Της Ιωάννας Λογάρου,
To “Woman in the Dunes”, σκηνοθετημένο από τον Ιάπωνα Χιρόσι Τεσιγκαχάρα είναι εμπνευσμένο από το μυθιστόρημα “Suna no Onna” (Η γυναίκα της άμμου) του επίσης Ιάπωνα Κόμπο Αμπέ. Η ιστορία ξεκινά με έναν εντομολόγο από το Τόκιο (Jumpei) που ερευνά ένα είδος σκαθαριού, περιπλανώμενος σε μία μακρινή και απέραντη έρημο. Καθώς χάνει το τελευταίο λεωφορείο της επιστροφής, δέχεται να μείνει για ένα βράδυ στην καλύβα μιας χήρας, η οποία ζει στον πυθμένα μιας αμμόλοφου. Μόλις ξυπνά συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να σκαρφαλώσει την αμμόλοφο (το σχοινί που χρησιμοποίησε για την κάθοδο έχει εξαφανιστεί) και πως είναι παγιδευμένος μαζί με τη γυναίκα, η οποία τον πληροφορεί πως η άμμος είχε συνθλίψει το παιδί της και τον άντρα της. Φαίνεται πως η γυναίκα αυτή έχει αποδεχτεί την μοίρα της, το να ζει δηλαδή εγκλωβισμένη στον πυθμένα της αμμόλοφου και να εργάζεται κάθε μέρα φτυαρίζοντας την άμμο ώστε να μην την καταβροχθίσει.
Αντίθετα, ο Jumpei πασχίζει να δραπετεύσει από την κόλαση του εγκλεισμού και αναζητά την ελευθερία του. Οι κάτοικοι του χωριού τους προμηθεύουν ελάχιστο φαγητό και αντιμετωπίζουν το σκηνικό αυτό με σαδιστική διάθεση, καθώς οι ίδιοι συνέλαβαν τον εντομολόγο και τον μετέφεραν στο σπίτι της γυναίκας. Ο αγώνας του άντρα είναι αέναος και καθημερινά προσπαθεί να βρει διέξοδο, δίχως κάποιο αποτέλεσμα. Η γεμάτη απελπισία ερώτηση του Jumpei στην γυναίκα: “Are you shoveling to survive or surviving to shovel?” (Φτυαρίζεις για να επιβιώσεις ή επιβιώνεις για να φτυαρίζεις;) προκαλεί έντονο προβληματισμό, παρόμοιο με εκείνον που διατυπώνει ο Albert Camus για τον παραλογισμό του σύμπαντος και τον σκοπό που απουσιάζει από αυτό.
Ο Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας Albert Camus ανέπτυξε την ιδέα του παραλογισμού, η οποία μέσω του θεάτρου είχε αναπτυχθεί σημαντικά την περίοδο 1948-1953 με επίκεντρο την Γαλλία. Πιο συγκεκριμένα, ο Καμύ στήριζε την ιδέα του παραλογισμού σύμφωνα με την οποία η ζωή στερείται νοήματος, γεγονός που αντιτίθεται στην ανθρωπότητα που συνεχώς αναζητά νόημα στο σύμπαν. Ιδιαίτερα στο βιβλίο του “Le mythe de Sisyphe, Essai sur l’absurde” ο Καμύ εισάγει την έννοια του παραλόγου με παράδειγμα τον Σίσυφο. Ο Σίσυφος σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία τιμωρήθηκε από τον Δία και είναι παγιδευμένος σε ένα βουνό, όπου πρέπει να κουβαλά έναν βράχο μέχρι την κορυφή του. Ο βράχος μόλις φτάσει στην κορυφή βυθίζεται προς τα κάτω και η κατάληξη αυτή επαναλαμβάνεται καθημερινά. Η επανάληψη αυτή δεν κρύβει κάποιο νόημα, τονίζεται έτσι η ματαιότητα της ζωής του Σισύφου. Εφόσον δεν μπορεί να προσχεδιάσει ένα ιδανικό μέλλον, ποιος ο σκοπός του παρόντος; Το αδιέξοδο αυτό της ατελείωτης και άνευ νοήματος τιμωρίας προκαλεί δυσφορία και απόγνωση στον άνθρωπο, ο οποίος συνεχώς επιδιώκει ένα ευνοϊκό μέλλον.
