Της Μαρίας Πολίτου,
Με το πέρας του Α΄ και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όλος ο πλανήτης συνειδητοποίησε ότι η Μεγάλη Βρετανία αποτέλεσε την κινητήριο δύναμη, καθώς δεν ηττήθηκε σε καμία από αυτές τις δύο παγκόσμιες συρράξεις. Συνεπώς, το 1945 θεωρήθηκε μία από τις «Τρεις μεγαλύτερες δυνάμεις» και αποτέλεσε την πιο ισχυρή χώρα της Δυτικής Ευρώπης.
Η χώρα εφημέρευε και ακολουθούσε μία ακμάζουσα πορεία μέχρι το 1945. Από εκείνη την χρονιά η ισχύς της Βρετανίας πήρε την κατιούσα και μεταμορφώθηκε σε μία εξασθενημένη δύναμη, που δεν μπορούσε να συνεχίσει να έχει ηγετικό ρόλο στο παγκόσμιο προσκήνιο. Πρωτίστως, η οικονομική της κατάσταση αποδυναμώθηκε σε μεγάλο βαθμό. Σε αυτό συνέβαλαν ότι το παγκόσμιο εμπόριο μειώθηκε, οι εργασιακοί μισθοί υπονομεύθηκαν και κατά συνέπεια η χώρα δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στις οικονομικές της υποχρεώσεις. Παράλληλα, η στρατιωτική της δύναμη, παρ’ όλο που διέθετε αρκετά ισχυρό εξοπλισμό και μία προηγμένη για τα δεδομένα της εποχής τεχνολογία, βρισκόταν σε πολύ πιο αργούς ρυθμούς σε σχέση με τον εξοπλισμό των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης.
Το μεγαλύτερο όμως πλήγμα υπήρξε στην διπλωματία της χώρας, καθώς η Βρετανία μετά τον πόλεμο, βρέθηκε σε δυσχέρεια κυρίως από πολιτικής πλευράς. Τον Ιούλιο του 1945, ο Βρετανός πολεμικός ηγέτης Winston Churchill, ηττήθηκε στις γενικές εκλογές. Ο Churchill, αντιπροσώπευε το εργατικό-συντηρητικό κόμμα της Βρετανίας αλλά ο λαός δεν τον στήριξε για ορισμένους λόγους. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας ακατάλληλος ηγέτης σε περίοδο ειρήνης, λόγω της πολεμικής ιδιότητας που κατείχε. Υπήρξε εχθρικός προς την εργατική τάξη και συνεπώς είχε οδηγήσει σε περίοδο πολέμου (1920-1930) την χώρα σε οικονομική αφάνεια.
Τις επόμενες εκλογές, κέρδισε το Εργατικό κόμμα, με ηγετικά στελέχη τον Clement Attlee, τον Ernest Bevin και τον Herbert Morrison. Το κόμμα αυτό είχε προτείνει διάφορες λύσεις, προκειμένου να υπάρξει μεγαλύτερη κρατική μέριμνα, και να δημιουργηθεί ένα κράτος πρόνοιας. Οι Εργατικοί επεδίωκαν να καταπολεμήσουν το κράτος κερδοσκοπίας, την άνιση κατανομή θέσεων εργασίας και την νέα οικονομική ύφεση. Ουσιαστικά, σκοπός αυτής της νέας κυβέρνησης ήταν να αντιμετωπίσει ζητήματα, τα οποία σχετίζονται με τον ρόλο της Βρετανίας στη διεθνή σκηνή, την ομαλή οικονομική της επάνοδο και την εκπλήρωση των προεκλογικών της υποσχέσεων.
Παρά το ελπιδοφόρο μήνυμα της νέας κυβέρνησης, ο πόλεμος είχε αφήσει πίσω του πολλά κατάλοιπα στην χώρα, τα οποία όφειλαν να αντιμετωπιστούν. Συνεπώς, το βιοτικό επίπεδο είχε υποβαθμιστεί, η βιομηχανική παραγωγή ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, και οι εμπορικές αγορές ελάχιστες. Οι Βρετανοί περίμεναν σχεδόν με σιγουριά ότι θα λάβουν κάποιο οικονομικό δάνειο από τις ΗΠΑ προκειμένου να ανακάμψουν, και έτσι κι έγινε. Τον Δεκέμβριο του 1945, η Βρετανία έλαβε ένα δάνειο τριών δισεκατομμυρίων επτακοσίων εκατομμυρίων δολαρίων από την Αμερική, με την προϋπόθεση ότι ο βρετανικός λαός θα αποπληρώσει το δάνειο με τόκους και θα μετατρέψει την στερλίνα σε δολάρια. Το καλοκαίρι του 1947, αυτό έγινε πραγματικότητα με την Βρετανία να μετατρέπει το νόμισμά της σε δολάριο και όλοι οι πολίτες να το αποδέχονται κατευθείαν. Ωστόσο, η οικονομική κατάσταση της χώρας ελλόχευε πολλούς κινδύνους για τον λαό της.
