Του Γιώργου Γαλανάκη,
Mε τον όρο Varlik Vergisi (φόρος περιουσίας) αναφερόμαστε στην δυσβάσταχτη φορολογία που επιβλήθηκε από το τουρκικό κράτος, στα περιουσιακά στοιχεία κυρίως των μη μουσουλμανικών ομάδων κατά την περίοδο 1942-44. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, η λογική του νόμου που ψηφίστηκε τον Νοέμβριο του 1942 είναι η φορολόγηση των παράνομα συσσωρευμένων κερδών με σκοπό να χρηματοδοτηθεί η ενδεχόμενη είσοδος της Τουρκίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όμως, η πραγματικότητα διαφέρει. Αυτή η έκτακτη και άνευ προηγουμένου φορολόγηση εντάσσεται στην συντονισμένη προσπάθεια του τουρκικού κράτους να πατάξει την πρωτοκαθεδρία των Ελλήνων, των Αρμένιων και των Εβραίων στον τομέα του εμπορίου με σκοπό την ανάδειξη των Τούρκων επιχειρηματιών. Σε συνεδρίαση του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, ο Πρωθυπουργός Σουκρού Σαράτσογλου αναφέρθηκε ξεκάθαρα στις προθέσεις αυτού του νόμου:
«Αυτός ο νόμος είναι ταυτόχρονα ένας νόμος επαναστατικός. Είναι μια ευκαιρία να αποκτήσουμε την οικονομική μας ανεξαρτησία. Θα εκμηδενίσουμε τους ξένους που κυριαρχούν στην αγορά και θα την παραδώσουμε στα χέρια των Τούρκων.»
Η προετοιμασία του νόμου ξεκίνησε από τον τύπο, ο οποίος προσπαθούσε να προσάψει στις μειονότητες έκνομες ενέργειες, ενώ ταυτόχρονα γινόντουσαν οι τεχνικής φύσης προετοιμασίες για την επιβολή του φόρου. Αρχικά να σημειωθεί ότι οι θιγόμενοι από τον φόρο ήταν: α) εταιρίες και ιδιώτες που ασκούσαν εμπορικές δραστηριότητες από το 1939, β) προμηθευτές και μεσάζοντες, γ) υπάλληλοι σε μη κρατικές επιχειρήσεις. Λόγω αδυναμίας εκτίμησης του ποσού από τις κρατικές υπηρεσίες, οι επιθεωρητές πήγαιναν κρυφά έξω από τις επιχειρήσεις για να εκτιμήσουν την αξία της περιουσίας. Με αυτήν την τακτική είναι λογικό να δημιουργήθηκαν τεράστια λάθη στην εκτίμησή τους. Έναν μήνα μετά την ψήφιση του νόμου δημοσιεύτηκαν τα ποσά που έπρεπε να καταβάλλουν οι φορολογούμενοι. Τα ποσά υπερέβαιναν κατά πολύ την αξία της περιουσίας των μειονοτήτων. Οι Αρμένικες εταιρίες έπρεπε να πληρώσουν το 232% του κεφαλαίου τους, οι Εβραίοι το 184%, οι Έλληνες το 159% και οι Τούρκοι Μουσουλμάνοι το 4,9%. Το ποσό που έπρεπε να πληρωθεί ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Για παράδειγμα, μία Ελληνίδα υπάλληλος με μηνιαίο εισόδημα 28 τουρκικές λίρες, έπρεπε να πληρώσει φόρο 500, ενώ η μουσουλμάνα συνάδελφός της τίποτα.
