Της Βασιλικής Βραχάτη,
Η Κίνα αποτελεί τη δεύτερη πιο ισχυρή οικονομική δύναμη στον κόσμο και την πρώτη στην ασιατική ήπειρο. Τα τελευταία χρόνια, βίωνε μία περίοδο εξωστρέφειας, τόσο στην οικονομία της όσο και στην εξωτερική πολιτική. Σε αντίθεση με την περίοδο εσωστρέφειας περασμένων ετών, η Κίνα, ήδη από τις αρχές του 1970, ακολούθησε διαφορετική πορεία, που βασίζεται στην κυριαρχία της στο διεθνές εμπόριο. Ο Πρόεδρος Xi Jinping, που ανέλαβε την εξουσία το 2013 και τον Οκτώβριο του 2022 ανανέωσε τη θητεία του ως Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας για τρίτη φορά, εφάρμοσε νέες οικονομικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και εσωτερικές, με στόχο την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας. Η πανδημία του Covid–19, όμως, δημιούργησε νέες προκλήσεις.
Ο Xi Jinping έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως ο πιο ισχυρός ηγέτης της Κίνας, μετά τον Mao Zedong. Την περασμένη εβδομάδα, ανανέωσε την πενταετή θητεία του ως Πρόεδρος της Κίνας για τρίτη φορά εντός του Κοινοβουλίου με 2.952 ψήφους υπέρ και 0 κατά, γεγονός που αποδεικνύει πως έχει εξαλείψει τους πολιτικούς του αντιπάλους και τον αντίλογο. Παράλληλα, επελέγη ομόφωνα αρχηγός του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού. Η επανεκλογή του αποτελεί πρωτοφανές γεγονός για τα δεδομένα της Κίνας, καθώς οι προηγούμενοι ομόλογοί του παρέδιδαν το «τιμόνι» της εξουσίας μετά τη δεκαετία.
Πριν την πανδημία του COVID–19, η οικονομική πολιτική του Xi βασίστηκε στον εκμοντερνισμό του μοντέλου της κινεζικής οικονομίας, με επίκεντρο τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού, δηλαδή την αύξηση των μισθών και τη μείωση της ανεργίας. Η πολιτική που εφαρμόστηκε, για να επιτευχθούν αυτά τα αποτελέσματα, ήταν ο λεγόμενος έλεγχος της μακροοικονομίας (macro–control), δηλαδή η άμεση κυβερνητική παρέμβαση, που θα ενισχύσει τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, με άμεσο σκοπό να «ελαφρύνει» τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις. Δεύτερος πυλώνας της πολιτικής του ήταν η ενίσχυση των πόλεων και όσων μετανάστευαν από τις περιφέρειες προς τα μεγάλα αστικά κέντρα της Κίνας και, γενικότερα, των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Σε αυτή την προσπάθεια, ανέκυπταν συνέχεια ζητήματα δομικής φύσης και γινόταν όλο και περισσότερο επιτακτική η ανάγκη για δομική αλλαγή της οικονομίας. Ο αυξανόμενος δημοσιοοικονομικός κίνδυνος, που οδήγησε σε ένα αυξανόμενο χρέος, είχε ως αποτέλεσμα να παρατηρηθεί ο χαμηλότερος ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας εδώ και δεκαετίες. Έρευνες έδειξαν πως επείγει να διευθετηθεί η σχέση Κυβέρνησης–αγοράς και να διαχωριστούν οι ρόλοι και οι αρμοδιότητες της κεντρικής Κυβέρνησης με των περιφερειακών.
Για τον Xi Jinping, όσον αφορά την εσωτερική πολιτική, σημασία είχε η ενίσχυση των περιφερειών της Κίνας. Η συγκέντρωση, δηλαδή, της διοίκησης, του στρατού και της βιομηχανίας στις περιφέρειες. Η Κυβέρνηση του Xi υποστηρίζει πως όσο η οικονομία της Κίνας γίνεται πιο «φιλελεύθερη», η ενίσχυση των περιφερειών θα εγκαθιδρύσει ένα σύστημα πειθαρχίας μέσω ελέγχων (shunshi), περιορίζοντας τη διαφθορά. Με αυτό τον τρόπο, μετέτρεψε τις περιφέρειες σε δελεαστικές για τους ιδιωτικούς επενδυτές, κατορθώνοντας να δημιουργήσει μεγαλουπόλεις (“super megacities”) και εκτός κέντρου.
