Της Κωνσταντίνας Μερλέμη,
Ο ν. 4356/2015 («Σύμφωνο συμβίωσης, άσκηση δικαιωμάτων, ποινικές και άλλες διατάξεις») αποτέλεσε πρωτοφανή νομική καινοτομία, καθώς επέκτεινε τη δυνατότητα σύναψης συμφώνου συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια, το οποίο δεν προέβλεπε το προηγούμενο νομικό καθεστώς (ν. 3719/2008). Προς τη ρύθμιση αυτή, συντέλεσε η καταδίκη της χώρας από το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Βαλλιανάτος και άλλοι κατά Ελλάδας (Νοέμβριος 2013), στην οποία το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η διακριτική μεταχείριση ομόφυλων ζευγαριών συνιστά παραβίαση του άρθρου 8 και 14 της ΕΣΔΑ. Σαφώς, λοιπόν, με τον νόμο του 2015 ενισχύθηκε σημαντικά η έννομη προστασία των ομοφυλοφίλων.
Ωστόσο, η έκταση αυτής της προστασίας δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτή που απολαμβάνουν τα ετερόφυλα ζευγάρια, κάτι το οποίο είναι φανερό από τη μη νομική κατοχύρωση των ομογονεϊκών δικαιωμάτων. Οι ρυθμίσεις του νόμου 4356/2015 περί επωνύμου μερών, τεκμηρίου πατρότητας, επωνύμου τέκνων κτλ. (άρθρα 9-11), αφορούν αποκλειστικά τα ετερόφυλα ζευγάρια και δεν γίνεται αναλογική τους εφαρμογή στα ομόφυλα, δεδομένου ότι, στην τελευταία περίπτωση, είναι αδύνατη η απόκτηση τέκνου εκ φύσεως. Αυτό δεν είναι δυνατό ούτε και μέσω της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, καθώς δικαίωμα πρόσβασης σε αυτή τη μέθοδο έχουν, κατά το άρθρο 1456 ΑΚ, μόνο έγγαμα ζευγάρια, άνδρας και γυναίκα που τελούν σε ελεύθερη ένωση και άγαμες γυναίκες. Οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, χρήζει ειδικής νομοθετικής ρύθμισης.
Η μη κατοχύρωση των εν λόγω δικαιωμάτων δεν ήταν τυχαία. Στη δημόσια διαβούλευση, που προηγήθηκε της ψήφισης του νόμου, εμφανίστηκε ως ζωτική ανάγκη να οριστεί η οικογένεια με παιδιά ως αυστηρά ετεροφυλόφιλη, με βάση το παραδοσιακό δίπολο «πατέρας-μητέρα». Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι, προς την ίδια κατεύθυνση, κινήθηκαν πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες αντιπροσωπεύουν αντίθετες ιδεολογίες (προοδευτικά-συντηρητικά κόμματα): Στην προοπτική να ανοίξει ο δρόμος για τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια, το οποίο δεν επιτρέπεται υπό το ισχύον νομικό καθεστώς, η πλειοψηφία των βουλευτών και των πολιτών εξέφρασαν εντονότατες επιφυλάξεις, για λόγους είτε ιδεολογικούς είτε «τεχνικούς».
Ακούστηκε η άποψη ότι το «φυσιολογικό-κανονικό» ήταν η σχέση παιδιού-γονέα, όπως αυτή προκύπτει βιολογικά και μόνο σε αυτή την περίπτωση το παιδί αναπτύσσεται κοινωνικά και ψυχοσωματικά ομαλά (Ι. Γκιόκας, εκπρόσωπος ΚΚΕ). Άλλοι πάλι εξέφρασαν προβληματισμό σχετικά με τη συνταγματικότητα και τη νομιμότητα μιας τέτοιας νομοθετικής πρόβλεψης (Β. Κόκκαλης, εισηγητής ΑΝΕΛ). Ακόμα, όμως, και όταν υπήρχε κάποια κομματική υπεράσπιση των ομογονεϊκών δικαιωμάτων, προβάλλονταν οι νομικοτεχνικοί λόγοι, που κώλυαν την περαιτέρω συζήτηση. Συγκεκριμένα, αναλογική εφαρμογή διατάξεων που αφορούν τα ετερόφυλα ζευγάρια θα δημιουργούσε με μεγάλη βεβαιότητα κενά δικαίου, αντιφάσεις και νομική σύγχυση, αν δεν έχουν προηγηθεί επεμβάσεις σε πληθώρα διατάξεων του Οικογενειακού και Κληρονομικού Δικαίου (Ν. Παρασκευόπουλος, τότε Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ΣΥΡΙΖΑ).
