Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Η αναφορά του Προέδρου του ΠΑ.ΣΟ.Κ., Νίκου Ανδρουλάκη, στους όρους τους οποίους θέτει το κόμμα του, προκειμένου να προχωρήσει στον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας, μετά τις προσεχείς βουλευτικές εκλογές, άνοιξαν νέο κύκλο έντασης εντός κι εκτός Κινήματος. Η Ν.Δ. πρωτίστως και ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., απορρίπτουν τις προϋποθέσεις που βάζει στο τραπέζι ο Ανδρουλάκης, ενώ και στο εσωτερικό του ΠΑ.ΣΟ.Κ. εκφράζονται διαφοροποιήσεις από την προεδρική γραμμή, με ηχηρότερη αυτή του Ανδρέα Λοβέρδου. Ποια είναι, όμως, η ουσία, στη συγκεκριμένη συζήτηση;
Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, η Ν.Δ. είναι το μεγάλο φαβορί για να κόψει πρώτη το νήμα της κούρσας. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. έχει κλειδώσει τη δεύτερη θέση, ενώ το ΠΑ.ΣΟ.Κ. θα βρίσκεται στην τρίτη, πιθανότατα με διψήφιο ποσοστό. Ακόμα και αν το σύνολο των εδρών των κομμάτων που φέρονται θετικά διακείμενα ως προς τη συμμετοχή του σ’ ένα κυβερνητικό σχήμα επαρκεί για την εκπλήρωση του στόχου «151 τουλάχιστον». Μήπως, λοιπόν, σε πρώτη φάση, έχει ξεκινήσει μια δημόσια συζήτηση, η οποία βαραίνει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα θεμέλιά της μπορούν να αντέξουν;
Ο Ανδρουλάκης, καταρχάς, ορίζει ως προαπαιτούμενο στοιχείο, την επίτευξη μιας εκλογικής επίδοσης, η οποία θα δίνει στο κόμμα του ένα «ισχυρό διψήφιο ποσοστό». Πώς ερμηνεύεται αυτό; Ο ίδιος ο αρχηγός του Κινήματος δεν το εξειδικεύει. Διψήφιο ποσοστό είναι και το 10%, πέριξ του οποίου κινείται σήμερα, δημοσκοπικά, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Αν, όμως, αρκούσε στον Ανδρουλάκη δεν θα αναφερόταν και σε «ισχυρό». Καταλήγουμε, λοιπόν, ότι σίγουρα ζητεί ένα ποσοστό άνω του 10%, ώστε να μπει στη συζήτηση με του λοιπούς ενδιαφερόμενους. Αν δεν το επιτύχει, προφανώς θ’ αρνηθεί την οποιαδήποτε σχετική πρόσκληση. Όμως, τι θα κάνει με την τρίτη ερευνητική εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης που θα λάβει; Θα την επιστρέψει πάραυτα στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δηλώνοντας ότι αδυνατεί να την αξιοποιήσει καθότι, βάσει των δικών του κριτηρίων, αποδοκιμάστηκε από τον ελληνικό λαό; Κάτι τέτοιο θ’ αποτελούσε μονόδρομο με ό,τι, βεβαίως, αυτό συνεπάγεται επικοινωνιακά.
