Του Νίκου Χριστοδούλου,
Τα Συντάγματα της Εθνεγερσίας καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της επανάστασης, που επίσημα αναφέρεται και ως Α’ Ελληνική Δημοκρατία. Η κατάρτιση αυτών των κειμένων συντελέστηκε στο πλαίσιο των ιδιαίτερων πολιτικών συνθηκών του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Το αρχικό κλίμα εθνικής ενότητας και ομοψυχίας, αλλά και τον ενθουσιασμό που δημιουργούσε η απελευθέρωση των έως τότε υπόδουλων περιοχών αντικατέστησαν οι έριδες και οι ανταγωνισμοί που δημιούργησε η διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας κατά τα χρόνια της επανάστασης. Ήδη από τους πρώτους μήνες άρχισαν να δημιουργούνται πόλοι εξουσίας με βάση τόσο τοπικά κριτήρια, όσο και διαφοροποιήσεις σχετικά με τον τρόπο οργάνωσης του νέου κράτους (εάν δηλαδή θα έπρεπε να υπάρχει μια ισχυρή κρατική κυβέρνηση ή θα ήταν καλύτερο ένα σαφώς πιο αποκεντρωμένο μοντέλο). Πάτρωνες και οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας και πλοιοκτήτες των νησιών του Αιγαίου, αλλά και μέλη της Φιλικής Εταιρίας αποτέλεσαν τους κυριότερους πολιτικούς δρώντες στην επαναστατημένη Ελλάδα.
Πεδίο έντονης διαμάχης και πηγή διχασμού αποτέλεσε και η στάση την οποία θα έπρεπε να ακολουθήσει το υπό διαμόρφωση κράτος απέναντι στις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία), οι οποίες άρχισαν να παρεμβαίνουν ως ένα βαθμό στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας προκειμένου να τη διατηρήσουν στη σφαίρα επιρροής τους. Η πολιτική αντιπαράθεση ήταν τελικά τόσο οξεία ώστε οδήγησε σύντομα στην διπλή εμφύλια σύρραξη (1823-1825), που λειτούργησε υπονομευτικά στην διαδικασία εφαρμογής όσων είχαν οριστεί από τις Εθνοσυνελεύσεις και τα ελληνικά Συντάγματα.
Στη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, οι Εθνικές Συνελεύσεις των επαναστατημένων Ελλήνων θέσπισαν τρείς επίσημους συνταγματικούς χάρτες (1822, 1823, 1827). Αυτά τα Συντάγματα ήταν επηρεασμένα από τα γαλλικά Συντάγματα του 1793 και 1795, τη Γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, τα τρία συνταγματικά κείμενα των Ιονίων Νήσων και από το κείμενο Ρήγα Φεραίου «Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκωντης Ρούμελης,της Μικρής Ασίας,των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας. Υπέρ των νόμων-Ελευθερία, Ισότης, Αδελφότης-της πατρίδος».
Το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας υιοθετήθηκε κατά την Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου την 1η Ιανουαρίου 1822, η οποία επικύρωσε το «Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδας». Αντιπρόσωποι («πληρεξούσιοι») από την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, καθώς και από κάποια νησιά αποτελούσαν τη Συνέλευση. Το Σύνταγμα του 1822 αποτελούνταν από 110 άρθρα, τα οποία υποδιαιρούνταν σε «τίτλους» και «εδάφια», κατά το γαλλικό πρότυπο. Οι συντάκτες του επέλεξαν τον τίτλο «Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος», λόγω των ρευστών πολιτικών συνθηκών και της πιθανής αντίδρασης της Ιερής Συμμαχίας απέναντι σε ένα τόσο φιλελεύθερο και δημοκρατικό πολίτευμα.
Σε ότι αφορά στην οργάνωση του κράτους ο πρώτος αυτός συνταγματικός χάρτης, καθιέρωνε το αντιπροσωπευτικό σύστημα, καθώς επίσης και την αρχή διάκρισης των εξουσιών. Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική εξουσία του Κράτους (η «Διοίκησις») συνίστατο σε δύο σώματα, το «Βουλευτικό» και το «Εκτελεστικό», το οποίο ήταν κυρίως επιφορτισμένο με το έργο της διακυβέρνησης. Οι αντίστοιχες αρμοδιότητες ασκούνταν από δύο συλλογικά όργανα που θα ανανεώνονταν σε ετήσια βάση. Σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές, αυτά τα δύο όργανα εξισορροπούσαν το ένα το άλλο κατά τη νομοθετική διαδικασία. Η δικαστική εξουσία (το «Δικαστικόν») ήταν ανεξάρτητη από τις άλλες δύο, διοριζόταν πάντως από τη «Διοίκηση». Τη δικαιοσύνη απένεμαν τα Δικαστήρια («Κριτήρια»).
