίσημα – χώρο «κραυγής του έθνους» και επιδοκιμασίας της πολιτικής του εκάστοτε μονάρχη, την οποία εκείνος έσπευδε να αποσπάσει, ανανεώνοντας την δήλωση εμπιστοσύνης των υπηκόων του». Η εκπροσώπηση της φωνής των οπαδών τους, οι οποίοι αποτελούσαν οργανικό μέρος της βυζαντινής κοινωνίας, λάμβανε χαρακτήρα βαθύτατα πολιτικό και δρούσε – συνεπικουρικά με τη Σύγκλητο και τον Στρατό – ως μηχανισμός διαμεσολάβησης της λαϊκής βούλησης στην κεντρική εξουσία. Η μέμψη των πολλών δεν καταφρονούταν ούτε υπερεκτιμούταν από τον Αυτοκράτορα, αλλά αντιθέτως επιδρούσε καθοδηγητικά στις πολιτικό-στρατιωτικές του εκλογές.
Ωστόσο, ο Αυτοκράτορας δεν γινόταν αποδέκτης μόνο της λαϊκής επιδοκιμασίας, αλλά και της δριμείας κριτικής. Η δυσαρέσκεια του πλήθους διατρανωνόταν κραυγαλέα, δηλωθείσα δια βοής, κινηθείσα από πηγαία αισθήματα πολιτικής και κοινωνικής ερεθιστικότητας και απειλώντας ακόμα και την ευημερία του μονάρχη στον βυζαντινό θρόνο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του επίσης Ρώσου βυζαντινολόγου Alexander A. Vasiliev, στο οποίο περιγράφει την θλιβερή εικόνα του Αναστασίου Α΄, ο οποίος πιεσμένος από την λαϊκή κατακραυγή εμφανίστηκε – άνευ αυτοκρατορικού διαδήματος – ενώπιον των υπηκόων του, δηλώνοντας την πρόθεσή του να εγκαταλείψει τον θρόνο· τότε, κατά τον Vasiliev: «Ο λαός, βλέποντας τον Αυτοκράτορα σε μια τέτοια κατάσταση, ηρέμησε και η επανάσταση κόπασε. Αλλά το επεισόδιο αυτό δείχνει την επιρροή που ασκούσαν ο Ιππόδρομος και ο λαός της πρωτεύουσας στην Κυβέρνηση και τον ίδιο τον Αυτοκράτορα».
Δεν είναι τυχαία η αναφορά των ιστορικών στον Ιουστινιανό Α’ ως έναν εκ των τριών δημοφιλέστερων Βυζαντινών Αυτοκρατόρων (συνάμα με τους δύο Κωνσταντίνους, ακρότατα σημεία, ο ένας της ίδρυσης της Κωνσταντινούπολης το 330 και ο άλλος της Άλωσής της το 1453). Ο Μέγας Ιουστινιανός ανέρχεται στον θρόνο της Αυτοκρατορίας σχεδόν μεσήλικας, τον Αύγουστο του 527, και μέχρι τον θάνατό του τριάντα οκτώ έτη μετά, η Ιστορία τον αναγνωρίζει ως τον κυρίως υπεύθυνο της αναγωγής του 6ου αι. σε αυτό που ο καθηγητής Αλέξιος Γ. Σαββίδης εύστοχα κατονομάζει ως «Χρυσό Αιώνα του ελληνικού Μεσαίωνα». Ενδεικτικά, αξίζει να αναφερθεί πως το λαμπρότερο σωζόμενο ναϊκό οικοδόμημα της ορθοδοξίας, ήτοι ο Ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας, ανεγέρθηκε επί των ημερών του· επίσης, κατ’ εντολή του, κωδικοποιήθηκε το σύνολο του νομικού πολιτισμού του κράτους, συντελώντας στην μετέπειτα κατάρτιση των ευρωπαϊκών νόμων αστικού περιεχομένου. Οι πολιτικές του ενέργειες εγγράφονται στην εκπλήρωση του εγχειρήματός του για την ανασύσταση της παλαιάς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την ανακατάληψη των – εκ των βαρβάρων – καταληφθέντων περιοχών της ιταλικής χερσονήσου, γνωστή ως Reconquista. Τα εδάφη αυτά θα απολέσει δια παντός η Αυτοκρατορία λίγες δεκαετίες μετά τον θάνατό του.
