Της Κατερίνας Χασιώτη,
Η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ψηφιακού περιβάλλοντος, στο οποίο επαναπροσδιορίστηκαν έννοιες, όπως η προστασία και η προσβολή ατομικών δικαιωμάτων. Το διαδίκτυο δίνει το βήμα στον οποιονδήποτε, είτε ιδιώτη είτε δημόσια αρχή, να αναρτά πλήθος προσωπικών δεδομένων, τα οποία δύνανται να αποθηκευτούν και να διατηρηθούν για αόριστο χρονικό διάστημα. Βασικό γνώρισμα του διαδικτύου είναι η έλλειψη ελέγχου των δεδομένων που αναρτώνται, γεγονός που δημιουργεί μια πληθώρα νομικών ζητημάτων, που αφορούν, κυρίως, την προστασία της ιδιωτικής ζωής των χρηστών του διαδικτύου. Έτσι, η ανάγκη τόσο της ενίσχυσης των δικαιωμάτων των χρηστών του διαδικτύου όσο και της απόκτησης της δυνατότητας ελέγχου επί των προσωπικών τους δεδομένων, θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη νομοθετική ρύθμιση ενός δικαιώματος στην ψηφιακή λήθη.
Το δικαίωμα στην ψηφιακή λήθη, αρχικά, είχε αποτελέσει θέμα μελέτης από πολλούς θεωρητικούς. Αρκετές απόψεις είχαν διατυπωθεί γύρω από τη φύση του, άλλοτε μιλώντας για δικαίωμα, άλλοτε για ηθική αξία και άλλοτε για το «έννομο συμφέρον ενός ατόμου να ξεχάσει και να ξεχαστεί». Οι διαφορετικές αυτές απόψεις κατέληξαν στη συμφωνία ότι το δικαίωμα στην ψηφιακή λήθη είναι «το δικαίωμα να μη γίνεται αναφορά σε γεγονότα της ζωής που αφορούν το παρελθόν και δεν είναι πλέον επίκαιρα». Το δικαίωμα αυτό αποσκοπεί να εντείνει την προστασία των δικαιωμάτων των χρηστών του διαδικτύου και, ειδικότερα, της ιδιωτικής τους ζωής.
Αξίζει να σημειωθεί, επιπλέον, η ανάγκη διάκρισης σχετικά με την αξίωση προστασίας της ιδιωτικής ζωής και του δικαιώματος στην ψηφιακή λήθη, καθώς το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή αφορά πληροφορίες, οι οποίες δεν είναι δημόσια γνωστές, ενώ το δικαίωμα στη λήθη επεκτείνεται στη διαγραφή πληροφοριών που είχαν καταστεί στο παρελθόν δημόσιες.
Η πρώτη προσέγγιση και αναφορά του εν λόγω δικαιώματος έγινε από τη νομολογία και, ιδιαίτερα, με την υπόθεση Google Spain (C-131/12). Η υπόθεση εισήχθη ενώπιον του ΔΕΕ, έπειτα από προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Ανώτερο Εθνικό Ισπανικό Δικαστήριο. Ιστορική βάση ήταν η ακόλουθη: Κατά το έτος 1998, η Καταλανική εφημερίδα είχε προχωρήσει σε δύο δημοσιεύσεις και αναρτήσεις στον ιστότοπό της, που αφορούσαν την εκπλειστηρίαση ακινήτου του Ισπανού πολίτη Mario Costeja Gonzales για χρέη προς ασφαλιστικούς οργανισμούς. Τα χρέη του Costeja Gonzales, στη συνέχεια, ρυθμίστηκαν και σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, έως και το 2010, όποιος προχωρούσε σε αναζήτηση στο διαδίκτυο του ονόματός του μέσω της μηχανής αναζήτησης Google, θα παραπεμπόταν αμέσως στις σχετικές αναρτήσεις της εφημερίδας. Έτσι, ο Costeja Gonzales προσέφυγε στην Ισπανική Αρχή Προστασίας Δεδομένων, με αίτημα τη διαγραφή των αναρτήσεων από την εφημερίδα, αλλά και την αφαίρεση των σχετικών συνδέσμων από τα αποτελέσματα αναζήτησής της που αφορούσαν το όνομά του, υποστηρίζοντας ότι τα εν λόγω δημοσιεύματα έθιγαν την υπόληψη και την τιμή του, εφόσον τα χρέη είχαν αποπληρωθεί εδώ και πολλά έτη.
Η Αρχή έκρινε βάσιμη την προσφυγή εναντίον των Google Spain και Google Inc, ισχυριζόμενη πως ο νόμος περί προστασίας προσωπικών δεδομένων περιλαμβάνει τους φορείς εκμετάλλευσης μηχανών αναζήτησης. Οι ηττηθείσες εταιρείες προσέβαλαν την απόφαση της Αρχής ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, το οποίο υπέβαλε κι αυτό προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, με περιεχόμενο το εάν η Οδηγία αποτελεί νομικό έρεισμα ικανό να στηρίξει αξίωση αφαίρεσης προσωπικών δεδομένων από τα αποτελέσματα μηχανών αναζήτησης, που γίνονται με βάση το όνομα του ατόμου. Το ΔΕΕ στηρίχθηκε στο άρθρο 12 της Οδηγίας 95/46, τονίζοντας ότι αναγνωρίζεται στο υποκείμενο των δεδομένων το δικαίωμα να ζητήσει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας τη διόρθωση ή διαγραφή ή κλείδωμα των δεδομένων, των οποίων η επεξεργασία δεν είναι σύμφωνη προς τις εξαγγελίες της Οδηγίας και, ιδίως, όταν τα δεδομένα έχουν ελλιπές ή ανακριβές περιεχόμενο.
