Του Στέλιου Καραγεώργη,
Το 1723, έρχεται στη ζωή ο Robert Clive, γιος ενός απλού δημοσίου υπαλλήλου. Ο Clive ως παιδί είχε ελάχιστο ενδιαφέρον για την μόρφωση, αλλάζοντας συχνά σχολεία, εξαιτίας του δύσκολου χαρακτήρα του. Έτσι, όταν έγινε 18 χρονών, ο πατέρας του, βλέποντας ότι ο γιος του δεν είχε κάποια ιδιαίτερη ικανότητα, αποφάσισε να τον στείλει ως υπάλληλο στην Εταιρία Ανατολικών Ινδιών.
Πλέον στα 1748, ο Clive υπηρετούσε ως υπάλληλος της εταιρίας στις αποθήκες της, στο Μαδράς (σήμερα Τσεννάι). Η αγγλική Εταιρία Ανατολικών Ινδιών, πέρα από το Μαδράς, διέθετε αποθήκες στις πόλεις της Βομβάης και της Καλκούτας, στις οποίες υπηρετούσαν περίπου 300 Βρετανοί, ανάμεσα σε 250.000 Ινδούς. Σε κάθε πόλη που υπήρχε παρουσία της αγγλικής εταιρίας, έδρευε αντίστοιχη εταιρία υπό την δικαιοδοσία των Γάλλων. Ήταν τέτοιος ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε Βρετανούς και Γάλλους, όπου συχνά ξεσπούσαν στρατιωτικές συγκρούσεις μεταξύ τους, χωρίς όμως να επηρεάζονται οι σχέσεις των μητροπολιτικών κρατών.
Ο νεαρός Clive έβρισκε ιδιαίτερα βαρετή την εργασία του υπαλλήλου, περνώντας τις περισσότερες ώρες της ημέρας του, στο σπίτι του Βρετανού κυβερνήτη, διαβάζοντας βιβλία. Το 1751, και ενώ ο Clive διαβιούσε ήδη τρία χρόνια στο Μαδράς, η πόλη καταλήφθηκε από τους Γάλλους. Ωστόσο, με μερικούς ακόμα συναδέλφους του, ο Clive κατάφερε να διαφύγει από την πόλη, και να ενταχθεί στον ολιγάριθμο στρατό της αγγλικής εταιρίας. Η πλάστιγγα του πολέμου στις Ινδίες έκλινε επικίνδυνα υπέρ των Γάλλων, αφού ο επικεφαλής τους, κυβερνήτης Joseph François Dupleix είχε εκγυμνάσει Ινδούς στρατιώτες, τους επονομαζόμενους Σεπόυς, με απώτερο σκοπό την ολική εκδίωξη των Βρετανών από τις επίμαχες περιοχές.
Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, οι Γάλλοι πολιόρκησαν την Τριχινούπολη (σήμερα Τιρουτσιραπάλι). Ο Clive προσπαθώντας να βρει τρόπο να σπάσει η πολιορκία της πόλης, σκέφτηκε ένα πλάνο που προέβλεπε, οι βρετανικές δυνάμεις να κινηθούν προς αντιπερισπασμό εναντίον της πόλης του Άρκοτ, έτσι ώστε να ελευθερωθεί η Τριχινούπολη. Περνώντας ο ίδιος μέσα από τις γραμμές των Γάλλων, παρουσιάστηκε στον Βρετανό κυβερνήτη και του παρουσίασε την παράτολμη ιδέα του. Ο κυβερνήτης, παρότι δεν έδινε πολλές πιθανότητες στην επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος του Clive, του επέτρεψε να υλοποιήσει το σχέδιό του.
Στις 26 Αυγούστου, ξεκίνησε η προέλαση προς την πόλη του Άρκοτ. Επικεφαλής τέθηκε, ο άσημος υπάλληλος της αγγλικής εταιρίας, ηγούμενος μια μικρής στρατιωτικής δύναμης, που αριθμούσε 200 Βρετανούς, 300 Ινδούς και μόλις 3 κανόνια. Παρόλα αυτά, στο άκουσμα της επικείμενης βρετανικής επίθεσης οι 1100 στρατιώτες-υπερασπιστές του Άρκοτ, πανικοβλημένοι τράπηκαν σε φυγή. Ήταν τόσο μεγάλης σημασίας η επιτυχία του Clive, να καταλάβει την πόλη χωρίς τα στρατεύματά του, να ρίξουν ούτε μια σφαίρα, με αποτέλεσμα να καθιερωθεί ο θρύλος ότι ο στρατός του δεν μπορούσε να ηττηθεί.
Έπειτα από την κατάληψη της πόλης του Άρκοτ, ο Clive κινήθηκε εναντίον της Τριχινούπολης, την οποία ανέκτησε με χαρακτηριστική ευκολία. Σε βρετανικά χέρια θα πέσουν με την σειρά το Μαδράς, η Καλκούτα και η Βομβάη, χάρη στις επιτελικές ικανότητες του πρώην υπαλλήλου. Ως επακόλουθο, οι Γάλλοι θα απωλέσουν τις μεγαλύτερες βάσεις τους στις Ινδίες, αποδεχόμενοι την βρετανική κυριαρχία στην περιοχή.
Μετά τις στρατιωτικές επιτυχίες του, ο Clive εξασφάλισε άδεια να επιστρέψει στην Αγγλία. Ερχόμενος στο Λονδίνο, η βρετανική κυβέρνηση τον έχρισε στρατηγό, και του απόνειμε ξίφος, το οποίο κοσμούσαν διαμάντια, αξίας 700 λιρών, ως δείγμα αναγνώρισης των υπηρεσιών που προσέφερε στο Στέμμα. Για τα πολεμικά του κατορθώματα, ο Clive έλαβε το προσωνύμιο «Clive των Ινδιών», με τον πατέρα του αργότερα, να λέει χαρακτηριστικά: «Τελικά ο γιος μου δεν ήταν και τόσο ανίκανος και τα κατάφερε. Αντί να γίνει διευθυντής της Εταιρίας, έγινε στρατηγός».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Adams-Davenport, William H. (1894), The makers of British India, London: John Hogg.
- Dodwell, Henry (1989), Clive and Duplex, The beginning of empire, New Delhi: Asian Educational Services.
- Workman, Bernard & Major-General Surtees (1967), Ιστορικές Σελίδες, Μεγάλες Μάχες, Σ. Μαραντού (μτφ.), Αθήνα: Ι. Σιδέρης.