Ο John Bagnell Bury, ως σταθερός επικριτής του Ιουστινιανού, σημειώνει αναφορικά με τις επιδιώξεις του στον θρόνο, πως: «Η εξάπλωση του κράτους και η εξύμνηση του κύρους, της τιμής και της δόξας του, αποτελούν αυτοσκοπό και είναι πολύτιμα, ανεξάρτητα από την ευτυχία των ατόμων που συνιστούν το κράτος αυτό». Υπό αυτό το πρίσμα, μπορούμε να πούμε πως η αφαίμαξη του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου ήταν αναμενόμενη και αναγκαία για την πραγμάτωση των υπερπόντιων στρατιωτικών επιχειρήσεων. Σε συνδυασμό με την επιβολή βαρύτατης φορολογίας στον βυζαντινό Δήμο αλλά και τις δεσποτικές τάσεις του ίδιου του Αυτοκράτορα, επετάθη το αίσθημα της λαϊκής δυσαρέσκειας, η οποία τελικώς εκδηλώθηκε με τον πλέον βλαπτικό τρόπο για την αυτοκρατορική σταθερότητα.
Ορόσημο στις κατά περιστάσεις κινητοποιήσεις των αθλητικών αυτών σωματείων πολιτικού χαρακτήρα, αποτελεί η 11η Ιανουαρίου του 532. Με ορμητήριο τον Ιππόδρομο, η Κωνσταντινούπολη αφέθηκε στις βίαιες διαθέσεις του λυσσαλέου πλήθους, το οποίο είχε συνταχθεί με τους Βένετους (Κυανούς) και τους Πρασίνους, στους οποίους αντιστοίχως είχαν προσχωρήσει οι Λευκοί και οι Ρούσοι (Ερυθροί). Οι ονομασίες των Δήμων σχετίζονται με το χρώμα της ενδεδυμένης χλαμύδας των ηνιόχων κατά την ώρα των αρματοδρομιών και ανάγουν τις ρίζες τους στο βαθύ παρελθόν της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, διαδεχόμενες ως θεάματα τις απαγορευμένες – πλέον – μονομαχίες.
Η επαναστατική αντίδραση είχε πυροδοτηθεί από την εκλογή του Ιουστινιανού σε διοικητικές θέσεις, τριών προσώπων τα οποία, επαναστατικώ δικαίω, είχαν θεωρηθεί υπεύθυνοι για τα δεινά που είχαν προκληθεί· ο λαός απαιτούσε την άμεση καθαίρεση του νομομαθή Τριβωνιανού, του επάρχου του πραιτορίου Ιωάννη Καππαδόκη (τον οποίο ονόμαζαν: «άνθρωπο με τα μεγάλα σαγόνια») και του αξιωματούχου Ευδαίμονα. Επίσης, σύμφωνα με τον χρονικογράφο Προκόπιο, οι αντιφρονούντες Βένετοι και Πράσινοι, συνέπραξαν και αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τους Καππαδόκη και Τριβωνιανό. Έτσι ο Αυτοκράτορας, ο οποίος εξ αρχής είχε αποδεχθεί σιωπηρά την πολιτική υπόσταση των Δήμων και ιδίως των Βένετων – τους οποίους και εργαλειοποίησε προκειμένου να ασκεί πολιτικό έλεγχο στον λαό – ικανοποίησε κατόπιν πίεσης το αίτημα απομάκρυνσης των δυο.
