Του Ιωάννη Περγαντή,
Τα ελληνιστικά βασίλεια δεν θυμίζουν σχεδόν σε τίποτα τις κραταιές και απαρχαιωμένες για την εποχή πόλεις-κράτη της κυρίως Ελλάδας. Νέα γεωγραφικά πλαίσια και όρια, ανακατατάξεις στον τρόπο διοίκησης, ραγδαίες εξελίξεις στους τομείς των επιστημών: όλα αυτά τοποθετούν τις ελληνιστικές μοναρχίες σε μια πιο πλεονεκτική θέση και τον νέο μοναρχικό κόσμο έτη φωτός πιο μπροστά σε σύγκριση με τον κόσμο της «Παλαιάς Ελλάδας». Παρ’ όλο που ο κάθε ελληνιστικός μονάρχης θέλησε να χαράξει τον δικό του δρόμο, όλοι ανεξαιρέτως υιοθέτησαν τις ίδιες στάσεις και πρακτικές όσον αφορά το σύστημα της γαιοκτησίας, το οποίο δεν απέχει και πολύ από το καθιερωμένο σύστημα των ελληνικών πόλεων-κρατών.
Οι νέες εκτάσεις, οι οποίες περιήλθαν υπό τη κυριαρχία των βασιλείων, ήταν επί το πλείστον γόνιμες και άμεσα διαθέσιμες για αξιοποίηση. Έτσι, οι ελληνιστικοί μονάρχες, κυρίως οι Πτολεμαίοι και οι Σελευκίδες, έλαβαν άμεσα μέτρα για τον καθορισμό του τρόπου παραγωγής, αλλά και του τρόπου παραχώρησης της γης στις διάφορες κοινωνικές ομάδες. Δημιουργήθηκε, με αυτόν τον τρόπο, ένα μεγάλο πλήθος γαιών και ιδιοκτησιών, η κάθε μια με διαφορετική χρησιμότητα, τις οποίες θα αναλύουμε στο παρόν άρθρο.
Ο απώτερος σκοπός του κάθε μονάρχη, με τη θέσπιση μιας ενιαίας αγροτικής-γεωργικής πολιτικής, ήταν η εξασφάλιση παραγωγικής επάρκειας και η εισροή εσόδων στα βασιλικά θησαυροφυλάκια. Η παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων σιτηρών και τροφίμων, απαραίτητα για τον ανεφοδιασμό του στρατού και την αντιμετώπιση επισιτιστικών κρίσεων, καθώς και η ακατάπαυστη εξαγωγή προϊόντων σε άλλα κράτη αποτελεί μια μείζονος σημασίας πολιτική για τα δημοσιονομικά του εκάστοτε βασιλείου. Αυτή η σπουδαιότητα συναντάται στη μεγάλη προσοχή που έδιναν οι μονάρχες στον σωστό διαμοιρασμό της γης, εξασφαλίζοντας τη μεγαλύτερη δυνατή παραγωγή.
Η γη στα ελληνιστικά βασίλεια χωρίζεται σε τρεις κύριες κατηγορίες: τη βασιλική γη, την ιερή γη και τις δωρεές σε ιδιώτες και ναούς. Ξεκινώντας από τη βασιλική γη, αυτή αποτελούσε το μεγαλύτερο μέρος της επικρατείας του εκάστοτε βασιλείου. Οι εκτάσεις που συνέθεταν τη βασιλική γη ήταν στην άμεση δικαιοδοσία του βασιλιά, ως ατομική περιουσία. Για την καλλιέργεια και αξιοποίηση αυτών των εκτάσεων, ο μονάρχης επέλεγε καλλιεργητές (συνήθως γηγενείς πληθυσμούς και ακτήμονες), οι οποίοι, έπειτα, επιφορτίζονταν με το έργο της καλλιέργειας και της απόδοσης μέρους της παραγωγής, μαζί με έναν φόρο επί της γης. Αυτοί οι καλλιεργητές, γνωστοί και ως βασιλικοί γεωργοί, δεν μπορούσαν να αρνηθούν την εντολή του βασιλιά και, έτσι, αξιοποιούσαν τις βασιλικές γαίες υποχρεωτικά. Παρά την υποχρεωτικότητα αυτής της εργασίας, οι γεωργοί αυτοί δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν με τον αναχρονιστικό όρο του δουλοπάροικου. Οι γηγενείς που επιλέγονταν ήταν επί το πλείστον ακτήμονες, έτσι τους δινόταν η δυνατότητα βιοπορισμού, με το αντίτιμο της παραχώρησης ενός μέρους της παραγωγής και ενός φόρου. Αρκετές ήταν και οι φορές που οι γεωργοί αυτοί, δυσαρεστημένοι με τις συνθήκες εργασίας, έφευγαν από τις γαίες ως ένδειξη διαμαρτυρίας, με τον θεσμό της αναχώρησης. Αν και οι συνθήκες διαβίωσης δεν ήταν ιδανικές, αυτό δεν σήμαινε ότι η συγκεκριμένη θέση δεν έδινε σε αρκετούς τη δυνατότητα επιβίωσης.