Στις 13 Απριλίου του 1823, η Β΄ Εθνοσυνέλευση, στο Άστρος Κυνουρίας, θα προβεί σε αναθεώρηση του Προσωρινού Πολιτεύματος της Επιδαύρου. Σε ένδειξη ότι το νέο σύνταγμα αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου ονομάστηκε «Νόμος του Άστρους». Το Σύνταγμα του 1823 ήταν πιο ολοκληρωμένο και εφαρμόσιμο από το προηγούμενο, ενώ ήταν σαφές ότι έδινε έμφαση στην αποκέντρωση, καθώς παραχώρησε ελαφρά υπεροχή στη νομοθετική εξουσία έναντι της εκτελεστικής, δεδομένου ότι το δικαίωμα αρνησικυρίας της τελευταίας μετατράπηκε από οριστικό απλώς σε αναβλητικό. Άλλο ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του νέου Συντάγματος αφορούσε στο επίπεδο προστασίας ατομικών δικαιωμάτων, γεγονός που έλειπε από το προηγούμενο Σύνταγμα. Ειδικότερα, προέβλεπε την προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας, της τιμής και της ασφάλειας όσων βρίσκονταν στην ελληνική επικράτεια και όχι μόνο την Ελλήνων, ενώ παράλληλα κατοχύρωνε την ελευθερία του Τύπου και καταργούσε την δουλεία.
Ο νέος καταστατικός χάρτης του έθνους επέφερε την κατάργηση των Τοπικών Οργανισμών, που είχαν συγκροτηθεί κατά τα πρώτα βήματα του Αγώνα και οι οποίες είχαν εναντιωθεί στον Δημήτριο Υψηλάντη νωρίτερα. Εξαιτίας της πολυαρχικής φύσεως των πρώτων δύο Συνταγμάτων της επαναστατικής περιόδου αναπτύχθηκαν συγκρούσεις μεταξύ των πολιτικών ομάδων της εποχής. Το κλίμα σύντομα επιβαρύνθηκε ιδιαίτερα μεταξύ των πολιτικών και των στρατιωτικών, αλλά και μεταξύ Πελοποννήσιων προκρίτων και νησιωτών πλοιοκτητών και οδήγησε σε εκτεταμένες συγκρούσεις.
Η πολιτική ένταση και οι προσωπικές έριδες βγήκαν εκτός ελέγχου και είχαν ως αποτέλεσμα την εμφύλια διαμάχη του 1824. Ο αδελφοκτόνος πόλεμος μεταξύ των Ελλήνων έδωσε την αφορμή στις Μεγάλες Δυνάμεις να επεμβαίνουν συστηματικά στην πολιτική ζωή του υπό διαμόρφωση κράτους.
Αρχικά, στην Πιάδα και κατόπιν στην Τροιζήνα συνεδρίασε η Γ΄ Εθνική Συνέλευση, η οποία εξέλεξε ομόφωνα τον Κόμη Ιωάννη Καποδίστρια, Υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας, «Κυβερνήτη της Ελλάδος» για επταετή θητεία, ενώ ψήφισε το νέο «Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδας». Ο στόχος πλέον της Συνέλευσης ήταν η δημιουργία σταθερής κυβέρνησης, κατά το πρότυπο των δημοκρατικών και φιλελεύθερων ιδεών, και η αποτροπή της αναρχίας και του διχασμού. Γι’ αυτό το λόγο, για πρώτη φορά στο Σύνταγμα εξαγγέλλεται πανηγυρικά η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας: «Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος. Πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού». Αυτή η θεμελιώδης αρχή δημοκρατικής διακυβερνήσεως επρόκειτο να επαναληφθεί σε όλα τα ελληνικά Συντάγματα μετά το 1864.
Το τρίτο Σύνταγμα της Α΄ Δημοκρατίας αποτελούνταν από 150 άρθρα. Προέβλεπε μία αυστηρή διάκριση των εξουσιών, που θυμίζει κυρίως τα σύγχρονα προεδρικά συστήματα: η εκτελεστική εξουσία ανήκε στον Κυβερνήτη, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα αρχηγός του υπό διαμόρφωση κράτους και της κυβέρνησης, ενώ την νομοθετική εξουσία αναλάμβανε το λαϊκό αντιπροσωπευτικό σώμα της Βουλής. Η Βουλή είχε σταθερή θητεία γεγονός που σήμαινε ότι ο Κυβερνήτης δεν είχε δικαίωμα στην πρόωρη διάλυση της. Παράλληλα, ο Κυβερνήτης είχε τη δυνατότητα μόνο αναβλητικού veto στα σχέδια νόμου της Βουλής. Ήταν οι «Γραμματείς της Επικρατείας», δηλαδή οι Υπουργοί, οι οποίοι αναλάμβαναν την αποκλειστική ευθύνη για τις δημόσιες πράξεις του Κυβερνήτη, κάτι που θυμίζει τη σύγχρονη κοινοβουλευτική πρακτική σχετικά με τις ευθύνες του Προέδρου της Δημοκρατίας και των μελών της κυβέρνησης.
Το Σύνταγμα της Τροιζήνας ιεραρχούσε ψηλά τα ζητήματα ατομικών δικαιωμάτων, πράγμα που αποτελούσε σημαντική βελτίωση σε σχέση με τα δύο προηγούμενα κείμενα. Με το Σύνταγμα αυτό αποτυπώνεται η προσπάθεια του πολιτικού συστήματος να προχωρήσει στην οργάνωση κράτους σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο, βρίσκοντας μια μέση οδό μεταξύ του δημοκρατικού συστήματος και της ανάγκης για ισχυρή κεντρική διοίκηση. Ωστόσο, το τρίτο Σύνταγμα της επαναστατικής περιόδου υπήρξε ιδιαίτερα βραχύβιο, καθώς αμέσως μετά την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια στην Ελλάδα, τον Ιανουάριο του 1928 ανεστάλη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου (2012), Τα Ελληνικά Συντάγματα και η Ιστορία τους (1797-1875), Αθήνα: Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου.
- hellenicparliament.gr, Συνταγματική Ιστορία, Διαθέσιμο εδώ