Της Νικολέττας Παπαθανασίου,
Αναμφίβολα, αποτελεί κοινή γνώση για τον καθένα από εμάς ότι ορισμένα βακτήρια συνιστούν παθογόνους μικροοργανισμούς, αφού ενοχοποιούνται για μια πληθώρα ασθενειών που ταλανίζουν την ανθρωπότητα. Η πλειοψηφία των ανθρώπων, που δεν αποτελεί μέρος της επιστημονικής κοινότητας, δύναται να αναφέρει ενδεικτικά βακτηριακές ασθένειες, μη γνωρίζοντας το εκάστοτε υπεύθυνο βακτήριο με την επιστημονική ονομασία του. Ωστόσο, ένα από τα βακτήρια του οποίου το επιστημονικό όνομα αξίζει να μνημονεύσουμε είναι το Tropheryma whipplei.
To T. whipplei συνιστά ένα Gram-θετικό βακτήριο, σε σχήμα ράβδου, το οποίο είναι υπεύθυνο για τη νόσο του Whipple. Αν και η νόσος αυτή περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1907 από τον Αμερικανό γιατρό George H. Whipple, χρειάστηκε να περάσουν αρκετές δεκαετίες έως ότου το βακτήριο αυτό καλλιεργηθεί και ταυτοποιηθεί, ως ο υπεύθυνος λοιμογόνος παράγοντας της νόσου (το 1991).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ετυμολογία της επιστημονικής ονομασίας του βακτηρίου. Ειδικότερα, η λέξη Tropheryma ετυμολογικά προέρχεται από την ελληνική γλώσσα, από τα συνθετικά τροφή και έρυμα (οχύρωμα), ενώ η λέξη whipplei, όπως γίνεται αντιληπτό, αποδίδεται προς τιμή του George H. Whipple, εκείνου, δηλαδή, που παρατήρησε και κατέγραψε πρώτη φορά τη νόσο. Πραγματευόμενοι αυτήν την πληροφορία, είναι εφικτό να προβούμε σε κάποιες εικασίες αναφορικά με την ασθένεια.
Η νόσος του Whipple, λοιπόν, συνιστά μια σπάνια, πολυσυστηματική διαταραχή που οφείλεται σε έναν λοιμογόνο παράγοντα, το βακτήριο Tropheryma whipplei. Αν και το βακτήριο απαντάται παντού στο περιβάλλον (π.χ. στο χώμα, το νερό), η μόλυνσή μας από αυτό αποτελεί μια σπάνια κατάσταση. Μάλιστα, είναι γεγονός πως τα άτομα που προσβάλλονται συχνότερα από τη νόσο Whipple διαθέτουν κάποιου είδους ανοσοανεπάρκεια.
Όπως προαναφέρθηκε, η ασθένεια είναι πολυσυστηματική, δηλαδή, το βακτήριο προσβάλλει μια πληθώρα οργάνων και συστημάτων. Ωστόσο, η πλειοψηφία των κλινικών εκδηλώσεων προέρχεται από την προσβολή της γαστρεντερικής οδού –κυρίως του λεπτού εντέρου–, με κύριο σύμπτωμα τη δυσαπορρόφηση των θρεπτικών συστατικών της τροφής. Οι ασθενείς τυπικά παρουσιάζουν κοιλιακό άλγος, υδαρείς κενώσεις, καθώς και ακούσια απώλεια βάρους.
Επιπρόσθετα, το νόσημα συχνά επηρεάζει το νευρικό σύστημα, με τις επιπτώσεις να περικλείουν διαταραχές στην ισορροπία και την ομιλία, απώλεια μνήμης, σύγχυση, επιληπτικές κρίσεις και δυσκαταποσία. Στις λοιπές κλινικές εκδηλώσεις περιλαμβάνονται η αναιμία, η λεμφαδενοπάθεια, η αρθραλγία, ο βήχας, η κόπωση και ο πυρετός. Παρατηρούμε, λοιπόν, πως το φάσμα των συμπτωμάτων της ασθένειας είναι εξαιρετικά ευρύ και γενικό, αφού οι κλινικές της εκδηλώσεις είναι κοινές με αυτές μιας πληθώρας άλλων νοσημάτων.
Αν και η συμπτωματολογία είναι ιδιαίτερα ευρεία και δυσάρεστη για τους ασθενείς, η νόσος του Whipple δεν κρίνεται απειλητική για τη ζωή, με την προϋπόθεση, βέβαια, πως η διάγνωση και η θεραπεία τίθενται άμεσα σε εφαρμογή.
Γίνεται άμεσα αντιληπτό, λοιπόν, πως η έγκαιρη διάγνωση διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στην πορεία της νόσου. Αυτή διενεργείται μέσω βιοψίας του λεπτού εντέρου, έτσι ώστε να μελετηθεί το δείγμα στο μικροσκόπιο για την ανεύρεση του παθογόνου μικροοργανισμού και την ανίχνευση των ήδη υπαρχουσών βλαβών.
Σε περίπτωση που η νόσος δεν διαγνωστεί και αντιμετωπιστεί εγκαίρως, μια πληθώρα επιπτώσεων δύναται να ακολουθήσει, με χαρακτηριστικές επιπλοκές την πλευριτική συλλογή και το καρδιακό φύσημα.
Όπως υπογραμμίστηκε, κρίνεται ιδιαίτερα επιτακτική η ανάγκη άμεσης χορήγησης της κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής, προκειμένου να εξασφαλιστεί η εξάλειψη της συμπτωματολογίας. Η θεραπεία συνίσταται στη λήψη αντιβιοτικής αγωγής (η οποία συνήθως συνδυάζει πάνω από δύο είδη αντιβιοτικών), η οποία χρειάζεται να τηρείται για μήνες ή και για 1-2 χρόνια, προκειμένου να ανακάμψει πλήρως ο οργανισμός. Στον σχεδιασμό της θεραπείας, δεν λησμονούμε τη χορήγηση άφθονων υγρών για την πρόληψη ή και την αντιμετώπιση της αφυδάτωσης, καθώς και τη λήψη βιταμινούχων συμπληρωμάτων.
Συμπερασματικά, εξετάζοντας τα προαναφερθέντα, μπορούμε να αντιληφθούμε το μέγεθος της ετερογένειας –αναφορικά με τη συμπτωματολογία– που παρουσιάζει η προκειμένη νόσος. Λαμβάνοντας υπόψη και τη σπανιότητα αυτής της λοίμωξης, δεν θα πρέπει να μας εξάπτει την περιέργεια το γεγονός πως η νόσος του Whipple συχνά δεν συμπεριλαμβάνεται καν στις διαφορικές διαγνώσεις. Αναμφίβολα, απαιτείται η διενέργεια περαιτέρω ερευνών, έτσι ώστε να αποκτήσουμε περισσότερη πρόσβαση στην πληροφόρηση γύρω από αυτό το σπάνιο, αλλά ταυτόχρονα «κοινό» νόσημα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Whipple’s disease, uptodate.com. Διαθέσιμο εδώ
- Whipple’s Disease, my.clevelandclinic.org. Διαθέσιμο εδώ
- Why Is Whipple’s Disease Still a Challenging Diagnosis? A Case Report and Brief Review of Literature, cureus.com. Διαθέσιμο εδώ