Της Παρασκευής Θεοδωρίδου,
Ο επταετής πόλεμος μεταξύ του Ιράν και του Ιράκ, αποτέλεσε σημείο-σταθμό στη σύγχρονη ιστορία και πολιτική, καθώς άλλαξε τον ρου των γεωπολιτικών συμφερόντων και διακρατικών σχέσεων, κυρίως στον χώρο της Μέσης Ανατολής και του Αραβικού κόσμου. Υπήρξαν τόσο ιδεολογικές όσο και πολιτικές αφορμές που οδήγησαν στη μεγάλη αυτή σύγκρουση, οι οποίες θα αναφερθούν εν συντομία, ενώ έπειτα θα εξετασθεί το στρατηγικό-στρατιωτικό κομμάτι του πολέμου, αποδίδοντας μια συνολική εικόνα των αντιμαχόμενων πλευρών, για τα τέσσερα πρώτα έτη, έως και το 1984.
Αρχικά, και οι δύο ηγέτες είχαν οράματα και φιλοδοξίες, που ξεπερνούσαν τον ορίζοντα του κράτους στο οποίο κυβερνούσαν. Από τη μία πλευρά, ο Σαντάμ Χουσεΐν, αρχηγός του Ιράκ, έχοντας ως όραμα να κατακτήσει τον Αραβικό κόσμο και να δημιουργήσει υπερδύναμη εντός αυτού, πίστευε πως η κατάλληλη αφετηρία θα ήταν μια γρήγορη επίθεση και νίκη εναντίον του Ιράν. Επιπλέον, μέσω του παναραβισμού, φιλοδοξούσε στην αναβίωση των παλαιών αραβικών αξιών και με γνώμονα το πετρέλαιο και τον εθνικισμό, στόχευε να γίνει η χώρα μια δύναμη ισάξια με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τη Κίνα. Από την άλλη πλευρά, ο Αγιατολάχ Χομεϊνί, αρχηγός του Ιράν και ανώτατος κληρικός, έχοντας ξεκινήσει τον σχεδιασμό επανάστασης, πίστευε πως αυτή δεν θα έπρεπε να περιοριστεί εντός στα σύνορα του Ιρανικού κράτους, αντιθέτως, να την επεκτείνει σε όλο τον κόσμο, ξεκινώντας από τις ισλαμικές χώρες.
Ακόμη ένα σημαντικό στοιχείο ήταν η περιοχή της Μεσοποταμίας στο Ιράκ, η οποία αναμφισβήτητα, χώριζε γεωγραφικά τόσο πολιτισμούς όσο και θρησκείες, ενώ, είχε γνωρίσει πολλές συρράξεις, μιας που αποτελούσε καίριο μέρος στον πολιτικό και στρατηγικό χώρο, λόγω των ποταμιών της. Την άνοιξη του 1980, ξεκίνησαν επιθέσεις διπλωματικού και πολιτικού χαρακτήρα εναντίον του Ιράν, ενώ ο Σαντάμ Χουσεΐν αποφάσισε πως θα σχεδίαζε επίθεση με μεγάλου εύρους στρατιωτικές επιχειρήσεις, σε συνδυασμό με την πραγματοποίηση πρώτων εναέριων αναγνωρίσεων του Ιρανικού εδάφους. Εξαιτίας των έντονων συγκρούσεων μέσω πολιτικών ρητορικών και της αυξημένης αντιπαλότητας, οι συνθήκες διαμορφώθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε πλέον ήταν αδύνατη η επίλυση των ζητημάτων με ειρηνικό τρόπο, καθιστώντας τη προσφυγή στον πόλεμο, αναπόφευκτη.
Το Ιράκ προς τα τέλη του καλοκαιριού, ξεκίνησε να στέλνει μεραρχίες στα νότια σύνορα του Ιράν, ενώ, η κατάσταση άρχισε να κλιμακώνεται, όταν τον Αύγουστο έλαβαν χώρα εναέριες συμπλοκές μεταξύ των δύο χωρών. Τον Σεπτέμβριο, ανώτατοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι με τη παρουσία του Σαντάμ Χουσεΐν, διεξήγαγαν σύσκεψη περί της επικείμενης επίθεσης. Μέσα από τις συζητήσεις και όσα μαρτυρούν μεταπολεμικά, ανώτατα στελέχη του Ιράκ, έγινε αντιληπτό πως η προσέγγιση του ζητήματος είχε ερασιτεχνικό χαρακτήρα, καθώς δεν υπήρχε κάποιο επιχειρησιακό σχέδιο προς παρουσίαση, ούτε συζητήθηκε τι είδους στρατιωτικές επιχειρήσεις θα διεξάγονταν. Ο Χουσεΐν έβαλε στο στόχαστρο την χαοτική κατάσταση που επικρατούσε λόγω της επικείμενης επανάστασης, καθώς θα μπορούσε με ευκολία να καταλάβει τις πλούσιες πετρελαϊκές πηγές του Αραμπιστάν (σημερινό Κουζεστάν).
