Της Κατερίνας Ζευγίτη,
Η εφηβεία είναι εκείνο το χρονικό διάστημα της ζωής του ανθρώπου που σηματοδοτεί το πέρασμα από την παιδικότητα στην ενηλικίωση. Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί μια αναπτυξιακή περίοδο όπου παρατηρούνται αισθητές αλλαγές σε επίπεδο σωματικό, συναισθηματικό, ψυχολογικό και κοινωνικό στην καθημερινότητα του εφήβου. Οι αλλαγές αυτές εκπλήσσουν τον έφηβο που σίγουρα δεν είναι αρκετά ώριμος για να τις δεχτεί και να τις ενσωματώσει στην εμπειρία του. Η ολοκλήρωση της υποκειμενικής ταυτότητας αποτελεί μία από σημαντικότερες προκλήσεις με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπος.
Καταρχάς, θα πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τους ψυχολόγους, σαν όρος αφορά το «σύνολο των ψυχικών λειτουργιών που συντελούνται επί της ήβης για να μπορέσει το άτομο να αποδεχθεί ψυχικά τη μετάβαση από τη μια ηλικία στην άλλη. Τα όριά της χρονικά είναι αρκετά ασαφή». Με άλλα λόγια, οι μεταβολές σε σχέση με το σώμα οδηγούν και σε αλλαγές σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους, πρωτίστως, όμως, συμβάλλουν στη δημιουργία προσωπικής και σεξουαλικής ταυτότητας για να ενταχθεί, σύντομα, στον κόσμο των ενηλίκων. Στην πραγματικότητα, η εφηβεία είναι μία διαδικασία ανακατάταξης. Χαρακτηριστικά, υπάρχει αμφιταλάντευση και ενδυνάμωση συγκρούσεων σε διαπροσωπικό επίπεδο. Κύριο παράδειγμα αποτελεί η ταλάντευση μεταξύ υπέρμετρα υψηλής και χαμηλής αυτοεκτίμησης.
Επιπλέον, είναι κοινά παραδεκτό ότι κατά τη διάρκεια αυτού του μεταβατικού σταδίου συχνά χάνεται το συναισθηματικό δέσιμο γονέα-παιδιού, αφού το παιδί αρχίζει να καταλαβαίνει ότι πρέπει να «ανοίξει τα φτερά του», να αναλάβει κάποιες ευθύνες και να αποκτήσει αυτοπεποίθηση, όσο απίθανο κι αν μοιάζει στην αρχή. Η ανάγκη του, όμως, να χαράξει τη δική του πορεία, έρχεται σε αντίθεση με την υποχρέωση-θέληση του γονιού να συνεχίσει την «χειραγώγηση». Για παράδειγμα, οι φιλοδοξιακές επενδύσεις στον έφηβο για την επίτευξη στόχων που μία μητέρα δεν κατάφερε να επιτύχει στο παρελθόν, έρχονται στην επιφάνεια και προκαλούν άγχος. Κι ενώ μπορεί να ταυτίζεται με τον έφηβο και να συμμερίζεται τους αγώνες του, παράλληλα κάνει σύγκριση με τους δικούς της παλιούς αγώνες και με αυτόν τον τρόπο αρχίζει ο ανταγωνισμός.
Εκτός από αυτό, ένα άλλο πρόβλημα αποτελούν οι διατροφικές διαταραχές, δηλαδή, η νευρική ανορεξία και η βουλιμία. Πιο συγκεκριμένα, η νευρική ανορεξία πλήττει περισσότερο τις κοπέλες από ό,τι τα αγόρια και μπορεί να εγκαθιδρυθεί και από την ηλικία των 12 ετών. Φίλοι και συγγενείς αναρωτιούνται γιατί πρέπει οι νεαροί να μπαίνουν σε αυτή τη διαδικασία. Η απάντηση είναι μία: επειδή φοβούνται να πάρουν λίγα κιλά αφού βλέπουν στον καθρέφτη ότι είναι παχύσαρκοι ακόμη κι αν είναι λιπόσαρκοι. Και, δυστυχώς, επιλέγουν να απέχουν συστηματικά από το φαγητό και έχουν βουλιμικά επεισόδια. Όπως γίνεται κατανοητό, και οι δύο διαταραχές είναι σοβαρές και χρήζουν άμεσης και ειδικής αντιμετώπισης. Αν και πολλοί παράγοντες έχουν ενοχοποιηθεί ως υπεύθυνοι για τη γένεση και τη συντήρηση αυτών των συνηθειών, τελευταία έχει γίνει σαφές πως κύριοι ένοχοι είναι οι εμπορικές εταιρείας μόδας, οι οποίες, για να μεγιστοποιήσουν το κέρδος τους, προβάλλουν τον υποσιτισμό ως πρότυπο ομορφιάς. Με αυτό τον τρόπο παγιδεύουν τα θύματα-καταναλωτές και τα οδηγούν να θυσιάζονται στον βωμό του χρήματος.
Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι το πέρασμα από τον «κόσμο του παραμυθιού» στον κόσμο της πραγματικότητας, μπορεί να παρομοιαστεί με έναν ανεμοστρόβιλο που παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του, και αφήνει πίσω του ένα τελείως κατεστραμμένο τοπίο. Κι όλοι μας το έχουμε περάσει, ζώντας έντονες, αυθόρμητες στιγμές. Μία από αυτές, λοιπόν, είναι και οι σχέσεις μας με το άλλο φύλο, οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν πηγή χαράς αλλά και άγχους. Ο έφηβος, τείνει να ερωτεύεται πλατωνικά και να δίνει υποσχέσεις αιώνιας αγάπης, κι όταν αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι ακολούθησε μια ατελέσφορη τακτική, τελικά πληγώνεται. Άρα, η προσπάθειά του να αρέσει στο άλλο φύλο έχει συχνά ως αποτέλεσμα να απογοητεύεται.
Η σκιαγράφηση της αναπτυξιακής περιόδου είναι ένα έργο που απασχολεί την επιστήμη της ψυχολογίας, αλλά και κάθε κοινωνική-πολιτιστική δομή. Τα νεαρά άτομα, λοιπόν, κάποια στιγμή θα βρεθούν αντιμέτωπα με τον ύπουλο «εχθρό», ο οποίος ονομάζεται κατάθλιψη. Ποιοι είναι, άραγε, οι ανασταλτικοί παράγοντες που επιτρέπουν να εισχωρήσει στη ζωή ενός εφήβου; Γιατί ο έφηβος βυθίζεται σε μια απύθμενη άβυσσο και επιτρέπει στον εαυτό του να στερείται την απόλαυση τού να ζει;
Αρχικά, σύμφωνα με τον ψυχολόγο Κουρκούτα (2008): «Κατά τη διάρκεια της εφηβείας, συντελούνται σημαντικές συναισθηματικές απώλειες σε ενδοψυχικό και οικογενειακό επίπεδο, με αποτέλεσμα η περίοδος αυτή να μοιάζει με μια περίοδο διεργασίας πένθους. Ο έφηβος κατακλύζεται από συναισθήματα θλίψης, θυμού, φόβου και ανασφάλειας για το μέλλον, καθώς βρίσκεται στο μεταίχμιο δύο σημαντικών σταθμών της ζωής του: αποχαιρετά την παιδική ηλικία, ενώ περνάει σε μια νέα φάση, όπου πραγματώνεται η εξατομίκευσή του. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια απομυθοποιεί τους γονείς του και αναζητά σημαντικές σχέσεις και ενασχολήσεις εκτός οικογένειας, προκειμένου να διευρύνει και να εδραιώσει την ατομική του ταυτότητα. Πρόκειται για μια εξαιρετικά επώδυνη διεργασία που συνοδεύεται από την αίσθηση απώλειας εαυτού και βιώνεται ως κενό, ως “αίσθημα αβοήθητου”, προκαλώντας αόριστους φόβους».
Η χρήση παράνομων ουσιών είναι ένα ακόμα κώλυμα όχι μόνο της εφηβείας αλλά και της κοινωνίας ολόκληρης, επειδή τις πιο πολλές φορές οδηγούν στον θάνατο. Η τάση των ανηλίκων να εξωραΐζουν την επικινδυνότητα τους έχει να κάνει με τα γνωρίσματα της εύθραυστης εφηβικής προσωπικότητας. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση, που διογκώνεται και ξεφουσκώνει τάχιστα, το άγχος, η δυσκολία στις κοινωνικές σχέσεις, η περιέργεια, η ανάγκη συγχρωτισμού με συνομήλικους, η επιθυμία τους να δείξουν πως μεγάλωσαν και η αμφισβήτηση των κοινωνικών κανόνων δύνανται να ωθούν τους εφήβους στη δοκιμή αρχικά, και στον εθισμό μετέπειτα σε ουσίες. Είναι φανερό ότι τα ναρκωτικά συνδέονται με τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης κατά την εφηβεία, και με το μεγάλωμα του εφήβου και οποιαδήποτε αντιμετώπιση πρέπει να το λαβαίνει αυτό υπόψιν της.