Μετά από μια τεταμένη εβδομάδα, ο Ιουστινιανός και η συνοδεία του μετέβη στον χώρο του Ιπποδρόμου και ως μια «θεαματικήν χειρονομίαν», σηκώνοντας το ευαγγέλιο του Χριστού στον ουρανό και ενώπιον του αλαλάζοντος πλήθους, απηύθυνε κάλεσμα συμφιλίωσης, χορηγώντας γενική αμνηστία· αντ’ αυτού όμως, εισέπραξε την λαϊκή περιφρόνηση με βαρύτατους χαρακτηρισμούς (όπως επίορκος) και ύβρεις (όπως σγαύδαρι). Θα πρέπει να σταθούμε σε αυτό το περιστατικό, καθώς είναι πρωτοφανής η αποκήρυξη της εμπιστοσύνης που θεωρητικά απέπνεε το πρόσωπο του βυζαντινού μονάρχη – ο οποίος αποτελεί τον επί γης εκπρόσωπο του Θεού – από την πλειοψηφία του λαού του. Ως φαίνεται, ο Δήμος ήταν αποφασισμένος να τον ανατρέψει πάση θυσία, βλέποντας εκ του περισσού την πρόταξη του ευαγγελίου και τον όρκο επ’ αυτού. Γλαφυρός είναι ο τρόπος που αποδίδει η Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου την γενικότερη κατάσταση: «Ήτο προφανές ότι απλή αναταραχή, εκ μικράς αφορμής ορμηθείσα, προσελάμβανε σοβαρόν χαρακτήρα, εξετρέπετο εις πολιτικήν επανάστασιν, με λαϊκήν βάσιν και ανεζήτει αρχηγόν».
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η κατάσταση δεν εκτονώθηκε και στον Ιππόδρομο οι επαναστατημένοι ανακήρυξαν νέο Αυτοκράτορα έναν ανιψιό του αποθανόντος Αναστασίου Α΄, ονόματι Υπάτιο. Με το ανήκουστο σύνθημα «Φιλανθρώπων Πρασίνων και Βενέτων πολλά τα έτη», οι οπαδοί των δύο κυριάρχων Δήμων συντάχθηκαν και η αναρχία του όχλου εξαπλώθηκε και σε άλλες συνοικίες της Πόλης· έρμαιο της επαναστατικής φλόγας – κυριολεκτικά και μεταφορικά – έγιναν πολλά οικοδομήματα, όπως το καθεδρικό του πρώτου ναού της Αγίας Σοφίας, ο ναός της Αγίας Ειρήνης και το Μέγαρο της Συγκλήτου. Παρολίγο την ίδια τύχη να είχε και η ίδια η κατοικία του Βυζαντινού Αυτοκράτορα, το Μέγα Παλάτιον, εντός του οποίου ο Ιουστινιανός και η αυλή του κλείσθηκαν και σχεδίαζαν την φυγή τους από την Βασιλεύουσα. Ακριβώς εκείνη την στιγμή – σαν από μηχανής Θεός – επενέβη η σύζυγός του, Αυγούστα Θεοδώρα, εκφράζοντας την ακόλουθη σκέψη:
«Κατά τη γνώμη μου, στην τόσο κρίσιμη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί δε θα’ πρεπε να επιμείνουμε στους παραδοσιακούς τύπους, που δεν επιτρέπουν στις γυναίκες να εκφράσουν την γνώμη τους ανάμεσα σε άντρες… Γι’ αυτό το λόγο νομίζω πως στην παρούσα περίσταση – αν όχι σε όλες τις περιστάσεις – η φυγή δεν είναι καθόλου ταιριαστή, ακόμα και αν θα αποτελούσε την μοναδική μας σωτηρία. Γιατί είναι παράλογο ένας άντρας που έχει έρθει στον κόσμο αυτό να μην πεθάνει κάποτε. Για εκείνον, όμως, που έχει βασιλεύσει, είναι εντελώς απαράδεκτο να καταφύγει στην εξορία εμπρός στις δυσκολίες. Μακάρι να πάψω να υπάρχω αν θα