Στις 14 Σεπτεμβρίου, το Ιράκ δήλωσε πως πλέον δεν αναγνώριζε τη συμφωνία του Αλγερίου του 1975, κατηγορώντας μάλιστα το Ιράν για παραβίαση των σχετικών διατάξεων. Στις 22 του ίδιου μήνα, οι Ιρακινές δυνάμεις εισέβαλαν στο Ιράν. Ο Χουσεΐν πίστευε πως με την εισβολή θα μπορούσε να ανατρέψει την επανάσταση στη Τεχεράνη και να εγκαθιδρύσει ένα νέο και λιγότερο επικίνδυνο καθεστώς, προσφέροντάς του μεγαλύτερη ισχύ στον Αραβικό κόσμο, ενώ παράλληλα στόχευε στο να αποκτήσει εκ νέου τον έλεγχο στο Shatt-al Arab που το είχε παραχωρηθεί από το σύμφωνο του Αλγερίου. Στις 22 Σεπτεμβρίου, έγινε μια αποτυχημένη προσπάθεια αποδυνάμωσης της αεροπορίας του Ιράν, γεγονός που οδήγησε στο τελευταίο να προβεί σε εναέρια επίθεση, στέλνοντας ορισμένα μαχητικά να καταρρίψουν επιτυχώς στόχους, οι οποίοι βρίσκονταν πλησίον σημαντικών πόλεων του Ιράκ. Από τη πλευρά του, το Ιράκ υστερούσε σε αεροπορική ισχύ, καθώς οι περισσότεροι πιλότοι δεν ήταν επαρκώς εκπαιδευμένοι και στη διάθεση τους είχαν παλαιά μοντέλα αεροσκαφών, τα οποία δεν είχαν αναβαθμιστεί τουλάχιστον τη τρέχουσα περίοδο.
Για αυτόν τον λόγο, βασιζόταν σε χερσαίες επιθέσεις, όπως και έκανε βόρεια και κυρίως νότια κοντά στο Κουζεστάν προς το Shatt-al Arab, καταλαμβάνοντας το Khorramshahr τον Νοέμβριο και από την άλλη, προς το Susangard με στόχο τη στρατιωτική βάση του Ahvaz. Παρόλο που δεν υπήρχε επιχειρησιακό σχέδιο, οι επιθέσεις στέφθηκαν με επιτυχία, καθώς κατάφεραν να θέσουν σε εφαρμογή το στοιχείο του αιφνιδιασμού στον αντίπαλο. Το Ιράν κατάφερε να αποτρέψει αυτό που φάνταζε ως μια γρήγορη νίκη για το Ιράκ, επιστρατεύοντας στη πρώτη γραμμή τόσο παραστρατιωτικές οργανώσεις (βλ. Pasdaran και Basij), όσο και εθελοντές. Με αυτή τη κίνηση, οι μαχητές άγγιξαν τους 200 χιλιάδες. Μετά από την αναβάθμιση αυτή, προστιθέμενος στόχος ήταν η μείωση των εισροών πετρελαίου στο Ιράκ, ως μορφή οικονομικής επίθεσης.
Στις αρχές του 1981, πραγματοποιήθηκαν αποτυχημένες επιθέσεις του Ιράν και σε συνδυασμό με τις αντίξοες καιρικές συνθήκες καμία από τις αμφότερες δυνάμεις δε μπορούσε να εξασφαλίσει υπερίσχυση. Στις 19 Μαρτίου, το Ιράκ πραγματοποιεί επίθεση στο Susangrad για επίδειξη ισχύος, ωστόσο γρήγορα απέτυχε εξαιτίας της πλήρους ετοιμότητας των Ιρανικών δυνάμεων. Στις 28 Ιουνίου, η ιρακινή επαναστατική οργάνωση People’s Mojahedin, βομβάρδισαν τα κεντρικά του κόμματος του Χομεϊνί και στις 30 Αυγούστου δολοφόνησαν τον Ιρανικό Πρόεδρο και τον Πρωθυπουργό. Από τον Νοέμβριο του 1981 έως και τον Μάιο του 1982, το Ιράν προχώρησε σε νέες επιθετικές επιχειρήσεις (βλ. Επιχείρηση Tariq al Qod), εκμεταλλευόμενοι την ανετοιμότητα του αντιπάλου, κατορθώνοντας έτσι να τους οδηγήσουν στην οπισθοχώρηση προς τα δικά τους εδάφη.
