Του Κωνσταντίνου Γκαμπή,
Είναι αυτονόητο πως μία Δημοκρατία, από τη στιγμή που προσφέρει το δικαίωμα στους πολίτες της να ψηφίζουν, αλλά και να πολιτεύονται, είναι υποχρεωμένη να προσφέρει και την κατάλληλη ενημέρωση και διαφάνεια μέσω των Μ.Μ.Ε. Διαφορετικά η Δημοκρατία δυσλειτουργεί. Φυσικά, αυτό δεν επιτυγχάνεται σε κανένα κράτος σε απόλυτο βαθμό, πόσο μάλλον στην Ελλάδα, όπου έχουμε δει – ιδίως τα τελευταία χρόνια – τα μεγαλύτερα μέσα να υπερασπίζονται ευθέως κάποια πολύ συγκεκριμένα συμφέροντα. Αυτή η πραγματικότητα οφείλεται στη λεγόμενη «αποτυχία της αγοράς», γεγονός που θέτει το ερώτημα: πώς μπορούν τα μέσα να παράγουν πραγματικά ανεξάρτητη δημοσιογραφία;
Η αγορά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτυγχάνει σε δύο επίπεδα: Το πρώτο είναι η φύση των μέσων, τα οποία λειτουργούν ως επιχειρήσεις, που σκοπό έχουν το κέρδος, και το δεύτερο έχει να κάνει με την ανταγωνιστικότητα.
Ας διευθετήσουμε πρώτα το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας. Αρχικά, ασχολούμενοι με αυτό, αποδεχόμαστε ότι η ενημέρωση είναι μία βιομηχανία την οποία τη διέπουν κάποιοι από τους κανόνες της αγοράς. Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό! Η ενημέρωση αποτελεί, επίσης, έναν θεσμό απαραίτητο για τη δημοκρατική λειτουργία του κράτους, που σημαίνει ότι όλοι οι πολίτες πρέπει να έχουν πρόσβαση σε αυτό. Είναι, θα λέγαμε, ένα δημόσιο αγαθό και σε αντίθεση με τα άλλα δημόσια αγαθά, όπως το νερό, το ηλεκτρικό ρεύμα, τις υποδομές κ.τ.λ., δεν πρέπει για κανέναν λόγο το κράτος να κατέχει το μονοπώλιο ή την πλειονότητα της ενημέρωσης. Κι αυτό γιατί δε μπορούμε να εμπιστευτούμε το ίδιο το κράτος να ελέγχει τον εαυτό του (ο έλεγχος προς το έργο και τα πεπραγμένα των κυβερνώντων είναι απαραίτητο συστατικό και προϋπόθεση της Δημοκρατίας).
Καταλήγουμε, λοιπόν, πως τα περισσότερα μέσα τουλάχιστον θα πρέπει να ανήκουν σε ιδιώτες. Τα περισσότερα κράτη, όμως, (και σίγουρα η Ελλάδα) δεν αναγνωρίζουν – ή μάλλον δεν παραδέχονται –, στο βαθμό που χρειάζεται, την εξουσία την οποία κρατούν στα χέρια τους οι ιδιοκτήτες των μέσων, με αποτέλεσμα την ελλιπή ρύθμισή τους από το κράτος. Έτσι, στη χώρα μας υπάρχουν επιχειρηματίες που έχουν στην κατοχή τους πολλά μέσα ενημέρωσης, ενώ συνήθως δραστηριοποιούνται κι σε άλλους τομείς, όπως τη ναυτιλία (ένα τυχαίο παράδειγμα). Έχουμε, λοιπόν, κάποιους λίγους ανθρώπους με αρκετές ομοιότητες (επιχειρηματικές δραστηριότητες, υπόβαθρο, ιδεολογία). Ένα εύλογο συμπέρασμα θα ήταν πως, λόγω των ομοιοτήτων τους, υπάρχει η πιθανότητα οι άνθρωποι αυτοί να βρίσκονται σε επαφή μεταξύ τους, δημιουργώντας ένα καρτέλ (ολιγοπώλιο) στον χώρο της ενημέρωσης, προκειμένου ακριβώς να προωθήσουν τα κοινά τους συμφέροντα.
Το πρώτο βήμα προς μία πιο ανεξάρτητη δημοσιογραφία, λοιπόν, θα ήταν η ρύθμιση της αγοράς μέσω της Επιτροπής Ανταγωνισμού και της νομοθεσίας, οι οποίες θα έπρεπε να λειτουργούσαν ασυνήθιστα αυστηρά στη συγκεκριμένη περίπτωση. Κι αυτό γιατί πλήρως αντικειμενική ενημέρωση δε μπορεί να υπάρξει, που σημαίνει ότι θα πρέπει να συμβιβαστούμε με το επόμενο καλύτερο, που είναι η πλουραλιστική.
