Της Ευθυμίας Γκαμπέση,
«Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους
τα δίνουν —τάχα χαιρετώντας— σ’άλλους
Τ΄άφήνουνε να κρέμονται σαν αποφάσεις άνευρες
Ή —το χειρότερο— τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
και τα ξεχνούνε
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα.»
Ο Αργύρης Χιόνης γεννήθηκε το 1943 στην Αθήνα. Έζησε είκοσι χρόνια σε πόλεις της βόρειας Ευρώπης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται το Άμστερνταμ και οι Βρυξέλλες, καθώς εργαζόταν και ως μεταφραστής την περίοδο 1982-1992 στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ποιήματα και πεζογραφήματά του έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ολλανδικά και ρουμάνικα. Υπήρξε ακόμα μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων. Πέθανε από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου στην Αθήνα, όπου βρέθηκε –όπως κάθε χρόνο– για να περάσει με φίλους τα Χριστούγεννα του 2011.
Οι άνθρωποι έχουν στη διάθεσή τους πολλά μέσα και τρόπους για να εκφράζουν τα συναισθήματά τους. Ένας από αυτούς είναι και τα χέρια τους. Τα χέρια, άλλωστε, είναι κομμάτι και προέκταση του σώματός μας. Παρόλο που είναι ουσιαστικά άψυχα όργανα και υστερούν σε συναίσθημα και έκφραση όπως τα μάτια, παραμένουν κομμάτι του εαυτού μας και πολλές φορές τα συναισθήματά μας και οι σκέψεις μας καθορίζουν τις κινήσεις των χεριών μας. Μπορείς να πεις πολλά από τα χέρια ενός ανθρώπου: εάν κάνει χειρωνακτική δουλειά ή όχι, εάν φροντίζει τον εαυτό του, εάν πήγε πρόσφατα διακοπές, εάν γυμνάζεται. Αλλά μπορείς να ερμηνεύσεις και την ψυχολογική κατάσταση και τις προθέσεις του μέσα από μια σειρά από κινήσεις, όπως είναι ένας χαιρετισμός, ένα χάδι, μία δυνατή χειραψία που δείχνει αυτοπεποίθηση ή ακόμα και μία χειροδικία.
Ως προς το νόημα, στον πρώτο στίχο φαίνεται να υπαινίσσεται η αναποφασιστικότητα, τα άτομα πολλές φορές δεν ξέρουν τι θέλουν, ποιον θέλουν, πού θέλουν να πάνε, τ θέλουν να κάνουν. Δείχνει, επίσης, την έλλειψη ισχυρής θέλησης και ξεκάθαρου στόχου, γίνονται φτερό στον άνεμο και στην ουσία δεν έχουν αποφασίσει μέσα τους τι ζητούν.
Ακολούθως, στον δεύτερο στίχο δηλώνεται η έλλειψη αμεσότητας και ουσιαστικών διαπροσωπικών σχέσεων. Σαφέστερα, κυριαρχούν οι επιφανειακές σχέσεις, οι ρηχές, εφήμερες και βραχύβιες επαφές καθώς και η αποξένωση, αφού δεν «λείπει» και η προσποίηση («τάχα») κάνοντας μία απλή, ανούσια κίνηση: να χαιρετάμε. Στην πραγματικότητα, γνωρίζουμε και χαιρετάμε πολλούς ανθρώπους, χωρίς όμως να έχουμε κάτι δυνατό, κάτι ανθρώπινο, κάτι ουσιαστικό. Έτσι απλά χαιρετάμε, ίσως και από υποχρέωση, λέγοντας πολλές φορές ένα ξύλινο «γεια, τι κάνεις;» περιμένοντας την χιλιοειπωμένη και τυπική απάντηση του «καλά, εσύ;».
Ο επόμενος στίχος αφιερώνεται στην συναισθηματική κατάσταση. Αναλυτικότερα, δεν χρησιμοποιούμε τα χέρια μας όπως θα έπρεπε, δηλαδή για να εκφραστούμε και να μεταδώσουμε τα συναισθήματά μας μέσω αυτών. Αντ’ αυτού, παραμένουμε αδρανείς και αναποφάσιστοι, σαν να αποκόπτονται τα χέρια από το υπόλοιπο σώμα, τα χέρια μας πέφτουν στο κενό, τα θέλω μας πέφτουν στο κενό.
Στον τέταρτο στίχο, θίγεται το ζήτημα της αδράνειας, ίσως και δειλίας. Αδιαφορούμε, βάζουμε τα χέρια στις τσέπες, δεν θέλουμε ή δεν μπορούμε να δράσουμε και έτσι αποφεύγουμε τα προβλήματά μας. Έτσι, αποφεύγουμε τον κόπο και την προσπάθεια και γινόμαστε στην τελική φυγόπονοι. Προτιμούμε να βάλουμε τα χέρια στις τσέπες και να «βγούμε από τον χορό».
Η κορύφωση επέρχεται στον τελευταίο στίχο, που μας κάνει να αναρωτηθούμε το εξής: πού μας οδηγεί τελικά αυτή η αδράνεια, αυτή η αδιαφορία; Μα φυσικά, στο να μην κυνηγάμε αυτό που θέλουμε. Δηλαδή, δεν κυνηγάμε τους ανθρώπους που θέλουμε, δεν εκφραζόμαστε. Παραμένουμε κλειστοί και αμέτοχοι και στο τέλος χάνουμε την ευκαιρία μας. Δεν χαϊδεύουμε, δεν ερωτευόμαστε, δεν αγαπάμε. Δεν μιλάμε εύκολα στον άλλον ενώ έχουμε αρκετά να πούμε, δεν εκδηλωνόμαστε. Άραγε, φοβόμαστε;
Εν κατακλείδι, το ποίημα θίγει ένα σοβαρό πρόβλημα της κοινωνίας μας, αυτό που αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις, την επικοινωνία. Γίνεται φανερό πως οι άνθρωποι έχουν αποξενωθεί, πως έχει μεγιστοποιηθεί η αδράνεια και πως πλέον δεν εκφραζόμαστε, δεν λαμβάνουμε δράση, δεν πολεμάμε. Αντ’ αυτού, αδιαφορούμε, δεν επικοινωνούμε ουσιαστικά. Ίσως σε αυτό να έχουν επιδράσει πολλοί παράγοντες, όπως οι νέες τεχνολογίες που με τη σειρά τους επιφέρουν μία ταχύρρυθμη ζωή αποκομμένη από την ανθρώπινη επικοινωνία ή ακόμα και η πρωτόγνωρη εμπειρία της πανδημίας και τα απανωτά lockdowns, οι κοινωνικές συνέπειες των οποίων ακόμη επηρεάζουν την καθημερινότητα πολλών ανθρώπων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Αργύρης Χιόνης, wikipedia.org, διαθέσιμο εδώ
- Συνομιλία με “Τα Χέρια” του Αργύρη Χιόνη, enfo.gr, διαθέσιμο εδώ
- Χέρια, του Αργύρη Χιόνη, neolaia.gr, διαθέσιμο εδώ