Του Χρήστου Κωνσταντίνου,
Ο Δημήτρης Λιαντίνης κατά τη διάρκεια της ζωής του υπήρξε σχετικά άσημος. Γεννήθηκε στη Λιαντίνα Λακωνίας –εξ ου και το Λιαντίνης, καθώς το πραγματικό του επίθετο ήταν Νικολακάκος– το 1942 και υπήρξε φιλόσοφος, ποιητής, συγγραφέας και δάσκαλος. Ήταν οξυδερκής και λάτρης της γνώσης από τα παιδικά του χρόνια. Κυριολεκτικά καταβρόχθιζε τη γνώση όπου και όποτε μπορούσε να είχε πρόσβαση σε αυτήν. Αποφοίτησε το 1996 από το τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών κι έπειτα υπηρέτησε ως δάσκαλος στη μέση εκπαίδευση κατά τη διάρκεια της Χούντας. Το ελεύθερο πνεύμα του δεν μπορούσε να επιβιώσει σε ένα τέτοιο αυταρχικό καθεστώς και έτσι συνέχισε τις σπουδές του στο Μόναχο. Όταν η Χούντα έπεσε, επέστρεψε στο πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου και εκπόνησε διδακτορική διατριβή με θέμα «Η παρουσία του ελληνικού πνεύματος στις ελεγείες του Duino του Rainer Maria Rilke», την οποία και ολοκλήρωσε αριστεύοντας. Από το 1975 μέχρι και τον θάνατό του, ο Λιαντίνης ήταν καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η πρώτη μου επαφή με τον Δημήτρη Λιαντίνη ήταν μέσω διάφορων διαλέξεών του –που είναι αναρτημένες στο διαδίκτυο– στο πανεπιστήμιο και σε συνέδρια. Ο Λιαντίνης υπήρξε άριστος γνώστης όχι μόνο της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και γραμματείας, αλλά και των μετέπειτα σύγχρονων φιλοσόφων και στοχαστών. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν πόσο απλά και κατανοητά εξηγούσε τη φιλοσοφία που είχε σπουδάσει. Ο ίδιος έλεγε πως η φιλοσοφία είναι στάση ζωής, όντας ταπεινός και μετριόφρων σε όλη του τη ζωή. Αναφερόταν με περίσσιο πάθος στη σπουδή του έρωτα και την ομορφιά του δώρου της ζωής. Καταδείκνυε τη διαφορά της χριστιανικής θρησκείας με τα διδάγματα του αρχαίου κόσμου, λέγοντας, για παράδειγμα, πως οι Εβραίοι στην Παλαιά Διαθήκη επέβαλαν την απαγόρευση της μοιχείας, ενώ ο Όμηρος μας κατέδειξε την ανθρώπινη φύση: από τη μία η μοιχαλίδα ωραία Ελένη, αντικείμενο του πόθου που για αυτήν οι άνθρωποι πολεμούν, και από την άλλη η Πηνελόπη, που ενώ οι μνηστήρες την πολιορκούσαν, αυτή παρέμεινε πιστή (και πώς να τον κατηγορήσεις για αυτήν του τη διαπίστωση, όταν διαρκώς και επανειλημμένα, οι άνθρωποι παραβιάζουν την εντολή).
Αυτό που θέλω να καταδείξω είναι πως προέτρεπε τους ανθρώπους να ζήσουν χωρίς φόβο, έχοντας συναίσθηση των επιλογών τους και της φύσεώς τους. Η φιλοσοφία και όχι η δεισιδαιμονία είναι το μέσο που οδηγεί στην αυτοολοκλήρωση και ευδαιμονία.
Ένα από τα μεγαλύτερα διδάγματα που μου έδωσε ο Λιαντίνης ήταν η φράση του: «Άδραξε τη μέρα, γιατί ό,τι φεύγει πίσω, δεν ξαναγυρίζει». Η ζωή είναι σαν ένα λουλούδι που ανθίζει την άνοιξη και στέκει γερό και νέο, μέχρι να έρθει το φθινόπωρο να μαραζώσει και να το παρασύρει ένα χειμωνιάτικο απόγευμα η βροχή. Είναι αλήθεια πως η ζωή και η πορεία του Λιαντίνη ήταν συνδεδεμένη στενά τόσο με τη χαρά και την ευκαιρία της ζωής, αλλά και με τον θάνατο. Ο θάνατος, άλλωστε, είναι η κινητήριος δύναμη της ζωής. Η ευθραυστότητα του κόσμου και των ανθρώπων που αγαπάμε είναι η αιτία που αγωνιζόμαστε αλλά και φοβόμαστε την απώλεια, την αλλαγή και τη λήθη. Ο Λιαντίνης, όπως συνήθιζε να λέει, είχε κάνει τη ζωή του σπουδή θανάτου. Από τη μία –όπως τον περιγράφουν γνωστοί, οικείοι και μαθητές του– ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος ζωή, από την άλλη, ο θάνατος και η θνητότητα ποτέ δεν έφευγε από το μυαλό του. Η φιλοσοφία, λοιπόν, σύμφωνα με τον Λιαντίνη, είναι μια σπουδή θανάτου, είναι η συνειδητοποίηση και η αποδοχή της θνητότητας και η εύρεση του βέλτιστου τρόπου ζωής. Ενός τρόπου ζωής που θα διακατέχεται από ηθική, αυτογνωσία και την ανάγκη να αφήσει ο άνθρωπος έναν καλύτερο κόσμο στα παιδιά του.
Τελικά, πέτυχε τον σκοπό του και κατάφερε να συμφιλιωθεί με τον θάνατο. Οργάνωσε και επέλεξε το τέλος του, έχοντας πλήρη συνείδηση των πράξεών του. Την 1η Ιουνίου 1998, κατέβηκε από την Αθήνα στη Σπάρτη, πήρε ένα ταξί για την κορυφή του Ταΰγετου και χάθηκε…
Στο αποχαιρετιστήριο γράμμα του στην κόρη του Διοτίμα, ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Διοτίμα μου,
Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα-βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης. Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι. Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού. Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχονται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει.»
Το παρόν άρθρο είναι αφιερωμένο στη μνήμη των παιδιών που τόσα άδικα τους στέρησαν τη ζωή στα Τέμπη, επιβεβαιώνοντας τον δάσκαλο Λιαντίνη στη διαπίστωση του περί του κακού που ετοίμασαν οι «ενήλικοι» για τις νέες γενεές. Είθε να μην ξεχάσουμε ποτέ.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Η σκλήρη αλήθεια για τον καθηγητή Λιαντίνη, spotify.com, διαθέσιμο εδώ
- Επίσημη ιστοσελίδα αφιερωμένη στον Δημήτρη Λιαντίνη, liantinis.org, διαθέσιμο εδώ
- ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ, politeianet.gr, διαθέσιμο εδώ