Το άλλο επίπεδο είναι το επιχειρηματικό μοντέλο των μέσων. Λειτουργούν, δηλαδή, όπως θα λειτουργούσε μία οποιαδήποτε εταιρεία. Μόνο που μία εφημερίδα δεν είναι μία οποιαδήποτε εταιρεία.
Αρχικά, όλα τα μέσα ενημέρωσης έχουν δύο πηγές εσόδων. Η πρώτη είναι το κοινό που μπορεί να πληρώνει μία συνδρομή ή να αγοράζει το έντυπο μιας εφημερίδας ή περιοδικού. Η δεύτερη είναι οι διαφημιζόμενοι, οι οποίοι πληρώνουν για να έχουν πρόσβαση στο κοινό του κάθε μέσου. Το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων τους προέρχονταν πάντα από τους διαφημιζόμενους, που σημαίνει πως η κύρια δραστηριότητα των περισσοτέρων μέσων είναι η διαφήμιση, με την ενημέρωση να είναι ένα υποπροϊόν. Αυτό οδηγεί στην ενημέρωση που θα προσελκύσει το μεγαλύτερο δυνατό κοινό και, τις περισσότερες φορές, αυτό δε γίνεται με ερευνητική δημοσιογραφία ή σοβαρά ρεπορτάζ.
Για να αποφύγουν αυτό το κυνήγι του κοινού, μεγάλες έγκυρες εφημερίδες όπως οι New York Times και ο Guardian χρεώνουν τους αναγνώστες τους. Προκειμένου να διαβάσει κανείς δηλαδή αυτές τις εφημερίδες πρέπει να δίνει μία μηνιαία ή ετήσια συνδρομή, η οποία μπορεί να ανέρχεται στην τάξη των εκατοντάδων δολαρίων το χρόνο. Αυτό το μοντέλο, όμως, θα ήταν δύσκολο να λειτουργήσει για τις τοπικές εφημερίδες ή ακόμα και για τις πιο μικρές, όπως οι ελληνικές, γιατί το κατά πολύ μικρότερο αναγνωστικό κοινό θα ήταν ανεπαρκές για να καλύψει τα έξοδα της εφημερίδας. Η μόνη, ίσως, επιλογή θα ήταν να επικεντρωθεί σε ένα συγκεκριμένο κοινό, όπως κάνουν οι οικονομικές εφημερίδες, το οποίο και πάλι, όμως, δε λύνει το πρόβλημα της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας. Επιπλέον, ακόμα και αν τα έξοδα μίας εφημερίδας μπορούσαν να καλυφθούν με αυτό τον τρόπο, και πάλι θα ανήκε μάλλον σε ένα άτομο όπως κι σήμερα, σε αντίθεση με τους New York Times που είναι εισηγμένοι στο χρηματιστήριο. Φυσικά, το ίδιο ισχύει και για τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς.
Πέραν από τις δύο αυτές πηγές εσόδων, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα μέσα ενημέρωσης λαμβάνουν και κρατικές χρηματοδοτήσεις. Όπως, όμως, μαρτυρεί και το πρόσφατο παρελθόν της χώρας μας, κάτι τέτοιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να επηρεαστεί η στάση των μέσων απέναντι στην εκάστοτε Κυβέρνηση. Για αυτό, οι χρηματοδοτήσεις αυτές, οι οποίες μπορούν όντως να προωθήσουν την ανεξάρτητη δημοσιογραφία, είναι απαραίτητο να χορηγούνται μέσω κάποιας ανεξάρτητης αρχής. Κάτι τέτοιο, όμως, απαιτεί ένα πραγματικά δημοκρατικό κράτος, στο οποίο οι ανεξάρτητες αρχές δρουν όντως ανεξάρτητα. Κι αυτό στη χώρα μας δε μπορούμε να το παίρνουμε ως δεδομένο. Οπότε, ούτε οι κρατικές χρηματοδοτήσεις είναι αρκετές για να απαντηθεί το ερώτημά μας.
Τώρα, υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους τα Μ.Μ.Ε. θα μπορούσαν να ξεφύγουν από την τωρινή τους δύσκολη θέση.