Οι σχέσεις Κίνας–Η.Π.Α, την περίοδο διακυβέρνησης του Xi Jinping, παρουσιάζονται πιο διαταραγμένες από ποτέ. Οι διαφορές τους έγκεινται τόσο στο μοντέλο διακυβέρνησης, όσο και στις οικονομικές πρακτικές. Ταυτόχρονα, η αυξανόμενη κυριαρχία της Κίνας στη διεθνή οικονομία, την καθιστά τον κυριότερο αντίπαλο των Η.Π.Α. Η πολιτική του Προέδρου της Κίνας, για όλο και μεγαλύτερη επέμβαση του κράτους στην οικονομία της χώρας, έφερε ανησυχία στην επιχειρηματική κοινότητα και οι μαζικές φυλακίσεις και η καταπίεση εθνικών μειονοτήτων στην αυτόνομη περιοχή Xinjiang Uyghur έστρεψαν εναντίον της Κυβέρνησης την κοινή γνώμη. Πολλοί περιέγραψαν την πολιτική του Xi ως μη φιλελεύθερη στο εσωτερικό και επιθετική στο εξωτερικό. Η Ταϊβάν εξακολουθεί να αποτελεί σημείο προστριβών μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας, με την πρώτη να επιθυμεί την αλλαγή του status quo στην περιοχή, ενισχύοντας τη στρατιωτική της παρουσία.
Η πανδημία του COVID–19 άλλαξε εντελώς τα δεδομένα στη χώρα. Η ανάπτυξη της οικονομίας ήρθε σε δεύτερη ή ακόμα και τρίτη μοίρα, καθώς η προεδρεία του Xi έστρεψε το ενδιαφέρον της στον παράγοντα πολιτική και κοινωνία περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Αυτό αποδεικνύεται και από την πολιτική μηδενικών κρουσμάτων (Zero Covid Policy), που εφαρμοζόταν μέχρι πρόσφατα στην Κίνα, σε αντίθεση με την άρση των μέτρων κατά της διασποράς του ιού στη Δύση, εδώ και αρκετούς μήνες. Συνεπώς, τα αλλεπάλληλα lockdowns επηρέασαν σημαντικά την οικονομία της Κίνας, με μείωση του Α.Ε.Π. της στο 3,1%, μηνιαίως. Η πανδημία, σε συνδυασμό με ένα εχθρικό περιβάλλον που διαμορφώθηκε από τις Η.Π.Α., οδήγησαν την Κίνα να επιστρέψει στην εσωστρέφεια και να εφαρμόζει πολιτικές «κοινής ευημερίας», που εισηγήθηκαν τα πιο συντηρητικά μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, δηλαδή μία πιο προσεκτική και ισορροπημένη οικονομική προσέγγιση.
Η Κίνα, σίγουρα, βιώνει μία περίοδο οικονομικής ύφεσης. Η επανεκλογή του Προέδρου με πλήρη ομοφωνία άνοιξε ξανά το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα. Οι πολιτικές καταπολέμησης της πανδημίας εγκαθίδρυσαν ένα καθεστώς φόβου και καταστολής. Οι πολίτες στερούνται θεμελιώδη δικαιώματα και καταπνίγεται οποιοσδήποτε αντίλογος. Το ζήτημα που προκύπτει αυτή τη νέα περίοδο είναι το κατά πόσο θα μπορέσει η Κίνα να αντεπεξέλθει στην οικονομική εσωστρέφεια, εφόσον η νομιμοποίηση του καθεστώτος της βασίζεται στην ισχύ της στο διεθνές εμπόριο και τη διεθνή οικονομία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Is China’s Reform and Opening Era Over?, The Diplomat, διαθέσιμο εδώ
- China’s Low-Growth Zero-COVID Policy Signals Transition Away From Reform Period, The Diplomat, διαθέσιμο εδώ
- Xi Jinping begins historic third term as China’s president, BBC, διαθέσιμο εδώ
- Global China: Domestic politics and foreign policy, Brookings, διαθέσιμο εδώ