15.4 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ «τρέλα» στην προνεωτερική Ευρώπη

Η «τρέλα» στην προνεωτερική Ευρώπη


Της Κωνσταντίνας Τζανουδάκη,

Με το πέρασμα του χρόνου η θέση του ανθρώπου στην κοινωνία μεταβάλλεται. Έτσι, και η θέση του τρελού στην κοινωνία άλλαξε ριζικά. Μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα, οι ψυχικά διαταραγμένοι δεν είχαν στιγματιστεί και αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας. Την φροντίδα τους την είχαν αναλάβει τα οικογενειακά τους πρόσωπα και τοπικοί θεραπευτές, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένη ιατρική αγωγή. Μάλιστα στη Βρετανία, οι ψυχοπαθείς συγκαταλέγονταν στους άξιους φτωχούς, και το ενοριακό ταμείο είχε αναλάβει τα έξοδα συντήρησής τους. Συχνά τις ασταθείς συμπεριφορές τις απέδιδαν σε θεϊκά αίτια, αλλά η κύρια ψυχική διαταραχή ήταν η μελαγχολία, η οποία απασχολούσε κυρίως τα ανώτερα στρώματα, είχε δηλαδή κοινωνικό πρόσημο.

Οι πλούσιοι υποστήριζαν ότι, ήταν πιο συναισθηματικοί και μια μικρή δόση μελαγχολίας μπορεί να ήταν αφετηρία για την παραγωγή σπουδαίων έργων στον τομέα της τέχνης. Μια μεγάλη δόση, όμως, μπορούσε να οδηγήσει στα πρόθυρα της τρέλας. Οι γιατροί ασπάζονταν την γαλβινική θεωρία των τεσσάρων χυμών του ανθρωπίνου σώματος. Η ανισορροπία αυτών μπορούσε να οδηγήσει στην ανισορροπία της συναισθηματικής και πνευματικής ζωής. Για παράδειγμα, στη θλίψη και τη μελαγχολία οδηγούσε η περίσσεια μέλαινας χολή. Ο πρώτος γιατρός που ασχολήθηκε με το ζήτημα της τρέλας ήταν o διάσημος Richard Napier, στις αρχές του 17ου αιώνα.

Ο γιατρός Richard Napier. Πηγή εικόνας: greatlinfordhistory.co.uk

Σε αντίθεση με τους τότε θεραπευτές, ο ίδιος έρχονταν σε επαφή με τους ασθενείς του και κρατούσε φακέλους καταγραφής για τον καθένα. Είχε εξετάσει πάνω από 2.300 ασθενείς και τα 2/3 ήταν γυναίκες. Αυτό οφείλεται στις επιπτώσεις της πατριαρχικής κοινωνίας (ο ίδιος ήταν εξαιρετικά μισογύνης) και στο γεγονός ότι οι γυναίκες εκμυστηρεύονταν τα μυστικά τους πιο εύκολα, καθώς οι άνδρες δεν έπρεπε να δείχνουν ευάλωτοι και συναισθηματικοί. Ο Richard φανέρωσε ότι η μελαγχολία επηρέαζε και τα κατώτερα στρώματα, διότι οι γυναίκες υπέφεραν από τον κοινωνικό παραγκωνισμό και την οικονομική ανασφάλεια της εποχής. Βέβαια, με σύγχρονες μελέτες μόνο το 5% των περιπτώσεων μπορούν να χαρακτηριστούν πραγματικά ασθενείς με κατάθλιψη. Οι ακραίοι ψυχασθενείς ωστόσο στις καταγραφές του Napier ήταν περίπου 20 στους 2.039, και επειδή δεν μπορούσαν να συμβιώσουν με τον κοινωνικό τους περίγυρο αλυσοδέθηκαν σε άσυλα, όπως το Bedlam.

Στο πέρασμα των χρόνων η «αποδαιμονοποίηση» της τρέλας και η εξέλιξη του ιατρικού τομέα, οδήγησε τους ιατρούς και τον κρατικό μηχανισμό να έχουν την αποκλειστική ευθύνη των ασθενών. Πολλαπλασιάστηκαν έτσι τα άσυλα για την περίθαλψή τους, τα λεγόμενα “madhouses”. Yπο το πρίσμα του Διαφωτισμού και την πίστη του ανθρώπου στην πρόοδο τον 18ο αιώνα, τα madhouses ερμηνεύτηκαν ως την απαραίτητη φιλανθρωπική και ανθρωπιστική φροντίδα που κρινόταν επιβεβλημένη να παρέχει ο κρατικός μηχανισμός. Η πραγματικότητα όμως διέφερε. Σύμφωνα με τον Scull, η νέα αυτή πίστη ήταν μέσο νομιμοποίησης του εγκλεισμού.

Ο ασθενής William Norris στο νοσοκομείο Bethlem. Πηγή εικόνας: wellcomecollection.org

Όπως περιγράφει ο Michel Foucault στο έργο του Ιστορία της τρέλας στην κλασική εποχή (έργο-τομή του 1963), που ώθησε πολλούς ιστορικούς να διερευνήσουν το ζήτημα της τρέλας της προνεωτερικής Ευρώπης, και από το οποίο εμφορείται η σύγχρονη αντίληψη, τα ιδρύματα αντικατόπτριζαν μια νέα ηθικοποίηση της τρέλας και εξύψωση της εργασίας. Οποιοσδήποτε δεν ήταν σε θέση να συμβάλλει στην παραγωγή παραγκωνιζόταν, και έτσι οι τρελοί όπως και οι φτωχοί εκείνης της περιόδου περιθωριοποιήθηκαν και κλείστηκαν σε ειδικά άσυλα, ώστε να ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα παραγωγικά άτομα της κοινωνίας. Μετέφραζαν την τρέλα ως εκούσια έξοδο από την εργασία.

