Της Θεώνης Παπακωνσταντίνου,
Το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, όπως και όλοι οι επιμέρους κλάδοι του Δικαίου, εμφορούνται από ένα σύστημα κανόνων που πλαισιώνει το σύνολο της δράσης τους. Πιο συγκεκριμένα, οι πηγές του Ευρωπαϊκού Δικαίου διακρίνονται σε: (α) πρωτογενές δίκαιο, ήτοι οι ιδρυτικές συνθήκες της Ε.Ε. (Σ.Ε.Ε. και Σ.Λ.Ε.Ε.), ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και, γενικότερα, συνθήκες που ορίζουν τις σχέσεις της Ε.Ε. με τα κράτη–μέλη και τη λειτουργία των θεσμικών οργάνων της, (β) γενικές αρχές δικαίου, οι οποίες ενδέχεται, είτε να προέρχονται από αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.) είτε από τις αρχές που προάγουν τα Συντάγματα των κρατών–μελών, (γ) παράγωγο δίκαιο, το οποίο αποτελείται από πράξεις που αναγράφονται στο άρθρο 288 της ΣΛΕΕ, δηλαδή Κανονισμούς, Οδηγίες, Αποφάσεις, Γνωμοδοτήσεις και Συστάσεις, και σε αυτές που δεν αναφέρονται στο γράμμα του εν λόγω άρθρου, όπως, παραδείγματος χάριν, οι εσωτερικοί κανονισμοί των οργάνων.
Από τις ως άνω πηγές του Ευρωπαϊκού Δικαίου, αντικείμενο του παρόντος άρθρου αποτελούν δύο, οι οποίες κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, όσον αφορά τη σχέση της Ε.Ε. με τα επιμέρους κράτη-μέλη της: οι Κανονισμοί και οι Οδηγίες. Και οι δύο εντάσσονται στο παράγωγο δίκαιο, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, και αποτελούν νομοθετικές πράξεις, οι οποίες εκχωρούνται στο εθνικό δίκαιο του κάθε κράτους.
Πιο αναλυτικά, όσον αφορά τον Κανονισμό, πρόκειται για νομοθετική πράξη, η οποία εκδίδεται από το Συμβούλιο της Ευρώπης καθαυτό ή από κοινού με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, από την Επιτροπή (στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, ή ύστερα από εξουσιοδότηση του Συμβουλίου) και, τέλος, από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αποτελεί μια πράξη γενικής ισχύος, καθώς αναφέρεται σε γενική κατηγορία προσώπων και απευθύνεται τόσο σε κράτη-μέλη όσο και σε ιδιώτες. Ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά του είναι ο απολύτως δεσμευτικός χαρακτήρας του, ο οποίος γίνεται φανερός τόσο ως προς την άμεση ισχύ του όσο αναφορικά με την άμεση εφαρμογή του, αλλά και από τα άμεσα αποτελέσματα που επιβάλλει.
Ως άμεση ισχύς προσδιορίζεται το σημείο από το οποίο μια πράξη αρχίζει να υπάρχει, στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό γίνεται «άμεσα» (αναφέρεται στον τρόπο, όχι στο χρόνο), χωρίς να είναι απαραίτητη η λήψη περαιτέρω μέτρων (χωρίς παρέμβαση της νομοθετικής, εκτελεστικής ή κανονιστικής κρατικής εξουσίας), δηλαδή δημοσιεύεται στην ΕΕΕΕ με έναρξη ισχύος την ημέρα που ορίζεται από την ίδια ή την 20ή μέρα από τη δημοσίευσή της. Συνεχίζοντας, η άμεση εφαρμογή αναφέρεται στο σημείο, στο οποίο ενεργοποιείται ένας κανόνας και σημαίνει ότι δεν απαιτείται (απαγορεύεται, μάλιστα) η λήψη κανενός επιπλέον μέτρου για τη μεταφορά του από το ευρωπαϊκό στο εθνικό δίκαιο. Και στην εν λόγω περίπτωση, το επίθετο άμεση αναφέρεται στον τρόπο, ενώ δεν είναι σπάνιο το σημείο της εφαρμογής να συμπίπτει με την έναρξη ισχύος ενός κανόνα. Τέλος, με τον όρο άμεσα αποτελέσματα νοείται ότι ο κανόνας παράγει αποτελέσματα στην εθνική έννομη τάξη χωρίς κρατική παρέμβαση, πράγμα που σημαίνει ότι ένας ιδιώτης δύναται να επικαλεστεί μια διάταξη δικαίου της Ε.Ε., είτε έναντι του εθνικού του κράτους (κάθετο άμεσο αποτέλεσμα) είτε, ανά περιπτώσεις, έναντι ενός άλλου ιδιώτη (οριζόντιο κάθετο αποτέλεσμα).
Συνεπώς, ο Κανονισμός, ως ένας κανόνας που φέρει όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, διεισδύει στο εθνικό δίκαιο και υπερισχύει αυτού. Όλα τα στοιχεία του είναι δεσμευτικά, για τον λόγο αυτό πρέπει να εφαρμόζεται πλήρως, καθώς υφίσταται υποχρέωση συμμόρφωσης σε αυτόν, ενώ δεν παρέχεται η δυνατότητα τροποποίησής του.
