Της Γεωργιάνας Τσίχλη,
Διανύοντας την εποχή της ταχύτητας, του γοργού ρυθμού ζωής και των ολοένα αυξανόμενων καθημερινά απαιτήσεων, μου γεννήθηκε το εξής ερώτημα: Άραγε, βγαίνοντας μια βόλτα στη γειτονιά, παρατηρούμε τον κόσμο έξω;
Ακούμε τα προβλήματα που ανακύπτουν σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο; Κι αν ναι, πρόκειται για μια πληροφορία που τη τοποθετούμε στο κουτί με τα «περιττά» και, αφού δεν αφορά εμάς, δεν έχει καμία χρησιμότητα ή τη συμμεριζόμαστε; Μήπως, ακόμα, και η ακοή μας είναι επιλεκτική; Το γάβγισμα ενός σκυλιού δεν περνάει ποτέ απαρατήρητο και προκαλεί δυσφορία, μα οι κραυγές ενός κακοποιημένου παιδιού, καμιά φορά περνούν!
Η αδιάκοπη χρήση των ακουστικών σε οποιαδήποτε δραστηριότητά μας είναι, τελικά, μόνο ένας εύκολος και προσιτός σε πολλούς χώρους τρόπος ψυχαγωγίας ή ένα μέσο κοινωνικής απομόνωσης από τον περίγυρο;
Πόσες φορές έχει τύχει, άλλωστε, να χαιρετήσουμε έναν γνωστό και αυτός να μην μας ακούει, διότι τα «ντεσιμπέλ» είναι στα ύψη;
Προσωπικά, θεωρώ ότι, ακούγοντας κάποιος τη μουσική που απολαμβάνει ή και, γενικότερα, κρατώντας αφοσιωμένη την προσοχή του σε μία κατάσταση επιλεκτικά, προσπερνά πιο εύκολα έναν άστεγο, έναν επαίτη, ένα αδέσποτο σκυλί που διψάει ή και έναν γνωστό που προτιμά να αποφύγει. Η συνταγή, λοιπόν, είναι μία: Κινητό στο χέρι, ακουστικά, μουσική και μια ζωή αποκομμένη από τα πάντα. Όλα αυτά, όμως, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας, όσους μανδύες κι αν φορέσουμε, όσο κι αν προσπαθούμε να ζούμε στον δικό μας μικρόκοσμο, μη αντιλαμβανόμενοι ότι είμαστε εκ φύσεως, κοινωνικά όντα.
Αλλά, ας είμαστε ειλικρινείς, δεν φταίνε μονάχα τα ακουστικά. Ακόμα και όταν κάνουμε διάλογο, είναι γεγονός πως δεν «ακούμε», μα παραμένουμε παθητικοί. Η ικανότητα της ακρόασης δεν έγκειται μόνο στην αφιέρωση χρόνου στο πρόσωπο που έχουμε απέναντι μας, αλλά απαιτεί και την πραγματική προσοχή μας.
Σε κάθε συζήτηση μεταξύ ανθρώπων, από τη λιγότερο έως την ιδιαίτερα σημαντική για τον καθένα, καθοριστικό ρόλο στην ποιότητα της επικοινωνίας παίζει το «να ακούς». Κι αυτό συμβαίνει, διότι μόνο έτσι κατανοεί κανείς τις ανάγκες, τα αδιέξοδα, τις ιδέες, αλλά και τις απόψεις του άλλου, ώστε να συνδράμει ουσιαστικά με τον λόγο του.
Ακόμα και στο εργασιακό περιβάλλον, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Dean Βrenner, αναγνωρισμένος ειδικός στην πειστική επικοινωνία: “To communicate well, listen first”. Όπως, άλλωστε, υποστηρίζει, μόνο «μέσα από την ενεργητική ακρόαση, ανακαλύπτουμε τον καλύτερο τρόπο να μεταδώσουμε το μήνυμα που θέλουμε να ακούσει το ακροατήριο» […in other words, through active listening – we discover the best way to deliver the message we need our audience to hear].
Σημαντικό σε αυτό το σημείο είναι να ειπωθεί πως όταν ένα κοντινό μας πρόσωπο μοιράζεται ένα θέμα που το απασχολεί μαζί μας, στόχος μας δεν πρέπει να είναι ούτε «η ελαχιστοποίηση του προβλήματός του» ούτε η «άρνηση αποδοχής της δυσκολίας» διαχείρισής του και η επακόλουθη προσπάθεια «αλλαγής θέματος», προκειμένου να μην σκέφτεται το πρόβλημα. Αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να εντείνει την ενοχή ή τη δυσκολία διαχείρισης στο άτομο που αισθάνεται ότι εκείνη τη στιγμή δεν τα καταφέρνει.
Ας αναλογιστούμε, λοιπόν, πόσο δυσκολεύουμε την προσπάθειά του, όταν του επισημαίνουμε πόσο υπερβολικός είναι ή πόσο μηδαμινής σημασίας βρίσκουμε το πρόβλημά του. Προτιμότεροι τρόποι, ανάλογα και με την ιδιοσυγκρασία του ακροατή, όπως προτάσσουν και αρκετοί ερευνητές που ασχολήθηκαν με θέματα κοινωνικής υποστήριξης, είναι «η ενθάρρυνση» και η προσπάθεια μαζί με τον αποδέκτη «να βρεθεί μια λύση». Τι περισσότερο χρειάζεται, άλλωστε, ένας άνθρωπος που περνάει δύσκολα, πέρα από έναν άνθρωπο που κατ’ αρχήν θα τον ακούσει και θα αγκαλιάσει το πρόβλημα του;
Η αποφυγή διείσδυσης στα θέματα που αφορούν τους άλλους, δεν είναι ατομικό, αλλά κοινωνικό θέμα. Πολλές φορές, αποφεύγοντας να ασχοληθούμε πραγματικά με ένα πρόβλημα, ίσως είναι ένας τρόπος να αποφύγουμε να βιώσουμε μια κατάσταση που και οι ίδιοι περνάμε, ή περάσαμε στο παρελθόν και δεν έχουμε ακόμα διαχειριστεί. Ωστόσο, η ενσυναίσθηση δεν πρέπει να αγγίζει τα όρια της ψυχικής εξάντλησης από τα προβλήματα των άλλων, πράγμα που αναδεικνύει την ανάγκη να τίθενται όρια προσαρμοσμένα στην προσωπικότητα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εκάστοτε ανθρώπου.
