Του Νικηφόρου Παγώνη,
Η 21η Μαρτίου έχει καθιερωθεί ως η Παγκόσμια Ημέρα κατά του Ρατσισμού, κατά των φυλετικών διακρίσεων. Το 1966, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών καθιέρωσε και επίσημα την ημέρα αυτή, σε ανάμνηση ενός γεγονότος που συνέβη στις 21 Μαρτίου του 1960, κατά το οποίο η αστυνομία της Νοτίου Αφρικής πυροβόλησε εν ψυχρώ κατά μιας φοιτητικής διαδήλωσης στο Σάρπβιλ. Η διαδήλωση αυτή αφορούσε την εναντίωση κατά της επιβολής της λευκής μειοψηφίας που επέφερε ανισότητα, ενώ χάθηκαν 70 άνθρωποι. Κάνοντας λόγο για ανισότητα και επιβολή, μάς έρχονται στο μυαλό διάφορες εικόνες, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να ανήκουν στη σημερινή πραγματικότητα.
Ζούμε στο 2023 και ακόμα χρησιμοποιούμε τη φράση «Ζούμε στο Δύο χιλιάδες (δέκα, δώδεκα, δεκαοκτώ, είκοσι ένα…)» για να δηλώσουμε ότι βιώνουμε ακόμα σκηνές ρατσισμού, φυλετικών διακρίσεων και διάφορων ειδών «φοβιών», σε μια κοινωνία που θεωρητικά αλλάζει προς το καλύτερο. Αυτή η αλλαγή δείχνει να είναι εντελώς θεωρητική, αφού ο ρατσισμός καλά κρατεί σε διάφορες εκφάνσεις της ζωής. Η ανάγκη της αίσθησης υπεροχής και επιβολής κάποιου οδηγεί αρκετές φορές σε συμπεριφορές που θα έπρεπε να έχουμε αφήσει πίσω μας εδώ και πολλά χρόνια. Διότι ρατσισμός δεν είναι μόνο η φυλετική διάκριση, που ως επί το πλείστον υπήρχε περισσότερο, αλλά είναι και οι κοινωνικές διακρίσεις.
Στον αντίποδα, φυσικά, υπάρχουν άνθρωποι, κινήματα και πολλών ειδών δράσεις που μάχονται, αντιτίθενται και καταδικάζουν τον ρατσισμό και τις διακρίσεις, απ’ όπου κι αν αυτά προέρχονται. Είναι θετικό που υπάρχουν και τείνουν να γιγαντώνονται με το πέρασμα του καιρού. Είναι ένα αισιόδοξο γεγονός, για όποια κοινωνία θέλει να έχει μέσα της την αποδοχή και την προάσπιση των δικαιωμάτων όλων των ανθρώπων, ανεξαρτήτως βιολογικού ή κοινωνικού παράγοντα. Άλλωστε, μόνο εάν δηλώσουμε την αντίθεσή μας σε κάτι, αυτό είναι δυνατό να αλλάξει προς το καλύτερο. Τι συμβαίνει, όμως, με εκείνους που ασχολούνται μόνο με το «φαίνεσθαι» της καταπολέμησης αυτής;
Υπάρχουν οι πραγματικοί προασπιστές των δικαιωμάτων, της εξάλειψης ρατσιστικών φαινομένων, και υπάρχουν και εκείνοι που είναι φιλάνθρωποι και ουμανιστές μόνο για να κρύψουν ενδόμυχες σκέψεις τους ή να μην κριθούν από κάποιον. Φράσεις που όλοι έχουμε ακούσει, όπως το «ναι μεν αλλά», «δεν με απασχολεί αυτό, αρκεί να μην», δηλώνουν μια αποδοχή ως προς κάποια κατάσταση ή κάποιες ομάδες ανθρώπων, ωστόσο αυτοαναιρούνται δηλώνοντας και μια άρνηση προς αυτά. Δεν μπορούμε να πούμε, επομένως, ότι μιλάμε για πλήρη αποδοχή, αλλά για μια προσπάθεια φαινομενικής αποδοχής. Το ίδιο συμβαίνει και με εκείνους που «υποχρεωτικά» αγαπούν τον άνθρωπο, όποιος και αν αυτός είναι. Δηλαδή, δεν γίνεται να λέμε στους γύρω μας ότι «πρέπει να αγαπάμε όλους τους ανθρώπους».