Μια ακόμη επιχείρηση του Ιράν, έλαβε χώρα τον Απρίλιο-Μάιο του 1982, με κωδική ονομασία «Επιχείρηση Jerusalem», η οποία είχε ως αποτέλεσμα μια μεγάλη ήττα από τη πλευρά των Ιρακινών, καθώς για ακόμη μια φορά ήτα απροετοίμαστοι, παρά την επανάκτηση ισχύος. Μέσα από αυτή την επιχείρηση το Ιράν κατάφερε να ανακαταλάβει το Khorramshahr. Το καλοκαίρι του 1982, ο Σαντάμ Χουσεΐν, πραγματοποίησε μια βραχύχρονη αλλαγή πλεύσης, καθώς η νέα ρητορική του έκανε λόγο για κατάπαυση του πυρός και ειρηνική διευθέτηση των συγκρούσεων. Μάλιστα, επισήμανε πως η ειρήνευση ήταν μια αμοιβαία επιθυμία καθώς εκπλήρωνε τα συμφέροντα αμφότερων των χωρών. Σε αυτή του τη προσπάθεια, έστρεψε τη προσοχή του στη διεθνή σκηνή, ζητώντας παρέμβαση από τα Ηνωμένα Έθνη, τον Οργανισμού του Συνεδρίου του Ισραήλ και το Κίνημα της Ουδετερότητας. Από αυτά, μόνο τα Ηνωμένα Έθνη παρουσίασαν έναν διακανονισμό για τη λήξη των εχθροπραξιών, ωστόσο το Ιράν αρνήθηκε να το δεχτεί, τονίζοντας πως ο πόλεμος θα λήξει μόνο όταν ο Σαντάμ Χουσεΐν καταδικαστεί ως εγκληματίας πολέμου και στο Ιράκ θα ανέλθει ισλαμική κυβέρνηση.
Τον Ιούλιο, έλαβε χώρα η Επιχείρηση Ramadan, έχοντας ως στόχο τη περιοχή του Basra, παρόλα αυτά το Ιράν απέτυχε να βγει νικήτρια από τη μάχη. Ακολούθησε ο επανεξοπλισμός του Ιράκ, κυρίως από τη Σοβιετική Ένωση (τανκς, εκτοξευτές πυραύλων, στρατιωτικά ελικόπτερα, κ.ά.). Το 1983, ήταν μια χρονιά επίδειξης ισχύος και για τις δύο χώρες, κυρίως για το Ιράν το οποίο για ακόμη μια φορά προχώρησε σε νέο κύμα επιθετικών επιχειρήσεων. Τον Φεβρουάριο του 1983, οι Ιρανικές δυνάμεις επιτέθηκαν στο al-Amarah με σκοπό να καταλάβουν τη περιοχή και να διαλύσουν τον αυτοκινητόδρομο που ένωνε τη Βαγδάτη με τη Μπάσρα. Παρά το γεγονός ότι κατάφεραν να «σπάσουν» τις άμυνες των Ιρακινών, οι τελευταίοι χρησιμοποίησαν όλες τις διαθέσιμες εφεδρείες και επιτέθηκαν στους αντιπάλους με μεγάλη ευκολία. Ακολούθησαν άλλες τρεις επιχειρήσεις με την κωδική ονομασία «Αυγή», οι οποίες όμως προσέφεραν στο Ιράν μικρού βαθμού νίκες.
Το 1984, το Ιράκ έθεσε νέους στόχους, όπως να εμποδίσουν το Ιράν από το να εξασφαλίσει μεγάλες νίκες εντός του Ιράκ. Επιπλέον, η άμυνα της χώρας ενισχύθηκε με νέο εξοπλισμό τόσο από Σοβιετική Ένωση, όσο και από τη Γαλλία. Επίσης, έγινε προσπάθεια από τη πλευρά του Σαντάμ Χουσεΐν για διαπραγματεύσεις με τον Χομεϊνί, όμως ο τελευταίος αρνήθηκε κατηγορηματικά να προβεί σε τέτοια διαδικασία. Πλέον οι αντιμαχόμενες πλευρές ήταν έτοιμες για νέο κύμα μαχών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Williamson Murray, Woods M. Kevin, (2014), The Iran-Iraq War: A Military and Strategic History, United Kingdom: Cambridge University Press.
- History of Iran, iranchamber.com, Διαθέσιμο εδώ