Γι’ αυτό οι συνθήκες στα madhouses ήταν απάνθρωπες καθώς οι ασθενείς, ο αριθμός των οποίων πολλαπλασιαζόταν, αντιμετωπίζονταν σαν κτήνη και εκθέτονταν σε κοινή θέα, προκειμένου να αποτελέσουν πρότυπα προς αποφυγή για τους «υγιείς» ανθρώπους. Ακριβώς επειδή εκθέτονταν δημοσία και ήταν προσβολή για τις τάξεις των ευγενών, πολλοί ιδιώτες ίδρυαν φρενοκομεία εξασφαλίζοντας την μυστικότητα των ασθενών τους. Ακόμα, οι πλούσιοι αντιμετωπίζονταν ατομικά ενώ οι φτωχότεροι μαζικά. Οι ιδιώτες επωφελούνταν από τα κέρδη. Το μόνο που όφειλαν να έχουν ήταν εχέγγυα χαρτιά, πιστοποιημένο επαγγελματικό προσωπικό και γιατρό να τους επισκέπτεται (mad doctor).

Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν ιδρύματα που αποτελούσαν εξαίρεση όπως το St. Albans του Nathaniel Cotton, το οποίο έδινε πραγματική έμφαση στην στοργική περίθαλψη των ασθενών τους. Το 1774, στη Βρετανία ο Νόμος Περί Φρενοκομείων, είχε ως στόχο να δημιουργήσει έναν ελεγκτικό μηχανισμό ενάντια των καταχρήσεων των ιδιωτικών φρενοκομείων. Βέβαια, μέχρι τον 18ο αιώνα ήταν αρνητική φήμη για έναν γιατρό να επισκέπτεται φρενοκομεία και να εξετάζει περιπτώσεις τρελών μέχρι τον William Battie, ο οποίος αποφόρτισε την αρνητική σημασία με το κύρος του. Ο ίδιος ήταν πρόεδρος του βασιλικού κολεγίου των θεραπευτών και είχε αναλάβει την περίπτωση του βασιλιά Γεωργίου Γ΄.

Ο γιατρός (mad doctor), William Battie. Πηγή εικόνας: artuk.org

Οι «μάζες των τρελών» που ήταν συγκεντρωμένες στα ιδρύματα, είχαν προσελκύσει γιατρούς, που είχαν αναδειχθεί από το κλάδο της ψυχιατρικής, ο οποίος είχε εδραιωθεί μόλις τον 18ο αιώνα και εξασφάλιζαν νέες θεραπευτικές μεθόδους, ιδιαίτερα στους πλουσιότερους ασθενείς με την συγκατάβαση των συγγενικών τους προσώπων προκειμένου να αποκομίσουν κέρδη. Επικρατούσα αντίληψη ήταν ότι, η ψυχή συνδέεται άρρηκτα με το σώμα, άρα οι σωματικές θεραπείες θα κατάφερναν να χαλιναγωγήσουν την ψυχή.

Ο Thomas Willis έδωσε έμφαση στον εγκέφαλο και το νευρικό σύστημα και θέσπισε αποτρόπαιες μεθόδους όπως την ψυχρολουσία ή το tranquilizer, που ήταν ουσιαστικά περιορισμός της ροής του αίματος και βύθιση του ασθενή σε λήθαργο. Άλλοι μέθοδοι ήταν το ηλεκτρικό σοκ, ο περιορισμός με χειροπέδες, ζουρλομανδύες, παροχή χαπιών κ.α. Από τα τέλη του αιώνα, έδωσαν μεγαλύτερη έμφαση στην αντιμετώπιση της τρέλας περισσότερο με την προσωπική επαφή του ασθενή με τον γιατρό παρά με φυσικές και χημικές μεθόδους, και επανήλθε η πίστη στην πιθανότητα της κληρονομικότητας. Αυτή η πορεία της ιστορίας της τρέλας αποδεικνύει, ότι είναι μια κοινωνική κατασκευή που είχε και συνεχίζει να έχει διαφορετική αντιμετώπιση στο πέρασμα των χρόνων.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Faucolt, Michel (2004), Η ιστορία της τρέλας, Αθήνα: Ηριδανός.
  • Wiesner-Hanks E. Merry, (2008), Πρώιμη Νεότερη Ευρώπη 1450-1789, Αθήνα: Ξιφαράς.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνα Τζανουδάκη
Κωνσταντίνα Τζανουδάκη
Γεννήθηκε τον Οκτώβρη του 2002 στην Αθήνα, όπου μεγάλωσε και σπουδάζει στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ. Το ενδιαφέρον της επικεντρώνεται κυρίως στη νεότερη και σύγχρονη Ιστορία, τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε ελληνικό επίπεδο. Επιπλέον, της αρέσουν πολύ τα ταξίδια και ασχολείται με τον αθλητισμό.