Η αλλαγή για τον Καμύ έρχεται με τη σκέψη του θανάτου: Ο Καμύ αναλογίζεται πως, όταν ο άνθρωπος αφουγκραστεί την ιδέα του θανάτου, θα αναγνωρίσει την ματαιότητα της ύπαρξης και την στασιμότητα αυτής, σκέψεις που θα τον οδηγήσουν στην αυτοκτονία. Εδώ έρχεται ο Σίσυφος, ο οποίος για τον Καμύ θεωρείται ευτυχισμένος, μιας και συμφιλιώνεται με το παράλογο. Αποδεσμεύεται δηλαδή από ανησυχίες για το μέλλον και δεν εξηγεί τις επιλογές της ζωής του ορθολογικά. Έτσι, η έρημος του παραλόγου προσφέρει δύναμη στον άνθρωπο, καθώς απαλλαγμένος από τον ορθολογισμό απολαμβάνει την ιδέα πως ό,τι και αν κάνει δεν έχει κανένα απολύτως νόημα.
Ο Σίσυφος, λοιπόν, αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ενός παράλογου ήρωα, αφού αποδέχεται την μοίρα του και δεν προβάλλει ένα πρότυπο αιώνιας δυστυχίας, όπως περίμενε κανείς λόγω της ποινής του. Αντιθέτως, ξεπερνά την μοίρα αυτή και αποκτά ένα πάθος για την ζωή, το οποίο όπως και στον άνθρωπο πριμοδοτεί τις πράξεις του εξασφαλίζοντας έτσι την ευτυχία.
Παρόμοια με τον Σίσυφο, ο Jumpei αρχικά επιδιώκει να αποδράσει απ’ το βαρύ φορτίο της άμμου. Σε μια σκηνή προσπαθεί να σκαρφαλώσει σε έναν τοίχο από άμμο, αλλά ο στέρεος αμμόλοφος καταρρέει αργά και ματαιώνει τα σχέδιά του. Έπειτα αναπτύσσει ερωτική σχέση με την γυναίκα της καλύβας, αναδεικνύοντας έτσι την πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, μιας και ο Jumpei δείχνει να ενοχλείται από την παρουσία της γυναίκας αυτής. Η σεξουαλική τους επαφή βασίζεται σε έλξη αμοιβαίας απελπισίας και οδύνης και όχι πάθους. Παρόλα αυτά προσφέρονται πλάνα εστιασμένα στο γυναικείο σώμα, συγκεκριμένα στον λαιμό της γυναίκας που είναι καλυμμένος με κόκκους άμμου, πιθανός παραλληλισμός με προηγούμενο πλάνο της άμμου όπου πάνω της κινούνταν έντομα. Σύμφωνα με την εικόνα αυτή, τα έντομα περιεργάζονται την άμμο προσπαθώντας να συλλάβουν τι απαρτίζει η άμμος και από πόσα στρώματα αποτελείται, επομένως και η άμμος πάνω στο σώμα της γυναίκας λειτουργεί ως εργαλείο για την αναζήτηση του βάθους της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο Jumpei από την αρχή της ταινίας προβληματίζεται με την κατασκευή πολυάριθμων γραφειοκρατικών εγγράφων που ξεχωρίζουν τους ανθρώπους, ο ίδιος όμως αδυνατεί να εξοικειωθεί με την δική του ταυτότητα. Κυνηγώντας την ελευθερία του, φτιάχνει μία παγίδα ώστε να εγκλωβίσει ένα κοράκι και ανακαλύπτει άθελά του έναν τρόπο να βγάλει νερό από την άμμο. Το επίτευγμα του αυτό φαντάζει ανεκτίμητης αξίας μιας και είναι η πρώτη φορά που ανταποκρινόμενος στην παροντική του κατάσταση αισθάνεται ευτυχία. Προς το τέλος της ταινίας, οι κάτοικοι του χωριού μαζεύονται πάνω από τον