Δεν είναι, όμως, η ανικανότητα να ακούσουμε τους άλλους το μοναδικό πρόβλημα. Πολλές φορές, δεν ακούμε ούτε το ίδιο μας το σώμα που εκφράζει αισθητά τον πόνο, το στρες και πολλές άλλες αισθήσεις ή συναισθήματα. Με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις στρεσογόνες καταστάσεις, όταν το σώμα είναι αυτό που πάντα «μιλάει» πρώτο!
Η στερεοτυπική αντίληψη ότι τα ψυχοσωματικά ανήκουν στη «φαντασία» και η υποτίμηση της σημασίας τους από μια μερίδα ανθρώπων δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την άνεση για συζήτηση σχετικά με τα θέματα αυτά. Με τη σειρά της, η απουσία του σχετικού ανοιχτού διαλόγου έχει ως αποτέλεσμα καθένας που βιώνει μια παρόμοια κατάσταση να τη θεωρεί ακόμα μεγαλύτερη απειλή και, τελικά, να υποφέρει παραπάνω.
Επιπρόσθετα, όπως είναι γνωστό, η σωματοποίηση του άγχους συνδέεται συχνά και με το «άγχος υγείας», έχοντας ως αποτέλεσμα μια διαρκή και ατέρμονη εσωτερική μάχη, με αμέτρητες εξετάσεις υγείας που εκτοξεύει το στρες και δύναται να επιφέρει και τις λεγόμενες «κρίσεις πανικού».
Πώς, όμως, η αληθινή επικοινωνία και ακρόαση μπορεί να βοηθήσει στο παραπάνω πρόβλημα;
Όταν κάποιος επιχειρεί να εκφράσει σε ένα φιλικό του πρόσωπο μία ανησυχία του, όπως τον φόβο μιας ασθένειας και την εκδήλωση κρίσεων πανικού, που μπορεί να τον «βασανίζει» καιρό, όχι μόνο αισθάνεται ότι ο δεύτερος θα συμπορευτεί μαζί του, αλλά πρόκειται και για μια ευκαιρία να κατανοήσει ότι πολλά από αυτά που βιώνει αποτελούν συχνά συμπτώματα άγχους που κατά καιρούς και ο φίλος του ενδέχεται να έχει κληθεί να αντιμετωπίσει. Το πρόβλημα, τώρα, μοιάζει λιγότερο επικίνδυνο και καθόλου σπάνιο! Ωστόσο, δεν πρέπει να κλείνουμε τα μάτια στα ψυχοσωματικά συμπτώματα, καθώς αυτά είναι εξίσου σημαντικά με τα σωματικά.
Συμπερασματικά, ας μη γυρνάμε πλάτη σε ότι συμβαίνει γύρω μας. Τα προβλήματα των άλλων, αργά ή γρήγορα, θα είναι –εάν δεν είναι ήδη– και δικά μας. Το να είναι κανείς καλός ακροατής, τον καθιστά, αφενός, περισσότερο αρεστό σε κοινωνικό επίπεδο, αφετέρου ικανότερο επαγγελματία. Αλλά και σε προσωπικό επίπεδο, τα οφέλη του να ακούμε τους άλλους είναι πολλαπλά.
Ας ενδιαφερθούμε, ας θέσουμε ερωτήσεις στον συνομιλητή μας, ώστε να προβληματιστεί και να δει πολύπλευρα το ζήτημα που τον απασχολεί. Να δει και την άλλη όψη. Επιπλέον, χρήσιμο είναι να αποφεύγουμε να μιλάμε για τον εαυτό μας, εκτός κι αν με αυτόν τον τρόπο επιδιώκουμε να ενθαρρύνουμε τον συνομιλητή μας, αναδεικνύοντας πόσο αντιμετωπίσιμη ήταν μία παρόμοια κατάσταση στη δική μας περίπτωση, δεδομένου, όμως, ότι δεν φεύγει η προσοχή από το πρόσωπο που βρίσκεται στο επίκεντρο. Τέλος, καθοριστικής σημασίας είναι να αποφεύγουμε να υποτιμάμε και να θεωρούμε ασήμαντο το πρόβλημα του άλλου, καθώς κανείς μας δεν είναι σε θέση να κρίνει το σημαντικό ή μη για τους άλλους!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- To Communicate Well, Listen First, forbes.com, διαθέσιμο εδώ
- Πέντε τρόποι για να είστε πραγματικά δίπλα σε κάποιον που σας χρειάζεται, psychologynow.gr, διαθέσιμο εδώ
- Ψυχοσωματικά συμπτώματα: τι είναι, αιτίες, θεραπεία, therapia.gr, διαθέσιμο εδώ
- Η σημασία του να μάθετε να είστε καλοί ακροατές, meygeia.gr, διαθέσιμο εδώ