Ας αρχίσουμε με κάτι που ήδη υπάρχει στην Ελλάδα. Αυτό είναι το μοντέλο του The Press Project. Το The Press Project πρόκειται για ένα μέσο το οποίο διαθέτει ιστοσελίδα, ραδιόφωνο και κανάλι στο Youtube και του οποίου τα άρθρα και οι εκπομπές του προσφέρονται δωρεάν για όλους. Τα έσοδα του προέρχονται εξ ολοκλήρου από τις συνδρομές που γίνονται από το κοινό εθελοντικά, αφού δεν είναι απαραίτητη η συνδρομή για να έχεις πρόσβαση στο υλικό του. Επίσης υπάρχουν φιξαρισμένες επιλογές για το ποσό της μηνιαίας ή ετήσιας συνδρομής, αλλά μπορεί κανείς να κάνει κι δωρεά όποιου μεγέθους θέλει. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να αφοσιωθεί στη δημοσιογραφία όπως την ορίζει το ίδιο. Το συγκεκριμένο μοντέλο θεωρώ πως είναι ιδανικό για μέσα που επικεντρώνονται στην ερευνητική, δημοσιογραφία αν κι θα πρόσθετα μία ακόμη παράμετρο, την ύπαρξη ανώτατου ορίου στη δωρεά, ώστε να μην υπάρχει κανένας κίνδυνος κάποιος να επηρεάσει το μέσο.
Όσον αφορά τα τοπικά μέσα, τα οποία κι αυτά παίζουν σημαντικό ρόλο στην ενημέρωση και την ενασχόληση των πολιτών με τα κοινά, θα μπορούσαμε νομίζω να προτείνουμε ένα μοντέλο λίγο πιο ριζοσπαστικό. Κάθε τοπική κοινότητα θα μπορούσε να έχει το δικό της μέσο, τα έσοδα του οποίου θα προερχόταν από τα μέλη της κοινότητας μέσω της εθελοντικής συνδρομής ή ακόμη και μέσω της φορολογίας. Και κάθε ένας συνδρομητής του μέσου θα γινόταν και ιδιοκτήτης του μέσου αυτού, κάτι σαν μέτοχος. Αυτό σημαίνει πως το κοινό του θα έχει λόγο για τις σοβαρές αποφάσεις (μέσω μίας εκδοχής της άμεσης δημοκρατίας), όπως για το ποιος θα είναι αρχισυντάκτης. Αυτό εξασφαλίζει τουλάχιστον πως οι ιστορίες που δημοσιεύονται δε θα δημοσιεύονται επειδή το λέει το «μεγάλο αφεντικό», αλλά κι ότι αν το μέσο δε κάνει καλά τη δουλειά του, τότε η διοίκηση θα είναι απευθείας υπόλογη στο κοινό της. Κάτι το οποίο μου φαίνεται δύσκολο όμως να εφαρμοστεί σε μεγάλη κλίμακα.
Το παρόν άρθρο φυσικά δεν επαρκεί για να δοθεί μία ολοκληρωμένη πρόταση στο πώς τα ΜΜΕ θα μπορούσαν να “ανεξαρτοποιηθούν”. Η βασική ιδέα την οποία προασπίζομαι μέσω αυτού είναι η μεγαλύτερη αναγνώριση του Τύπου ως «Τέταρτη Εξουσία» και η αναβάθμιση του ρόλου του – και φυσικά του ελέγχου – σε έναν πραγματικά δημοκρατικό θεσμό. Κάτι το οποίο για να γίνει χρειάζεται αρχικά η εξασφαλισμένη από το κράτος πολυφωνία των μέσων και έπειτα η αναθεώρησή τους από κερδοσκοπικές επιχειρήσεις σε οργανισμούς με κύριο μέλημά τους την ενημέρωση.
Αυτό είναι ευκολότερο να γίνει στα μικρά μέσα, όπως έγινε σαφές και παραπάνω. Όσον αφορά τα μεγάλα τα οποία είναι κι αυτά με τη μεγαλύτερη επιρροή στους πολίτες, δύσκολα θα παραιτούνταν από τον κερδοσκοπικό χαρακτήρα, οπότε ίσως θα μπορούσαν να υιοθετήσουν μερικά στοιχεία τα οποία θα έδιναν μεγαλύτερη ελευθερία στους δημοσιογράφους. Κι αυτό θα μπορούσε να γίνει με την «ηθική αφύπνιση» των στελεχών και ιδιοκτητών τους, αλλά και με κρατική παρέμβαση.
Τα ΜΜΕ, αν κι θεωρούνται θεμέλιος λίθος κάθε δημοκρατίας, τα ίδια θα λέγαμε πως δεν είναι κι πολύ δημοκρατικά. Η ανεξάρτητη δημοσιογραφία, η οποία αναζητά την αλήθεια και λειτουργεί ως ελεγκτικός μηχανισμός της εξουσίας μπορεί να υφίσταται μονάχα αν δεν ανησυχεί για το κέρδος και υπάγεται και η ίδια σε έλεγχο.