Δεν ζούμε σε μια ουτοπική κοινωνία, όπου όλοι αγαπάμε και συμπαθούμε τους πάντες. Είναι λογικό ένας άνθρωπος να μην καταλαβαίνει κάποια κατάσταση, ή κάποια ομάδα ανθρώπων, είναι λογικό κάποιος άνθρωπος να μην έχει κοινή πορεία με κάποιον άλλον, όπως είναι λογικό κάποιος να διαφωνεί με κάτι που δεν βρίσκεται στη δική του νοητική σφαίρα. Δεν γίνεται να αναγκάσουμε κάποιον να κάνει κάτι που δεν θέλει, να υφίσταται κάτι που δεν του αρέσει. Όμως, δεν γίνεται και να επιτρέψουμε συμπεριφορές υποτιμητικές ή συμπεριφορές που εμπεριέχουν μέσα τους κάποια μορφή ρατσισμού. Ναι, δεν «γίνεται» να τους αγαπάμε και να τους συμπαθούμε όλους, όμως «πρέπει» να κατανοήσουμε ότι υπάρχουν δίπλα μας, γύρω μας και, είτε να επιλέξουμε να βλέπουμε εκείνα και εκείνους που δεν μας προξενούν κάποια ανάγκη να δείξουμε ότι εμείς είμαστε «σωστοί» και «ανώτεροι» είτε να εκφράσουμε τη δυσαρέσκεια μας με έναν ειρηνικό, και σε καμία περίπτωση προσβλητικό τρόπο.
Σαφώς και όταν μιλάμε για ανθρώπους, δεν μιλάμε για αντικείμενα: μου αρέσει αυτό ή δεν μου αρέσει εκείνο. Είμαστε όλοι ισότιμοι και υπαρκτοί! Αυτό, λοιπόν, θα έπρεπε να υπερασπιζόμαστε όλοι. Μπορούμε αντί του «πρέπει να αγαπάμε/αποδεχόμαστε όλους τους ανθρώπους» να λέμε ότι «είναι καλό να κατανοήσουμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν είναι όπως είμαστε εμείς, είναι διαφορετικοί από εμάς και είναι καλό να τους υπερασπιζόμαστε και να υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα τους, όπως και τα δικαιώματα όλων των ανθρώπων». Δεν εξαναγκάζουμε κάποιον να κάνει κάτι, αλλά αναφέρουμε ότι θα ήταν καλό να αλλάξει έναν τρόπο σκέψης και πράξης που φέρνει ως αποτέλεσμα μόνο το μίσος, με έναν τρόπο κατανοητικό και σίγουρα βοηθητικό, τόσο ως προς το άτομο και τον πνευματικό ορίζοντα αυτού, όσο και ως προς το σύνολο της κοινωνίας.
Αυτό μπορεί να αρχίσει από τον μικρόκοσμο του σχολείου, αναφέροντας ότι είναι, δηλαδή, καλό να σεβόμαστε τον πλησίον μας, και αν δεν συμφωνούμε με κάτι που κάνει, να το εκφράζουμε με έναν ειρηνικό τρόπο και όχι με συμπεριφορές μίσους. Αντίστοιχα, εάν είναι κάτι το οποίο εμείς δεν έχουμε γνωρίσει έως τώρα ή έχει καταγωγή από κάπου που δεν γνωρίζουμε, μπορούμε να έχουμε διάλογο για να μάθουμε και όχι απλά να δείχνουμε με το δάχτυλο και να κοροϊδεύουμε. Ομοίως με την οικογένειά μας, με τα άτομα από το εργασιακό μας περιβάλλον και γενικότερα με άτομα από το κοινωνικό σύνολο. Δεν θα καταφέρουμε ποτέ να συνυπάρξουμε όλοι με όλους τους ανθρώπους και όλες τις ομάδες ανθρώπων. Μπορούμε, όμως, να κατανοούμε και να επιλέγουμε που θα εστιάσουμε, ώστε να ωφελήσουμε και εμάς, αλλά και το σύνολο με τη συμπεριφορά μας.
Ολοκληρώνοντας, υπάρχουν διάφοροι άνθρωποι και διαφορετικοί (από εμάς) άνθρωποι. Αυτό δεν μας δίνει το δικαίωμα να τους συμπεριφερόμαστε με μίσος και να υιοθετούμε ρατσιστικές αντιλήψεις και συμπεριφορές. Με ό,τι δεν ανήκει στη δική μας νοητική σφαίρα του «υπαρκτού», μπορούμε, είτε να συζητήσουμε με διάλογο, ώστε να καταλάβουμε κάποια πράγματα και να δηλώσουμε από τη μεριά μας αυτό που πιστεύουμε, είτε να επιλέξουμε να ασχοληθούμε με όσα και όσους μας κάνουν εμάς να είμαστε καλύτεροι άνθρωποι, μας προσφέρουν τη χαρά και το κίνητρο και όχι το μίσος, την απέχθεια, την αντιπάθεια.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Παγκόσμια Ημέρα κατά του Ρατσισμού, sansimera.gr, διαθέσιμο εδώ
- Περί Ισότητας και Ισοτιμίας, ngradio.gr, διαθέσιμο εδώ