Το υπέρογκο ποσό έπρεπε να καταβληθεί μέσα σε δύο εβδομάδες από την ανακοίνωση του φόρου. Μετά το πέρας της προθεσμίας γινόταν κατάσχεση των αντικειμένων από τις επιχειρήσεις και τις οικίες των οφειλετών, τα οποία πωλούνταν σε δημόσια δημοπρασία. Από το 1943, άρχισε να γίνεται η πώληση των μειονοτικών περιουσιών, η οποία πραγματοποιούνταν υπό την εποπτεία των οικονομικών υπηρεσιών, με σκοπό το ποσό να κατευθυνθεί ολόκληρο στις φορολογικές οφειλές. Την ίδια περίοδο, ξεκινάει η εφαρμογή ίσως της πιο επίπονης πρόβλεψης του νόμου. Σύμφωνα με τον νόμο όσοι δεν καταβάλλουν το ποσό σε διάστημα ενός μηνός θα στέλνονταν σε τάγματα εργασίας με σκοπό να αποπληρώσουν το ποσό με ατομική εργασία. Υπήρχε πρόβλεψη για καταβολή 2 λιρών την ημέρα, με τη μία να πηγαίνει στην αποπληρωμή του φόρου. Λόγω του υψηλού φόρου ο εγκλεισμός ήταν θεωρητικά, ισόβιος καθώς οι έγκλειστοι έπρεπε να δουλέψουν δύο ζωές για να αποπληρώσουν το ποσό τους. Oι οφειλέτες αφού συνελήφθησαν, μεταφέρθηκαν αρχικά σε ένα στρατόπεδο και στην συνέχεια στην ανατολική Τουρκία. Οι συνθήκες εργασίας ήταν άθλιες με αποτέλεσμα να υπάρξουν 21 θάνατοι. Ο νόμος προέβλεπε ότι οι άνδρες άνω των 55 θα εξαιρούνταν από τα τάγματα, κάτι το οποίο όμως δεν ίσχυσε. Όσοι κατέβαλλαν τον φόρο μπορούσαν να επιστρέψουν στις οικογένειες τους. Να σημειωθεί ότι στα τάγματα εργασίας δεν υπήρχε κανένας μουσουλμάνος.
Στην αρχή οι αντιδράσεις ήταν ανύπαρκτες. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, είτε λόγω της πολεμικής σύρραξης, είτε λόγω προσωπικών τους θεμάτων, δεν ήθελαν να εμπλακούν στο ζήτημα. Για παράδειγμα, η Βρετανία, δεν ήθελε να εμπλακεί γιατί θα «πλήγωνε» την Τουρκία και θα τη πείσμωνε περισσότερο. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα βρισκόταν υπό κατοχή και η εξόριστη κυβέρνηση δεν μπορούσε να δράσει. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν τον Σεπτέμβριο το 1943, όταν ο εκδότης των New York Times Σάιρους Σουλτσμπέργκερ έγραψε δύο άρθρα κατακρίνοντας τον φορολογικό νόμο. Θεωρείται ότι αυτά τα άρθρα έδρασαν καταλυτικά, καθώς τέσσερις μέρες μετά την δημοσίευση του δεύτερου άρθρου, το κοινοβούλιο απάλειψε τα χρέη των υπαλλήλων και των υπαίθριων πολιτών, ενώ τον Δεκέμβριο αφέθηκαν ελεύθεροι οι έγκλειστοι στα τάγματα εργασίας. Τέλος, τον Μάρτιο του 1944, ο νόμος καταργήθηκε πλήρως. Στην συνέχεια, το τουρκικό κράτος δεσμεύτηκε ότι θα αποζημιώσει τους φορολογούμενους γι’ αυτό το μέτρο, κάτι που δεν έγινε ποτέ.
Συμπερασματικά, το Varlik Vergisi αποτέλεσε την μεγαλύτερη παραβίαση που είχε γίνει ως τότε στην συνθήκη της Λοζάνης, όσον αφορά τα δικαιώματα των μειονοτήτων, ενώ εξανέμισε τις ελπίδες των μειονοτήτων για μία ειρηνική διαβίωση στο τουρκικό κράτος. Η επόμενη μέρα βρίσκει τις μειονότητες εξουθενωμένες οικονομικά και πολλές μειονοτικές επιχειρήσεις σε χέρια Τούρκων, αφού πωλήθηκαν για να αποπληρωθούν οι φόροι τους. Συνεπώς, το τουρκικό κράτος κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να επιτελέσει τον σκοπό του που ήταν διαχρονικά η αποδυνάμωση των μη μουσουλμάνων και η ενδυνάμωση των Τούρκων επιχειρηματιών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Güven, Dilek (2006), Εθνικισμός, κοινωνικές μεταβολές και μειονότητες: Τα επεισόδια εναντίον των μη Μουσουλμάνων της Τουρκίας (6/7 Σεπτεμβρίου 1955), Αθήνα: Εκδόσεις Εστία.
- Varlik vergisi – Ο νόμος που θέσπισε η τουρκική βουλή για να εξοντώσει οικονομικά Έλληνες, Εβραίους και Αρμενίους, cognoscoteam.gr, Διαθέσιμο εδώ