Δεύτερη προϋπόθεση, να προκύψει Κυβέρνηση συνεργασίας από τις πρώτες εκλογές, της απλής αναλογικής. Την ίδια στιγμή, όμως, ο Μητσοτάκης έχει αποκλείσει αυτό το ενδεχόμενο, η δε δήλωση Τσίπρα ότι δεν προσχωρεί σε «κυβέρνηση ηττημένων», σημαίνει ότι δεν πρόκειται να μπει στη συζήτηση για συμμαχικό κυβερνητικό σχήμα αν δεν είναι πρώτο κόμμα. Αυτή τη στιγμή, το ενδεχόμενο μιας πρωτιάς του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. δεν συγκεντρώνει παρά ελάχιστες πιθανότητες, σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις που έχουν δημοσιευθεί, ακόμη και μετά τη σημαντική φθορά της Κυβέρνησης της Ν.Δ., εξαιτίας της τραγωδίας των Τεμπών. Επομένως, ακόμα κι αν το ΠΑ.ΣΟ.Κ. επιτύχει τη συγκέντρωση ενός ποσοστού, σημαντικά μεγαλύτερου του 10%, εφόσον η σειρά της κατάταξης των κομμάτων είναι ίδια με τη σημερινή, το σενάριο Κυβέρνησης συνεργασίας από την πρώτη Κυριακή «καίγεται». Θα αποτελούσε κυβίστηση κολοσσιαίων διαστάσεων για τον Μητσοτάκη να μην επιμείνει στη διενέργεια δεύτερων εκλογών, ακόμα και αν η επίδοση της Ν.Δ. στις πρώτες είναι τέτοια που καθίσταται πολύ δύσκολη την επίτευξη της αδυναμίας και με ενισχυμένη αναλογική.
Εξίσου τεραστίων διαστάσεων, ακόμα και για τα δικά του μέτρα, θα ήταν μια απόπειρα Τσίπρα για συγκρότηση Κυβέρνησης, με τη συμμετοχή του δευτέρου και του τρίτου κόμματος. Καταρχάς, δεν «βγαίνουν τα κουκιά», όπως ανεφέρθη ανωτέρω. Εκτός των άλλων, ο Ανδρουλάκης έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν δέχεται τον «δραχμιστή» Βαρουφάκη ως κυβερνητικό εταίρο. Χώρια το τι θα συνεπαγόταν η δημιουργία μιας τέτοιας Κυβέρνησης για τη σταθερότητα και την ασφάλεια του τόπου, όσο κι αν είναι συνταγματικώς επιτρεπτή. Εδώ τίθεται μοιραία το εξής ερώτημα: Αν, τελικώς, οδηγηθούμε σε δεύτερες εκλογές, από τις οποίες δεν προκύψει αυτοδυναμία της Ν.Δ. και ο Μητσοτάκης καλέσει τότε τον Ανδρουλάκη να συγκυβερνήσουν, τί θα κάνει ο Πρόεδρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Σύμφωνα με τα όσα λέει σήμερα, θα πρέπει ν’ αρνηθεί μιας και έχει ξεκαθαρίσει ότι θα συμμετάσχει μόνο σε Κυβέρνηση που θα προκύψει από τις κάλπες της απλής αναλογικής. Δεδομένου ότι από τη Ν.Δ. δηλώνουν ότι μόνο το ΠΑ.ΣΟ.Κ. βλέπουν ως εν δυνάμει κυβερνητικό εταίρο, θα πρέπει να οδηγηθούμε σε τρίτη εκλογική αναμέτρηση.
Τρίτη προϋπόθεση, το «ούτε Μητσοτάκης ούτε Τσίπρας για Πρωθυπουργός». Η «γραμμή» Ανδρουλάκη είναι ότι και οι δύο τους είναι αποτυχημένοι, ενώ μια μείωση της εκλογικής τους δύναμης θα σημαίνει ότι ηττήθηκαν στις εκλογές. Πόσο μεγάλη θα πρέπει, όμως, να είναι η μείωση για να συνιστά ήττα; Είναι δε πανθομολογούμενο ότι ακριβώς επειδή το υπάρχον πολιτικό – κυβερνητικό σύστημα είναι «πρωθυπουργοκεντρικό» οι αρχηγοί των κομμάτων που συμμετέχουν στις εκλογές και ειδικώς των κομμάτων εξουσίας είναι «υποψήφιοι Πρωθυπουργοί», έστω κι αν το πολίτευμά μας είναι αυτό της Προεδρευόμενης Δημοκρατίας. Ο Ανδρουλάκης, λοιπόν, είναι υποψήφιος Πρωθυπουργός της Ελλάδος ως Πρόεδρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Είναι, αν μη τι άλλο, περίεργο να ζητεί κάποιος την ψήφο του ελληνικού λαού ως υποψήφιος Πρωθυπουργός, διακηρύσσοντας, ταυτόχρονα, ότι θα εργαστεί για τη συγκρότηση μιας Κυβέρνησης συνεργασίας, που Πρωθυπουργός δεν θα είναι ο ίδιος, αλλά ένα τρίτο πολιτικό πρόσωπο. Από την άλλη, προφανώς και δεν μπορεί να προτείνει από τώρα κάποιον για τη θέση αυτή, δεδομένου ότι ο ίδιος δεν θα είχε λόγο ύπαρξης στη θέση του Προέδρου σε μια τέτοια περίπτωση.
