Του Μενέλαου Γιώτη,
Καραμανλικοί και Μητσοτακικοί
Για να αναλύσουμε αυτή την περίεργη σχέση μεταξύ των δύο πολιτικών οικογενειών πρέπει να πιάσουμε το νήμα από αρκετά μακριά στην πολιτική ιστορία. Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από τη δεκαετία του 1960, όμως για λόγους κυρίως πρακτικούς θα εκκινήσουμε από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης και συγκεκριμένα το 1978, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποφάσισε να εντάξει στη Νέα Δημοκρατία τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και ειδικότερα στο κυβερνητικό σχήμα, στη θέση του Υπουργού Συντονισμού. Αργότερα, το 1980, αφού ο Καραμανλής είχε ήδη γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θα αναβαθμιστεί σε Υπουργός Εξωτερικών από τον νέο Πρωθυπουργό τον Γ. Ράλλη. Η ανέλιξη του Μητσοτάκη στη Νέα Δημοκρατία ήταν ταχεία. Μέσα σε 4 χρόνια θα εκλεγεί ο νέος αρχηγός της Ν.Δ., καθώς είχε καταφέρει να ξεχωρίσει με την χαρισματικότητά του και, συγχρχόνως, φαινόταν πως ήταν ο πλέον κατάλληλος να κερδίσει τον Ανδρέα Παπανδρέου και το ΠΑ.ΣΟ.Κ., που μέχρι τότε κυριαρχούσε.
Από την άλλη, οι καραμανλικοί μέχρι το 1993, όταν ο Μητσοτάκης έχασε τις εκλογές, είχαν σχεδόν παραγκωνιστεί. Η εκλογική ήττα του 1993 θα φέρει ξανά την καραμανλική τάση στο προσκήνιο, καθώς μετά την παραίτηση Μητσοτάκη από την ηγεσία της Ν.Δ. θα τον διαδεχθεί ο καραμανλικός και μετριοπαθής Μιλτιάδης Έβερτ. Από το 1993 έως το 2009, οι καραμαλικοί θα έχουν τα ηνία του κόμματος υπό τις ηγεσίες των Μ. Έβερτ 1993 – 1997 και Κώστα Καραμανλή 1997 – 2009. Αργότερα, ακολούθησε μια περίοδος 2012 – 2015 υπό την ηγεσία του Α. Σαμαρά και μια πολλή σύντομη μεταβατική του καραμανλικού Βαγγέλη Μεϊμαράκη το 2015, για να επικρατήσει στις εσωκομματικές εκλογές του 2016 εκ νέου η οικογένεια Μητσοτάκη με τον «νέο» εκπρόσωπό της και σημερινό Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη.
Όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε, οι σχέσεις των δυο αυτών πολιτικών οικογενειών και τάσεων μπορούν να χαρακτηριστούν ως σχέσεις λυκοσυμμαχίας, αλλά και ακραίας αντιπαλότητας. Μια σχέση χονδρικά αγάπης και μίσους. Κι αυτό διότι ο Κ. Καραμανλής, προκειμένου να μεταβεί στην Προεδρία της Δημοκρατίας, χρειάστηκε και την ψήφο του Μητσοτάκη, έτσι ώστε να το επιτύχει. Αυτό ήταν και η αρχή, έτσι ώστε ο Μητσοτάκης να γίνει από πολύ νωρίς απαραίτητος για τη Ν.Δ. Επιπλέον, στάθηκε και τυχερός, διότι μετά τον Ράλλη και τον Αβέρωφ δεν υπήρχε άλλο χαρισματικό πρόσωπο για να αναλάβει την ηγεσία του κόμματος και με τους καραμανλικούς να είναι ακόμη πρόσφατα ηττημένοι και να μην μπορούν να βρουν σοβαρό εκπρόσωπο, ο Μητσοτάκης έγινε τότε το μεγάλο φαβορί για την ηγεσία.
Η καραμανλική περίοδος που ακολούθησε μετά χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο ήταν από το 1993 έως το 1997, με τον Μητσοτάκη και τον Έβερτ να είχαν μια τοξική αντιπαράθεση που οδήγησε κοντά στη διάλυση της Ν.Δ. Το δεύτερο μέρος ήταν με τον Κώστα Καραμανλή στην ηγεσία της Ν.Δ. Μάλιστα, τα προβλήματα είχαν λυθεί από το συνέδριο του 1997, παρουσιάζοντας μια ειρηνική συνύπαρξή έως και το 2009. Στην ουσία, καθ’ όλη την περίοδο, ανέχονταν ο ένας τον άλλον, αφού η προοπτική της εξουσίας τους συσπείρωνε. Έκτοτε, δεν υπήρξαν ιδιαίτερες δημόσιες έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ των δύο τάσεων της συντηρητικής παράταξης, με εξαίρεση την περίοδο 2015 – 2016, καθώς διασταύρωσαν τα ξίφη τους οι Κυριάκος Μητσοτάκης και Βαγγέλης Μεϊμαράκης στις εσωκομματικές εκλογές, με τον πρώτο να επικρατεί.