Με άλλα λόγια, ο αποκλεισμός της τεκνοθεσίας από το ρυθμιστικό πεδίο του νόμου 4356/2015, βασίστηκε στο επιχείρημα ότι το σύμφωνο συμβίωσης, ως χαλαρότερη μορφή συμβίωσης από αυτήν του γάμου, δεν προσφέρει ένα σταθερό οικογενειακό περιβάλλον και, έτσι, πλήττεται «το συμφέρον του τέκνου». Η τελευταία έννοια, ενώ νομικά είναι αόριστη και χρήζει εξειδίκευσης από τον εκάστοτε εφαρμοστή του δικαίου, κοινωνικά ταυτίζεται με το περιβάλλον της παραδοσιακής οικογένειας.
Ενδιαφέρον, παράλληλα, παρουσιάζει η ρύθμιση του ν. 4538/2018 («Μέτρα προώθησης των Θεσμών της Αναδοχής και Υιοθεσίας και άλλες διατάξεις»), με βάση την οποία ανάδοχοι μπορούν να γίνουν, μεταξύ άλλων, «οι έχοντες συνάψει σύμφωνο συμβίωσης». Η αναδοχή, βέβαια, δεν ταυτίζεται με την υιοθεσία, καθώς η πρώτη δεν ιδρύει συγγένεια, αλλά, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να οδηγήσει σε αυτή. «Αναδοχή», συγκεκριμένα, είναι η δυνατότητα ανάληψης απλώς της φροντίδας και ανατροφής ενός παιδιού, που οι γονείς του δεν μπορούν να το φροντίσουν, χωρίς να σημαίνει ότι το τέκνο αποξενώνεται από τη βιολογική του οικογένεια. Και αυτή η ρύθμιση ξεσήκωσε αντιδράσεις για λόγους κοινωνικούς, που πρόβαλλαν επιχειρήματα σχετικά με τη μη ομαλή ψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού.
Το κενό, πάντως, που αφήνει ο ν.4356/2015 στη ρύθμιση των οικογενειών με γονείς ίδιου φύλου, προκαλεί προβλήματα στην πράξη. Δεδομένου ότι οι ομογονεϊκές οικογένειες αποτελούν πραγματικότητα, η μη νομική αναγνώρισή τους εγείρει κωλύματα, π.χ στις ληξιαρχικές εγγραφές, στην πρόσβαση των τέκνων στην περίθαλψη και στην εκπαίδευση, στην έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων κ.ά. Η σημασία του συγκεκριμένου νόμου, βέβαια, ως προθάλαμος και αφορμή συζητήσεων για περισσότερες και ποιοτικότερες ρυθμίσεις για την προστασία των ομόφυλων ζευγαριών, είναι αναμφισβήτητη και δημιουργεί προσδοκίες να τηρηθεί ουσιαστικά η κρίση του ΕΔΔΑ, ότι τα μέρη του συμφώνου συμβίωσης συνθέτουν την έννοια της «οικογένειας».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Αθηνά Μαρά, Μελετώντας την ομογονεϊκότητα στην Ελλάδα: δημόσιος λόγος κατά την ψήφιση του Ν.4356/2015, ejournals.epublishing.ekt.gr, διαθέσιμο εδώ
- Σύντομη Ανάλυση: Δικαίωμα Υιοθεσίας Παιδιών Σε Ομόφυλα Ζευγάρια, prorata.gr , διαθέσιμο εδώ