λάκκο και χλευάζοντας τον Jumpei, του ζητούν να παρενοχλήσει σεξουαλικά την γυναίκα και για αντάλλαγμα θα μπορέσει να δει την θάλασσα. Η διαταραγμένη ψυχολογία και η απαλλαγμένη από κάθε ηθική κρίση του Jumpei δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει, έτσι και κάνει. Λόγω εγκυμοσύνης η γυναίκα μεταφέρεται από τους κατοίκους του χωριού στο νοσοκομείο, οι τελευταίοι αφήνουν το σχοινί στον πυθμένα της αμμόλοφου. Αυτή την ευκαιρία αδράχνει ο Jumpei και δραπετεύει, αντικρίζοντας τη θάλασσα που τόσο επιθυμούσε και έπειτα επιστρέφει στον λάκκο. Η συνειδητή επιστροφή του, μας κάνει να συνειδητοποιούμε πως, τελικά ο Jumpei αποδεσμεύτηκε από κάθε φαινομενικά έλεγχο που πίστευε ότι κατείχε στην κατάσταση, ενώ επαναπροσδιόρισε την ύπαρξή του. Για τον Κόμπο Αμπέ, η σύγχρονη ύπαρξη ορίζεται από σειρές προσομοιώσεων και ψευδαίσθηση ελέγχου.
Βάσει των όσων είπαμε για τον Σίσυφο, ο Jumpei βιώνει την υπαρξιακή του «πτώση» όταν κατεβαίνοντας για πρώτη φορά μέσω του σχοινιού στην καλύβα της γυναίκας πιστεύει με σιγουριά πως το μέλλον του δεν θα εκτυλίσσεται σε αυτό το μέρος. H χαοτική αύρα της άμμου και η περιπλοκότητα αυτής θα τον οδηγήσουν στο συμπέρασμα πως, το μόνο που θα μπορέσει να τον ευφράνει είναι η συμφιλίωση με το παράλογο. Η ρευστότητα της άμμου και η κυριαρχία αυτής σε κάθε σχέδιο του Jumpei τον βυθίζει σε απελπισία και ενισχύει το αίσθημα αποξένωσής του με την πραγματικότητα και τον αληθινό του εαυτό. Ενώ, λοιπόν, ο Jumpei πίστευε πως η άμμος είναι αρχικά στεγνή και παθητικά καλύπτει το μέρος, εκείνη συνειδητοποίησε την πλήρη δύναμη της καθώς και την ιδιότητα να ρέει νερό από αυτή. Όταν ο Jumpei τυχαία βρήκε το νερό που μπορούσε να βγάλει από την άμμο, αντιλήφθηκε πως μέσα από αυτή του την τυχαία ανακάλυψη πρέπει να πάψει να αναζητά νόημα και σκοπό στην ζωή και το μέλλον του.
Έτσι ανακαλύπτει τη δική του ταυτότητα και απαλλαγμένος από ανησυχίες του μέλλοντος αφήνεται στην καλύβα και κατ’ επέκταση στην ελευθερία που του προσφέρει η άμμος, μιας και η τελευταία συμβολίζει την ζωή. Όπως και στην τιμωρία του Σίσυφου από τον Δία, ο Jumpei τιμωρείται από τους κατοίκους του χωριού. Ο παράλογος άνθρωπος παραδίδεται στη σιωπή και αγκαλιάζει την μοίρα του. Όταν στοχάζεται το μαρτύριό του και εξοικειώνεται με το παράλογο της ζωής (άμμος) με τη χαρμόσυνη αποδοχή του αγώνα ενάντια στην ήττα, το άτομο αποκτά ταυτότητα, ακριβώς όπως ο Σίσυφος και ο Jumpei.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Woman in the Dunes (1964) – IMDb, διαθέσιμο εδώ
- Woman in the Dunes – Trailer – YouTube εδώ
- Ο μύθος του Σισύφου, Δοκίμιο για το παράλογο – Albert Camus – politeianet, διαθέσιμο εδώ