Τον χειμώνα του 1947, υπήρχαν πολλές ελλείψεις σε τρόφιμα και κάρβουνο. Παρ’ όλα αυτά, μέσα σε κλίμα λαϊκού αναβρασμού, η κυβέρνηση κατάφερε να δώσει κάποιες λύσεις, αφού μετά το 1947 άρχισε να εφαρμόζει μία πολιτική πλήρους απασχόλησης για τους εργαζομένους, χωρίς να ανέβει πολύ υψηλά ο πληθωρισμός. Επιπλέον, κατά την περίοδο 1948-1950, έγιναν προσπάθειες, προκειμένου να ενισχυθούν οι εξαγωγές, γεγονός που αναβίβασε την Βρετανία σε μία υψηλότερη θέση στο διεθνές εμπόριο. Όπως είναι φυσικό προκειμένου να επιτύχουν αυτά τα μέτρα έπρεπε αναγκαστικά να παρθούν μέτρα λιτότητας, όπως η αύξηση της φορολογίας, ο περιορισμός στις εισαγωγές και η παράταση της χρήσης του δελτίου στην προμήθεια αγαθών.
Το σχέδιο των Εργατικών είχε προοπτικές βοήθειας της χώρας, ωστόσο συναντούσε πολλά εμπόδια στην εφαρμογή της. Αντιμετώπιζε πολύ έντονο ανταγωνισμό από την Γερμανία, την Αμερική και την Ιαπωνία. Η κυβέρνηση είχε υποσχεθεί ότι θα βελτίωνε τις εργασιακές συνθήκες, θα μείωνε την ανεργία και θα αφαιρούσε τη μεγάλη οικονομική δύναμη από τους ισχυρούς επιχειρηματίες, αλλά οι κρατικοποιήσεις στάθηκαν εμπόδιο, με αποτέλεσμα να μην ολοκληρωθεί το φιλόδοξο πρόγραμμα. Τον Σεπτέμβριο του 1949, η αγγλική λίρα υποτιμήθηκε ακόμα παραπάνω, ως επακόλουθο της οικονομικής ύφεσης στις ΗΠΑ.
Οι Εργατικοί, πράγματι στα τέλη της δεκαετίας του 1940 κατάφεραν να βελτιώσουν το επίπεδο διαβίωσης του βρετανικού λαού. Από το 1945 και έπειτα, εκπληρώσανε σε μεγάλο βαθμό τις υποσχέσεις τους, καθώς καθιέρωσαν ένα κράτος κοινωνικής πρόνοιας για όλους με ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας, με παράλληλη πρόοδο στην οικονομία και στόχευση στην πλήρη απασχόληση των εργαζομένων.
Η περίοδος από το 1945 έως και το 1951, αποτέλεσε μια εποχή όπου η βρετανική κυβέρνηση απέπνευσε ένα αίσθημα σιγουριάς στον βρετανικό λαό και η πολιτική ζωή της χώρας είχε περάσει σε μία «συναίνεση». Η συναίνεση σήμαινε ότι θα δημιουργούταν μία συμμαχία με τις ΗΠΑ, με έμφαση στον αντικομμουνισμό και την αποαποικοποίηση στα εξωτερικά θέματα. Παρά τις προσπάθειές τους, στις εκλογές του 1950, οι Εργατικοί δεν πήγαν πολύ καλά. Έχασαν αρκετές έδρες, ενώ αντίθετα οι συντηρητικοί ανέκαμψαν. Ωστόσο, κατάφεραν να παραμείνουν στην κυβέρνηση και να προσπαθούν να βοηθήσουν τον λαό της Βρετανίας, χωρίς πάντα να καταφέρνουν σε όλα αυτά τα χρόνια το επιθυμητό αποτέλεσμα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Young, John W., (2014), Η Ευρώπη του Ψυχρού πολέμου: Πολιτική ιστορία, 1945-1991, Αθήνα: Πατάκης.
- Young, John W., (1984), Britain, France and the Unity of Europe, 1945-1951, Leicester: Leicester University Press.