Από την άλλη πλευρά, η Οδηγία αποτελεί, επίσης, μια νομοθετική πράξη, η οποία εκδίδεται από το Συμβούλιο της Ευρώπης ή από το ίδιο από κοινού με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Πρόκειται για μία πράξη που θέτει ορισμένους στόχους στα κράτη-μέλη, τα οποία έχουν διακριτική ευχέρεια αναφορικά με τα μέσα πλήρωσής τους. Χαρακτηρίζεται ως ατελής, διότι, ανεξάρτητα από το ότι παρουσιάζει νομική δεσμευτικότητα και, επίσης, δημοσιεύεται στην ΕΕΕΕ με έναρξη ισχύος την ημέρα που ορίζεται από την ίδια ή την 20η μέρα από τη δημοσίευσή της (άμεση ισχύς), χρειάζεται να προηγηθεί η διαδικασία της μεταφοράς της στην εθνική έννομη τάξη μέσα από την παραγωγή κανόνων δικαίου δεσμευτικής ισχύος, ήτοι μέσα από την έκδοση εθνικών νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών πράξεων εντός της προβλεπόμενης στην οδηγία προθεσμίας, ούτως ώστε να μπορέσει να εφαρμοστεί και, κατ’ αποτέλεσμα, να πληρωθούν οι στόχοι που θέτει αποτελεσματικά και πλήρως. Αξίζει να επισημανθεί ότι, κατά το διάστημα από την έκδοσή της, μέχρι την παρέλευση της προθεσμίας μεταφοράς της, τα κράτη-μέλη υποχρεούνται να μην προβαίνουν σε λήψη μέτρων αντίθετων προς το σκοπό της.
Περιληπτικά, οι υποχρεώσεις των κρατών-μελών ως προς τη μεταφορά της Οδηγίας είναι οι εξής: (α) Εμπρόθεσμη –σύμφωνα με την προθεσμία που θέτει το κείμενο της Οδηγίας– μεταφορά, (β) Ορθή μεταφορά και επίτευξη των στόχων που τίθενται σε αυτή. Σε περίπτωση, μάλιστα, μη μεταφοράς ή πλημμελούς μεταφοράς της Οδηγίας θεωρείται ότι το κράτος προέβη σε παράβαση του δικαίου της Ένωσης, λόγω της οποίας η Επιτροπή δύναται να απευθυνθεί προς το Δικαστήριο (ήτοι Δ.Ε.Ε.), ασκώντας προσφυγή λόγω παραβάσεως (άρθρο 258 επ. ΣΛΕΕ).
Σύμφωνα με νομολογία του Δικαστηρίου, τίθεται εξαίρεση ως προς την υποχρεωτική μεταφορά μιας οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη, αποκλειστικά και μόνο όταν υπάρχουν εθνικοί κανόνες, οι οποίοι, με το σαφές και ακριβές γράμμα τους, επιτυγχάνουν την αποτελεσματική και πλήρη εφαρμογή των επιταγών της Οδηγίας από τις αρχές του κράτους-μέλους. Τέλος, απευθύνεται αποκλειστικά στα κράτη-μέλη, ενώ, κατ’ εξαίρεση, χάριν προστασίας του ιδιώτη, αναπτύσσει κάθετο άμεσο αποτέλεσμα, δηλαδή ο ιδιώτης έχει τη δυνατότητα να απευθυνθεί προς το εθνικό δικαστήριο ad hoc, όταν μια διάταξη παρουσιάζει ρυθμιστική πληρότητα, μπορεί, δηλαδή, να απονείμει αυτοτελώς δικαίωμα στον ιδιώτη και, σωρευτικά, όταν δεν προηγήθηκε ορθή και εκπρόθεσμη μεταφορά της.
Συμπερασματικά, παρά το γεγονός ότι η Οδηγία χρειάζεται την παρέμβαση του κράτους, προκειμένου να αναπτύξει τα αποτελέσματά της έναντι των ιδιωτών, σε αντίθεση προς τον Κανονισμό, ο οποίος τα αναπτύσσει απευθείας, καθόλου δε στερείται –λόγω αυτού– νομική δεσμευτικότητα. Συνεπώς, στο πλαίσιο της ιεραρχίας των κανόνων, οι οδηγίες δε βρίσκονται σε κατώτερη ιεραρχικά θέση, σύμφωνα με τη νομολογία του Δ.Ε.Ε.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Χριστιανός Βασίλειος, Παπαδοπούλου Ρεβέκκα-Εμμανουέλα, Περάκης Μανώλης, Εισαγωγή στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Εκδόσεις: Νομική Βιβλιοθήκη, (Αθήνα), Δεκέμβριος 2021
- Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, eur-lex.europa.eu, διαθέσιμο εδώ
- Κανονισμοί, οδηγίες και άλλες νομοθετικές πράξεις, european-union.europa.eu, διαθέσιμο εδώ