Η δεύτερη κατηγορία γης ήταν η λεγόμενη ιερή γη. Αυτά τα αγροτεμάχια, των οποίων τα όρια καθιερώνονταν με αυστηρότητα, ανήκαν στην άμεση δικαιοδοσία των ναών (ελληνικών και γηγενών). Αυτές οι εκτάσεις όριζαν χωροταξικά μια περιοχή, στην οποία υπερίσχυαν οι νόμοι των θεών και όχι των ανθρώπων. Αυτού του είδους οι εκτάσεις συναντώνται και στην κυρίως Ελλάδα, καθώς αποτελεί έναν από τους παλαιότερους θρησκευτικούς θεσμούς του αρχαίου ελληνισμού. Αυτές οι εκτάσεις, έπειτα, μπορούσαν να αξιοποιηθούν από τους ναούς, με τα προϊόντα που παράγονται να χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των αναγκών των ναών, αλλά και ως σπονδές σε γιορτές. Η παραχώρηση γης σε ναούς ικανοποιούσε κυρίως πολιτικές σκοπιμότητες, καθώς οι ναοί και ιερείς αποτελούσαν τους κύριους διαμεσολαβητές της εξουσίας με τον λαό. Μια καλή σχέση με τους κατά τόπους ναούς μπορούσε να εξασφαλίσει τη πίστη των ιερέων, οι οποίοι, με τη σειρά τους, εγγυούνταν την πίστη και την υποταγή των ντόπιων λαών .
Η τρίτη κατηγορία γης ήταν δωρεές των εκάστοτε βασιλέων σε ιδιώτες και ναούς. Αυτές οι εκτάσεις γης υπόκεινται στο ίδιο θεσμικό πλαίσιο με αυτό της βασιλικής γης, δηλαδή αποτελούνται από τους βασιλικούς γεωργούς, οι οποίοι έχουν ως μέλημα την παραγωγή τους και την απόδοση φόρων. Αυτό που διαφοροποιείται από τις βασιλικές γαίες είναι ο ιδιοκτήτης. Κύριοι αυτών των εκτάσεων είναι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι ή ναοί κατά την επικράτεια του βασιλείου, στους οποίος αποδίδονται αυτές οι γαίες ως επιβράβευση για τις υπηρεσίες τους ή απλώς, αποσκοπώντας στην εξασφάλιση της πίστης στον εκάστοτε μονάρχη, μέσω του γνωστού μέσου της δωροδοκίας.
Άλλη κατηγορία γαιών, που συναντάται κυρίως στο βασίλειο των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο, είναι αυτή των κληρουχιών. Οι κληρουχίες ήταν καλλιεργήσιμες εκτάσεις γης, οι οποίες δίνονταν σε έφεδρους στρατιώτες του πτολεμαϊκού στρατού. Οι στρατιώτες αυτοί (επί το πλείστον Έλληνες), αναλάμβαναν τη καλλιέργεια αυτών των εκτάσεων, χωρίς, όμως, την υποχρέωση απόδοσης μέρους της παραγωγής ή φόρου, παρά μόνο σε συγκεκριμένα είδη πολύτιμων καλλιεργειών. Το μέτρο αυτό είχε άμεση πολιτική σκοπιμότητα, καθώς οι Πτολεμαίοι ηγεμόνες θέλησαν να προσελκύσουν όλο και περισσότερους Έλληνες της Αιγύπτου, με τους οποίους θα επάνδρωναν τον στρατό τους, απαλλάσσοντας, έτσι, τον πτολεμαϊκό στρατό από μισθοφόρους και συγκροτώντας μια αμιγώς «γηγενή» στρατιωτική δύναμη.
Παρ’ όλο που με τα ελληνιστικά βασίλεια ο κόσμος της ανατολικής Μεσογείου μπήκε σε μια νέα εποχή, αυτό δεν αφαίρεσε από τη γεωργία τον πρωταγωνιστικό ρόλο της στον τομέα της οικονομίας. Η ιδιοκτησία και εκμετάλλευση της γης ανέκαθεν αποτελούσε την κινητήριο δύναμη των κρατών, φαινόμενο το οποίο διατηρείται σε μεγάλο βαθμό μέχρι και τις μέρες μας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Χανιώτης, Άγγελος (2021), Η εποχή των κατακτήσεων: Ο ελληνιστικός κόσμος από τον Αλέξανδρο στον Αδριανό 336 π.Χ.-138 μ.Χ., Ηράκλειο Κρήτης: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
- Orrieux, Claude – Pantel, Pauline Schmitt (2018), Αρχαία Ελληνική Ιστορία, Αθήνα: Εκδοτική Gutemberg.
- Marston, John M. & Birney, Kathleen J. (2021), Hellenistic agricultural economies at Ashkelon, Southern Levant, Διαθέσιμο εδώ
- Rostovtzeff, Michael I. (1936), The Hellenistic World and its Economic Development, Διαθέσιμο εδώ