Της Κωνσταντίνας Λάμπου,
Στην ελληνική έννομη τάξη, προκειμένου να τηρείται η αρχή της νομιμότητας και της προστασίας, επιβάλλονται μηχανισμοί, που, αφενός, στοχεύουν στον έλεγχο της συμμόρφωσης των οργάνων της Δημόσιας Διοίκησης στους κανόνες δικαίου και, αφετέρου, συντονίζουν την οργάνωση και τη δραστηριότητά της. Για το λόγο αυτό, προβλέπονται τέσσερα είδη τέτοιου ελέγχου: κοινοβουλευτικός, διοικητικός, ενδιάμεσος και δικαστικός.
Για τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, αρχικά, σαν θεμελιώδες στοιχείο του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, προβλέπεται ρύθμισή του στο Σύνταγμα και στον Κανονισμό Εργασιών της Βουλής. Από την άλλη, ο τρόπος που ασκείται ο διοικητικός έλεγχος καθορίζεται από τα όργανα της Διοίκησης, με βάση τον ιεραρχικό έλεγχο και τη διοικητική εποπτεία και ασκείται, είτε αυτεπάγγελτα είτε ύστερα από διοικητική προσφυγή ενάντια στις διοικητικές πράξεις ή με υποβολή αναφοράς. Όσον αφορά τις διοικητικές προσφυγές, αυτές είναι πιο περίπλοκες και ασκούνται από τον διοικούμενο, του οποίου τα έννομα συμφέροντα και τα δικαιώματά του, έχουν υποστεί υλική ή ηθική βλάβη. Διακρίνονται σε απλές, ειδικές και ενδικοφανείς προσφυγές.
Η απλή διοικητική προσφυγή λειτουργεί ως μέσο που απευθύνεται στο όργανο που εξέδωσε την πράξη (αίτηση θεραπείας) ή στο ιεραρχικό προϊστάμενό του όργανο (ιεραρχική προσφυγή) και έχει ως αίτηση την ανάκληση ή τροποποίηση ατομικής διοικητικής πράξης. Η προθεσμία είναι απούσα για την υποβολή της. Η επανεξέταση της υπόθεσης, τόσο από πλευράς νομιμότητας όσο και από πλευράς ουσίας, δίνεται να πραγματοποιηθεί από το διοικητικό όργανο, το οποίο πρέπει να κάνει γνωστό στον αιτούντα την απόφασή του, μέσα σε διάστημα 30 ημερών. Εκτελεστό χαρακτήρα έχει η πράξη που εκδίδεται επί της προσφυγής, μόνο σε περίπτωση που έγινε εκ νέου έλεγχος της ουσίας της προσβαλλόμενης πράξης, αλλιώς λέγεται βεβαιωτική. Η θέση του προσφεύγοντος δεν είναι δυνατόν, πάντως, να χειροτερεύσει μέσω της απόφασης.
Για την ειδική διοικητική προσφυγή υπάρχουν προβλέψεις από ειδικές διατάξεις, που προχωρούν σε καθορισμό προθεσμίας, σχετικά με την άσκηση και εξέτασή της από το αρμόδιο όργανο και επιτρέπεται μόνο έλεγχος της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης. Επιπλέον, το συγκεκριμένο είδος προσφυγής έχει ως αίτηση την ακύρωση της προσβαλλόμενης ατομικής ή κανονιστικής πράξης. Και εδώ, η απόφαση επί της προσφυγής χρειάζεται να γίνει γνωστή στον προσφεύγοντα σε διάστημα 30 ημερών, σε περίπτωση που δεν υπάρχει διαφορετικός καθορισμός προθεσμίας από τις σχετικές διατάξεις. Όσες αποφάσεις ακυρώνουν την προσβαλλόμενη πράξη, ο χαρακτήρας τους είναι εκτελεστός. Οι απορριπτικές αποφάσεις που διακρίνονται σε σιωπηρές ή ρητές, κάποιες φορές, χαρακτηρίζονται ως βεβαιωτικές και άλλες ως εκτελεστές.
