Της Ηλιάνας Πολύζου,
Με την αλματώδη εξέλιξη που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια στον τομέα των συγκοινωνιών με την αναβάθμιση των υποδομών και την παροχή δικλείδων ασφαλείας μέσω των νέων τεχνολογικών εξελίξεων, θα περίμενε κανείς την αντίστοιχη μείωση των συγκοινωνιακών δυστυχημάτων. Συνέβη, όμως, πράγματι αυτό; Μάλλον το αντίθετο. Ράγες, θάλασσα και αέρας αποτέλεσαν τα τελευταία χρόνια «τόπους εγκλημάτων» και πολύνεκρων δυστυχημάτων. Αυτό άλλωστε, έχει απασχολήσει την ελληνική νομολογία τα τελευταία χρόνια, έως και την τελευταία αναθεώρηση του ποινικού κώδικα με το ν. 4855/2021 και συγκεκριμένα την τροποποίηση του άρθρου 291 ΠΚ στο οποίο τυποποιούνται οι επικίνδυνες παρεμβάσεις στη συγκοινωνία μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων και αεροσκαφών.
Δυνάμει της υπ’ αριθμόν παραγράφου 1, όποιος «διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων ή αεροσκαφών: α) με καταστροφή, βλάβη ή μετακίνηση εγκαταστάσεων ή συγκοινωνιακών μέσων, β) με τοποθέτηση ή διατήρηση εμποδίων, γ) με αλλοίωση σημείων ή σημάτων ή με τοποθέτηση ή διατήρηση εσφαλμένων σημείων ή σημάτων, δ) με παραβίαση των κανόνων τεχνικού ελέγχου ή ασφαλούς φόρτωσης των συγκοινωνιακών μέσων, ε) με παραβίαση των κανόνων λειτουργίας συστημάτων μη επανδρωμένων αεροσκαφών, στ) με άλλες, εξίσου επικίνδυνες, για την ασφάλεια της συγκοινωνίας, πράξεις τιμωρείται: αα) με φυλάκιση αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, ββ) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γγ) με κάθειρξη αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας, δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη».
Διατάραξη συνιστά κάθε ανθρώπινη ενέργεια που δημιουργεί ανώμαλη κατάσταση, από την οποία προκύπτουν συνθήκες κοινού κινδύνου για την ασφαλή διεξαγωγή της συγκοινωνίας. Δεν είναι απαραίτητη η επέλευση του κινδύνου, αλλά η με βεβαιότητα δημιουργία του. Πρόκειται για έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου είναι απαραίτητη ορισμένη επικίνδυνη συμπεριφορά για αόριστο αριθμό εννόμων αγαθών. Από τη στιγμή της πραγμάτωσης του κινδύνου, εισερχόμαστε στον χώρο των εκ του αποτελέσματος διακρινόμενων εγκλημάτων, τα οποία, όπως μαρτυρά το όνομά τους, εξαρτώνται από την επέλευση ορισμένου αποτελέσματος, το οποίο τέθηκε με το βασικό έγκλημα διακινδύνευσης.
Με τον ενδεικτικό ορισμό των επικίνδυνων εξωγενών παρεμβάσεων εύκολα γίνεται αντιληπτή η δυνατότητα τέλεσης του εγκλήματος με πράξη (καταστροφή/βλάβη) αλλά και με παράλειψη (παράλειψη τεχνικού ελέγχου/ασφαλούς φόρτωσης).
Για την τέλεση του εγκλήματος της πρώτης παραγράφου και συγκεκριμένα των περιπτώσεων αα) και ββ) απαιτείται δόλος (πρόθεση), γνώση δηλαδή και θέληση διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών, αλλά και συνείδηση της πιθανότητας πρόκλησης κινδύνου από αυτήν. Ο δόλος θα πρέπει να καλύπτει και τα δύο αυτά στοιχεία. Μπορεί να είναι είτε άμεσος, δηλαδή ο δράστης να επιδιώκει την παραγωγή εγκλήματος, είτε ενδεχόμενος, να μην επιδιώκει το αποτέλεσμα αλλά να βρίσκεται σε θέση να το προβλέψει ως δυνατό και να το αποδέχεται. Οι περιπτώσεις γγ) και δδ) διαφοροποιούνται ως προς την υποκειμενική τους υπόσταση. Συγκεκριμένα, στα εκ του αποτελέσματος εγκλήματα απαιτείται δόλος ως προς το βασικό έγκλημα και τουλάχιστον αμέλεια ως προς το αποτέλεσμα. Συνεπώς, απαιτείται δόλος (άμεσος ή ενδεχόμενος) ως προς την διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών, αλλά και ως προς την πιθανότητα πρόκλησης κινδύνου από αυτήν και αμέλεια ως προς τη σωματική βλάβη ή τη σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας και ως προς το θάνατο αντίστοιχα.