Έπειτα, πρόσθεσε πως ασυμβατότητα με την Οδηγία στοιχειοθετείται και όταν τα δεδομένα είναι ανεπαρκή, άσχετα ή υπερβολικά προς τον σκοπό επεξεργασίας. Το δικαστήριο, περαιτέρω, υποστήριξε πως ακόμα και η αρχικά νόμιμη επεξεργασία μπορεί να καταστεί ασυμβίβαστη, εάν τη δεδομένη χρονική στιγμή έχει πάψει πλέον να εξυπηρετεί τον σκοπό, για τον οποίο είχε συντελεστεί. Το δικαστήριο έφτασε στη σκέψη να αναβιβάσει το χρόνο σε ουσιώδες στοιχείο της παραδοχής του αιτήματος για διαγραφή. Το ΔΕΕ ισχυρίστηκε ότι «ακόμη και η αρχικά νόμιμη επεξεργασία μη ανακριβών δεδομένων μπορεί, με την πάροδο του χρόνου, να καταστεί αντίθετη με την οδηγία αυτή, εφόσον τα εν λόγω δεδομένα πάψουν να είναι απαραίτητα για τους σκοπούς για τους οποίους συνελέγησαν ή υπέστησαν επεξεργασία. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν τα δεδομένα είναι ακατάλληλα, δεν είναι ή έχουν πάψει να είναι συναφή με το οικείο ζήτημα ή είναι υπερβολικά, σε σχέση με τους ως άνω σκοπούς ή με τον χρόνο που έχει παρέλθει».
Το ΔΕΕ στηρίχθηκε στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, επισημαίνοντας ότι δε χρειάζεται η επίκληση και η απόδειξη κάποιας βλάβης από τον φορέα, για να επιτευχθεί η διαγραφή των δεδομένων, υπογραμμίζοντας, μάλιστα, ότι το δικαίωμα διαγραφής βρίσκεται σε υπεροχή των οικονομικών συμφερόντων των φορέων εκμετάλλευσης των μηχανών αναζήτησης, αλλά και του συμφέροντος του κοινού, να αποκτήσει πληροφόρηση στο πλαίσιο αναζήτησης με βάση το ονοματεπώνυμο του εν λόγω υποκειμένου. Μοναδική εξαίρεση, η οποία δύναται να αναιρέσει την υπεροχή του δικαιώματος του υποκειμένου των δεδομένων, είναι σε περίπτωση που το υποκείμενο των δεδομένων κατέχει σημαντική θέση στον δημόσιο βίο.
Το δικαστήριο, εν τέλει, απεφάνθη ότι εξαιτίας της παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος από το περιστατικό και του ευαίσθητου περιεχομένου των δεδομένων, δημιουργείται δικαίωμα του υποκειμένου για διαγραφή των προσωπικών δεδομένων που το αφορούν και τα οποία εμφανίζονται ως αποτελέσματα, έπειτα από αναζήτηση του ονόματός του. Η εν λόγω απόφαση μπορεί από πολλούς να χαρακτηρίστηκε ως πρωτοποριακή, δέχτηκε, όμως, και σφοδρή κριτική. Πολλοί έσπευσαν να την προσονομάσουν ως ριψοκίνδυνη και αδόκιμη λύση στο πρόβλημα της προστασίας των φορέων προσωπικών δεδομένων. Υποστηρίχθηκε ότι με την απόφαση αυτή δόθηκε το έναυσμα για ένα δικαίωμα άσκησης λογοκρισίας, επιχείρημα που εκφράστηκε σε μεγάλο βαθμό από την Αμερική.
Η ρηξικέλευθη αυτή απόφαση του ΔΕΕ εκδόθηκε στο διάστημα που είχε ήδη ξεκινήσει η συζήτηση για την αναγκαιότητα ενός νέου ενωσιακού νομοθετήματος, το οποίο θα επικαιροποιούσε την Οδηγία 95/46/ΕΚ για την προστασία των προσωπικών δεδομένων εντός της Ε.Ε. Έτσι, με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Δεδομένων), πλέον τέθηκε και ρητώς το δικαίωμα στη λήθη στο άρθρο 17 με τίτλο «Δικαίωμα διαγραφής («δικαίωμα στη λήθη»), κατά το οποίο «Το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας τη διαγραφή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται να διαγράψει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση».
Σε μια εποχή, όπου η τεχνολογία και η ψηφιοποίηση πρωταγωνιστούν, η διαρκής και συνεχής διακίνηση μεγάλου όγκου πληροφοριών και δεδομένων οδήγησαν στη δημιουργία μίας νέας πραγματικότητας, η οποία χρήζει νέα νομική ρύθμιση. Η νομική επιστήμη έχει την υποχρέωση να προσαρμοστεί στη νέα ψηφιακή πραγματικότητα, όπου πλέον εξαίρεση θα αποτελεί η λήθη και κανόνας η ανάμνηση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Το δικαίωμα στην ψηφιακή λήθη, ejournals.lib.auth.gr, διαθέσιμο εδώ
- Ένα νέο δικαίωμα στην ψηφιακή λήθη; Με αφορμή τη νέα απόφαση του ΔΕΕ Google V.Agencia Espanola & Gongalez, potamitisvekris.com, διαθέσιμο εδώ
- Ιγγλεζάκης, Ι., Ιγγλεζάκης, Ι., Το δικαίωμα στην ψηφιακή λήθη και οι περιορισμοί του (2014), Εκδόσεις Σάκκουλα
- Υπόθεση C‑131/12, eur-lex.europa.eu, διαθέσιμο εδώ