Η ενδικοφανής προσφυγή λειτουργεί σαν την ειδική προσφυγή, δηλαδή προβλέπεται από ειδικές διατάξεις, μέσω των οποίων καθορίζεται η προθεσμία και το αρμόδιο όργανο για την κρίση τους. Η διαφορά τους έγκειται στο ότι προβλέπουν και τον έλεγχο της ουσίας, πέρα από τον έλεγχο νομιμότητας. Η απόφαση, που δεν επιτρέπει να γίνει χειρότερη η θέση του προσφεύγοντος επί της προσφυγής, είναι απαραίτητο να εκδοθεί σε διάστημα 3 μηνών, με την προϋπόθεση να μην υπάρχει άλλη πρόβλεψη. Ο χαρακτήρας της είναι, επίσης, εκτελεστός.
Εάν η άσκηση της απλής και της ειδικής προσφυγής γίνει μέσα στο τελευταίο αυτό διάστημα, τότε προχωράει σε διακοπή της προθεσμίας για την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως ή της προσφυγής ουσίας. Προϋπόθεση, για να ασκηθεί η αίτηση ακυρώσεως ή η προσφυγής ουσίας, είναι η προηγούμενη άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής. Αν υπάρχει διοικητική πράξη, εναντίον της οποίας υπάρχει πρόβλεψη ενδικοφανούς προσφυγής, χρειάζεται να αναφέρεται στο σώμα της.
Σε περίπτωση που παράλειψη έκδοσης διοικητικής πράξης ή υλική ενέργεια του διοικητικού οργάνου δημιουργήσουν βλάβη στα έννομα συμφέροντα ή δικαιώματα των διοικουμένων, δε γίνεται να υποβληθεί διοικητική προσφυγή. Όμως, αυτός που ενδιαφέρεται μπορεί να ζητήσει να επανορθωθεί ή να ανατραπεί η βλάβη, με αναφορά στην οποία το διοικητικό όργανο πρέπει να απαντήσει σε 50 ημέρες.
Όσον αφορά τον ενδιάμεσο διοικητικό έλεγχο, είναι αυτός που, όπως υποδηλώνει και το όνομά του, βρίσκεται ενδιάμεσα στον διοικητικό και στον δικαστικό έλεγχο. Προβλέπεται από το Σύνταγμα, στο άρθρο 103 παρ. 1, από ανεξάρτητη διοικητική αρχή αποτελούμενη από τον Συνήγορο του Πολίτη και τους πέντε βοηθούς Συνηγόρους. Έχει σαν αρμοδιότητα να ερευνήσει, αν η διοικητική πράξη ή παράλειψη εκδόσεώς της ή υλική πράξη ή παράλειψη υλικών ενεργειών των διοικητικών οργάνων του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ, προσβάλλουν έννομα συμφέροντα ή δικαιώματα.
Ο έλεγχος τη Δημόσιας Διοίκησης στοχεύει στην ενίσχυση και προστασία της αξίας του ανθρώπου, αφού παρέχει αντικειμενική διασφάλιση, συμβουλές και πληροφόρηση, που βασίζονται στην αξιολόγηση των κινδύνων που απειλούν τον ιδιώτη. Ακόμη, ο έλεγχος της Διοίκησης προσφέρει βοήθεια σε κάθε άνθρωπο, να εκπληρώσει τους στόχους του, μέσω μιας πειθαρχημένης προσέγγισης για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, που διαχειρίζεται μια κυβέρνηση τον κίνδυνο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Σπηλιωτόπουλος Επαμεινώνδας, Το Ελληνικό Δημόσιο Δίκαιο, 10η έκδοση, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2019
- Εγχειρίδιο Εσωτερικού Ελέγχου για την Ελληνική Δημόσια Διοίκηση, aead.gr, διαθέσιμο εδώ