Φτάνοντας στην παράγραφο 2, με τις προαναφερθείσες ποινές τιμωρείται «εφόσον δεν προβλέπονται βαρύτερες κυρώσεις σε άλλες διατάξεις όποιος οδηγεί όχημα σταθερής τροχιάς ή κυβερνά πλοίο ή αεροπλάνο ή χειρίζεται εξ αποστάσεως σύστημα μη επανδρωμένου αεροσκάφους χωρίς να είναι σε θέση να το πράξει με ασφάλεια εξαιτίας της κατανάλωσης οινοπνεύματος ή χρήσης ναρκωτικών ουσιών ή λόγω σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης».
Εισάγεται μία ρήτρα επικουρικότητας. Με μια πρώτη ματιά, ο όρος επικουρικότητα μας παραπέμπει σε κάτι το βοηθητικό, το συμπληρωματικό. Σε μια προσπάθεια ένταξης της έννοιας αυτής στα πλαίσια του ποινικού μας δικαίου, μάλλον θα καταλήγαμε στον βοηθητικό ρόλο μιας διάταξης η οποία υποχωρεί όταν η κύρια διάταξη θεμελιώνει αξιόποινο. Σε περίπτωση συρροής δύο διαφορετικών διατάξεων για το ίδιο έγκλημα, θα εκτοπιστεί ως επικουρική η διάταξη που περιέχει τη ρήτρα και θα εφαρμοστεί αυτή που προβλέπει βαρύτερη ποινή.
Τιμωρείται με τις προαναφερθείσες ποινές ο οδηγός των σιδηροδρομικών, εναέριων και υδάτινων συγκοινωνιών, ο οποίος λόγω διατάραξης της συνείδησής του, λόγω μέθης, ναρκωτικών ουσιών και κόπωσης, δεν είναι σε θέση να διατηρήσει την ασφάλεια κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης των καθηκόντων του. Η πρόβλεψη των ίδιων ποινών, παρά τον μειωμένο καταλογισμό του δράστη, οφείλεται στην υπαιτιότητά του. Και οι τρεις περιοριστικά στον νόμο προσδιοριζόμενες περιπτώσεις συνιστούν καταστάσεις στις οποίες ο ίδιος ο δράστης οδηγεί τον εαυτό του σε μία ευάλωτη κατάσταση και δεν μπορεί να τύχει μειωμένης ποινής του άρθρου 36 ΠΚ.
Ενόψει της παραγράφου 3, «όποιος στις περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων από αμέλεια προκαλεί τη διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας ή οδηγεί επικίνδυνα και από την πράξη του αυτή μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη».
Τέλος, εισάγεται η έννοια της αμέλειας η οποία και αιτιολογεί τη χαμηλότερη επ’ απειλούμενη ποινή συγκριτικά με τις παραπάνω «περιπτώσεις δόλου». Πρόκειται για ένα στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης το οποίο υποδηλώνει την απροσεξία, την επιμέλεια που όφειλε να είχε δείξει ο δράστης, αλλά δεν το έκανε είτε επειδή δεν προέβλεψε το ενδεχόμενο αξιόποινο αποτέλεσμα (ασυνείδητη αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό να επέλθει, πίστεψε, όμως, ότι δεν θα επέρχονταν (ευσυνείδητη αμέλεια).
Πρόκειται δυστυχώς για μια διάταξη που κανείς μας δε θα περίμενε, αλλά εξακολουθεί να είναι τόσο επίκαιρη και χρηστική. Παρά την πρόβλεψη υψηλών ποινών, όπως είδαμε (έως και ισόβια κάθειρξη), συνεχίζει να αποτελεί ένα έγκλημα που «βασανίζει» την ελληνική έννομη τάξη σχεδόν καθημερινώς. Τι, όμως, μπορεί ακόμη να πράξει η ελληνική δικαιοσύνη, για να πετύχει την εξάλειψη τέτοιων εγκληματικών περιστατικών; Μήπως θα μπορούσε να προβλέψει «ακόμη» υψηλότερες ποινές ή μήπως ήρθε η ώρα να αποδώσει ευθύνες στους πραγματικούς υπαιτίους;
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Κωνσταντίνος Γ. Φράγκος, κατ’ άρθρο ερμηνεία ποινικού κώδικα, sakkoulasonline, 2020, διαθέσιμο εδώ
- Άρθρο 291 – Ποινικός Κώδικας (Νόμος 4619/2019) – Επικίνδυνες παρεμβάσεις στη συγκοινωνία μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων και αεροσκαφών, lawspot.gr, διαθέσιμο εδώ