πρέπει να μη φορώ την πορφύρα (βασιλικό ένδυμα), μακάρι να μη ζήσω ούτε στιγμή παραπάνω, αν θα έρθει εκείνη ημέρα που εκείνη που θα με συναντώνται θα με αποκαλούν Αυγούστα. Αν αυτό επιθυμείς, Βασιλιά μου, δηλαδή να γλυτώσεις, δεν υπάρχει μεγάλη δυσκολία: έχουμε αρκετά χρήματα. Να, εκείνη θάλασσα, εκεί βρίσκονται και τα καράβια για την φυγή. Σκέψου, μόνο, μήπως, αφού θα έχεις σωθεί διαφεύγοντας σε κάποιον ασφαλή τόπο, αντιληφθείς ότι θα ήταν προτιμότερο ο θάνατος από τέτοια σωτηρία. Γιατί εγώ τουλάχιστον συμφωνώ απόλυτα με το αρχαίο εκείνο ρητό που λέει πως είναι όμορφο νεκροσέντονο (σάβανο) η βασιλεία…».
Ο Ιουστινιανός αναθάρρησε και ανέθεσε στους πιστούς στρατιωτικούς του, Βελισάριο και Μούνδο, την καταστολή των επαναστατικών ιαχών. Το σπαθί των στρατιωτικών απεσταλμένων βρήκε το πλήθος συγκεντρωμένο εντός του Ιπποδρόμου, αφού πρώτα με τεχνάσματα και δωροδοκίες ο στρατός τους είχε οδηγήσει σκοπίμως εκεί· το αίμα πότισε το χώμα της αρένας και την επομένη, η Πόλη μετρούσε πάνω από τριάντα χιλιάδες νεκρούς.
Οι πληγές της Στάσης του Νίκα (η οποία οφείλει το όνομά της στο διατρανωθέν σύνθημα του όχλου, «Νίκα»), επουλώθηκαν χάρις στον δεσποτισμό του παλατιού και στην «άκαμπτον και θαρραλέα» συναυτοκράτειρα Θεοδώρα. Οι Δήμοι με την επαναστατική τους δράση, έθεσαν μόνοι τους τέλος στην ανεξάρτητη πολιτική τους χειραφέτηση και σταδιακά η κίνησή τους στα πολιτικά πράγματα της Αυτοκρατορίας έπαυσε και εξέπεσε σε αμιγώς αθλητική, όπως και είχε αρχίσει. Παρ’ όλα αυτά, η περίλαμπρη ιστορία της βασιλείας του Ιουστινιανού «κηλιδώθηκε» από το αίμα των χιλιάδων αυτών πολιτών, οι οποίοι τόλμησαν να προκαλέσουν τριγμούς στην μεγαλεπήβολη δεσποτεία του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Α. Α. Βασίλιεφ (1995), Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324 – 1453), Μτφρ. Δημοσθένη Σαβράμη, τ. 1ος – 2ος, Αθήνα: Πάπυρος.
- Ostrogorsky, Georg. (2001), Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
- Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη (1996), Βυζαντινή Ιστορία, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.
- Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη (2004), Το Πολίτευμα και οι Θεσμοί της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324 – 1204: Κράτος, Διοίκηση, Οικονομία, Κοινωνία, Αθήνα: Αθηνά.
- Σαββίδης, Αλέξιος Γ.Κ. – Δεριζιώτης, Λάζαρος Α. (2005), Ιστορία του Βυζαντίου: με αποσπάσματα από τις πηγές, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
- Ζακυθηνού, Διον. Α. (1989), Βυζαντινή Ιστορία: 324 – 1071, Αθήνα – Ιωάννινα: Εκδόσεις Δωδώνη.
- Ι. Καραγιαννόπουλος (1990), Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.