Επιπροσθέτως, ο κοινωνιολόγος Παπάνης Ευστράτιος σε έρευνα που διεξήγαγε στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου το 2006, αποκαλύπτει πως το ποσοστό των αγοριών που βιώνουν συναισθηματικό κενό και κατάθλιψη «συχνά ή διαρκώς» είναι 9,9%, ενώ των κοριτσιών προσεγγίζει το 24,7%. Μελέτες αποδεικνύουν, επίσης, ότι οι γενετικές επιδράσεις στα καταθλιπτικά συμπτώματα είναι μέτριες, με τη σταθερότητα των συμπτωμάτων να αποδίδεται σε γενετικούς παράγοντες. Τέλος, επισημαίνει ότι οι διαταραχές του συναισθήματος έχουν μελετηθεί περισσότερο στα παιδιά γονέων που πάσχουν από κατάθλιψη. Συμπερασματικά, η μικρότερη έκφραση διαφόρων συναισθημάτων και τα προβλήματα επικοινωνίας δεν συμβάλλουν στη σωστή διάπλαση της προσωπικότητας.
Σε τελευταία ανάλυση, διαπιστώνεται ότι ένα άτομο που βιώνει ντροπή συνήθως αποσύρεται. Το κοινωνικό άγχος από την άλλη, σχετίζεται άμεσα με την εικόνα που έχει το άτομο για τον ίδιο του τον εαυτό, ενώ την ίδια στιγμή, το συναίσθημα του φόβου φαίνεται να το κυριεύει. Βασικό σύμπτωμα —και εδώ— είναι η κοινωνική απόσυρση, η εφίδρωση κα γενικότερα μία κρίση ολόκληρης της αυτοεκτίμησης του ατόμου. Εν τέλει, η κατάθλιψη αποτελεί μία διαταραχή μειωμένης ενεργητικότητας και ευχαρίστησης του ατόμου. Η απομόνωση κυριαρχεί και εδώ, μαζί με τις έντονα αρνητικές εικόνες για τον εαυτό.
Κλείνοντας, η εφηβεία είναι —και πρέπει να είναι— μια υπέροχη περίοδος αποκαλύψεων κι εμπειριών. Οι συγκρούσεις είναι απαραίτητες και η απουσία συγκρούσεων μάλλον είναι αυτή που θα πρέπει να ανησυχεί. Οι γονείς, καλούνται να οπλιστούν με υπομονή, επιμονή και χιούμορ, ώστε να συνοδεύσουν τα παιδιά τους στο ταξίδι τους προς τον κόσμο των ενηλίκων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Η εφηβική κατάθλιψη: μία σύγχρονη μορφή κρίσης και δυσφορίας, psychotherapycenter.gr, διαθέσιμο εδώ
- Παιδική και εφηβική κατάθλιψη, iatronet.gr, διαθέσιμο εδώ
- Κουρκούτας, Η. (2008), Η Ψυχολογία του έφηβου: Θεωρητικά ζητήματα και κλινικές περιπτώσεις, Ελληνικά Γράμματα.
- Πρώτα Έχω Μάθει Να Επικοινωνώ Με Τον Έφηβο & Μετά Ακολουθούν Οι Κανόνες & Τα Όρια/ Συμβουλευτική & Ψυχοθεραπεία, psychologos-mariakoraka.gr, διαθέσιμο εδώ
- Murray, R. M., Kendler, K. S., McGuffin, P. Wessely, S. & Castle, D. J. (2008), Essential Psychiatry (Κεφάλαιο 6ο: Psychiatric disorders in childhood and adolescence), Cambridge University Press.
- Cole, P. M., Luby, J., & Sullivan, M.W. (2008), Emotions and the Development of Childhood Depression, Child Development Perspectives Vol 2, Issue 3, διαθέσιμο εδώ
- Spasojevic, J., & Alloy, L. B. (2001), Rumination as a Common Mechanism Relating Depressive Risk Factor to Depression, Emotion Vol 1, Issue 1.