Τέμπη και Καραμανλής
Το έγκλημα στα Τέμπη είναι ένα γεγονός ορόσημο για τις δύο οικογένειες – τάσεις. Από τη μία πλευρά, έχουμε τον Κυριάκο Μητσοτάκη στη θέση του Πρωθυπουργού και, από την άλλη, τον Κώστα Αχ. Καραμανλή στη θέση του Υπουργού Μεταφορών. Ένα είναι το βέβαιο, πως και οι δύο έχουν τεράστιες ευθύνες για αυτό το έγκλημα. Ο Καραμανλής έκανε το αυτονόητο και υπέβαλε την παραίτησή του, αναλαμβάνοντας την πολιτική ευθύνη που του αναλογεί, με τον Πρωθυπουργό την κάνει προφανώς δεκτή. Οι ευθύνες, όμως, σταματάνε στην παραίτηση του αρμόδιου Υπουργού; Η απάντηση είναι προφανώς και όχι! Την κύρια ευθύνη τη φέρνει και προϊστάμενος του Υπουργού, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό. Κι όμως, μετά από την πλήρης αποτυχία του επιτελικού κράτους, που εμπνευστής του ήταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο ίδιος δείχνει να μην αντιλαμβάνεται πόσο μεγάλες είναι οι ευθύνες του προσωπικά.
Ακόμα, ωστόσο, κι αν το αντιλαμβάνεται, οι πράξεις του δηλώνουν κάτι πάρα πολύ χυδαίο. Αρχικά, κρύβεται πίσω από τον Υπουργό του, του μεταβιβάζει την πολιτική ευθύνη, ενώ την ποινική την αποδίδει στο ανθρώπινο λάθος του 59χρονου σταθμάρχη. Στη συνέχεια, συνεχίζει με θεατρινισμούς μπροστά στις κάμερες να μιλά για διαχρονικές ευθύνες όλων όσων κυβέρνησαν και με το να παρουσιάζει το πόσο «γενναία» ήταν η παραίτηση Καραμανλή, καταλήγοντας στο αποκορύφωμα πως τελικά φταίνε όλοι οι άλλοι εκτός από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό. Δεν δίστασε, μάλιστα, ο Πρωθυπουργός να φτάσει στο σημείο να ισχυριστεί πως για άλλη μια φορά «δεν γνώριζε». Κι εδώ γενάτε ένα από τα πιο κρίσιμα ερωτήματα. Όταν ένας πολιτικός φιλοδοξεί να σχεδιάζει και να οραματίζεται το μέλλον της χώρας και την αναμόρφωσή της από τις παθογένειες, έχει την πολυτέλεια να μην γνωρίζει είναι αυτές οι παθογένειες του ελληνικού κράτους; Η απάντηση είναι κι εδώ ένα ξεκάθαρο όχι. Πολιτικός που όντως δεν γνωρίζει, δεν βλέπει, δεν αφουγκράζεται, δεν ακούει, σημαίνει πως δεν έχει τα φώτα και τα προσόντα για να είναι Πρωθυπουργός. Πολιτικός που κάνει πως δεν γνωρίζει, δεν βλέπει, δεν ακούει πρόκειται για έναν αδίστακτο άνθρωπο και εν δυνάμει πολιτικό – εγκληματία που δεν πρέπει να επιτρέπουμε ως λαός να λάβει θέσεις ευθύνης.
Η μεγαλύτερη χυδαιότητα, όμως, είναι πως ο Πρωθυπουργός χρησιμοποίησε το έγκλημα στα Τέμπη για να επωφεληθεί πολιτικά και εσωκομματικά. Μπροστά στον ανθρώπινο πόνο ο Κυριάκος Μητσοτάκης εργαλειοποίησε το γεγονός, με σκοπό να πλήξει την καραμανλική τάση, μεταβιβάζοντας σχεδόν όλη την πολιτική ευθύνη στο Κώστα Αχ. Καραμανλή. Ωστόσο, το ζήτημα δεν είναι το αν θα καταφέρει να επιβιώσει πολιτικά ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αλλά για το αν θα συντηρηθεί η τάση που εκπροσωπεί η οικογένειά του στο κόμμα, η οποία συνεχίζει να ηγεμονεύει δίχως να έχει κάποιον σοβαρό αντίπαλο εσωκομματικά. Το αν θα το καταφέρει θα εξαρτηθεί από πολλά, συμπεριλαμβανομένου του αν, τελικά, θα καταφέρει να φέρει τον Καραμανλή σε τέτοιο πολιτικό αδιέξοδο, έτσι ώστε να μην είναι υποψήφιος. Ωστόσο, το αν θα οδηγήσει σε έκλειψη του καραμανλισμού θα το δείξει σίγουρα η βάση του κόμματος. Η ουσία είναι πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε μπροστά σε μια τραγωδία – έγκλημα να επιλέξει να συγκαλύψει την υπόθεση και να εξοντώσει τους εσωκομματικούς του αντιπάλους, παρά να πράξει το καθήκον του και να σκύψει πάνω στο πρόβλημα έως ότου βρει μια λύση, κάτι δηλαδή που θα έκανε ένας σοβαρός ηγέτης. Αντίθετα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε να ξεπεράσει κάθε όριο χυδαιότητας.