Άλλο επιχείρημα είναι ότι ουδείς εκ των Τσίπρα και Μητσοτάκη δύναται να ηγηθεί της υλοποιήσεως ενός προγράμματος που θα έχει το στίγμα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Εν μέρει ισχύει, αλλά κι εδώ γεννώνται τα εξής ζητήματα: Εφόσον συμφωνηθεί το προγραμματικό πλαίσιο διακυβέρνησης της χώρας από περισσότερα του ενός κόμματα, λογικά αυτό θα περιλαμβάνει σημεία των επιμέρους προγραμμάτων όλων των συμμάχων. Επομένως, ούτε ο Μητσοτάκης ούτε ο Τσίπρας θα είναι τελείως ξένοι ως προς αυτό που θα υλοποιήσει η Κυβέρνηση, της οποίας θα ηγούνται, εφόσον εκπροσωπούν τον μεγαλύτερο εταίρο. Επίσης, Μητσοτάκης και Τσίπρας θα εξακολουθήσουν να ηγούνται των κομμάτων τους ακόμη κι αν δεν είναι επικεφαλής της Κυβέρνησης. Οι βουλευτές τους θα ψηφίζουν στη Βουλή αυτά που θα φέρνει μια Κυβέρνηση, στην οποία θα συμμετάσχουν μέλη επιλεγμένα από τους ίδιους. Πολύ εύκολα, λοιπόν, θα μπορούν να μπλοκάρουν μια μεταρρύθμιση ή ακόμα και να ρίξουν την Κυβέρνηση. Τι διασφαλίζει, επομένως, την απουσία τους από την πρωθυπουργία; Αυτά είναι ερωτήματα στα οποία θ αναγκαστεί ν’ απαντήσει ο Πρόεδρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ., όταν έρθει η ώρα. Το γεγονός ότι του τίθενται πρόωρα, έχει να κάνει με το ότι κι ο ίδιος τ’ ανακινεί σήμερα και υφίσταται φθορά ακόμα και για ζητήματα τα οποία πιθανόν να μην τεθούν καν εν τέλει.
Το πάζλ των επόμενων εκλογών είναι για δυνατούς λύτες. Ο Νίκος Ανδρουλάκης θα κληθεί να βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στο κομματικό και στο εθνικό συμφέρον, αλλά και να την επικοινωνήσει με τον δέοντα τρόπο. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. πρέπει να συζητήσει για το ενδεχόμενο συνεργασίας κυρίως βάσει προγραμματικών συγκλήσεων για τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν την Ελλάδα και το μοντέλο διακυβέρνησης που απαιτείται. Η κουβέντα περί προσώπων αποπροσανατολίζει και ρίχνει νερό στο μύλο όσων δεν θέλουν να γίνει επί της ουσίας συζήτηση, αλλά να ρίξουν τις ευθύνες της αποτυχίας συνεννόησης στο άλλο μέρος. Απαιτείται ψυχραιμία, ευθυκρισία, καθώς, επίσης, και ανοιχτό πνεύμα, προκειμένου ν’ ακουστούν αντίθετες προτάσεις, σε θεσμικά πλαίσια, οι οποίες δεν είναι εξ ορισμού κακοπροαίρετες.