Της Κωνσταντίνας Λάμπου,
Το Αστικό Δίκαιο διέπεται από την αρχή της αυτονομίας, που αναφέρεται στην ελευθερία του προσώπου να διαπλάθει σχέσεις σχετικά με την περιουσία του. Η ιδιωτική αυτονομία σημαίνει, αφενός, ελευθερία των συμβάσεων, που δίνει τη δυνατότητα στο πρόσωπο να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και από αυτή πηγάζει και η οικονομική ελευθερία (Σ 5 παρ. 1). Αφετέρου, συνδέεται με την ελευθερία συνενώσεως, με την οποία το πρόσωπο συστήνει σωματείο (Σ 12). Έτσι, καταλαβαίνουμε πως η ιδιωτική αυτονομία στηρίζεται σταθερά στο Σύνταγμα και πραγματοποιείται με τη δικαιοπραξία, δηλαδή τη δήλωση βουλήσεως που κατευθύνεται σε ένα ηθελημένο έννομο αποτέλεσμα.
Από τα στοιχεία της δικαιοπραξίας, το πιο σημαντικό για την κατάρτισή της είναι η δήλωση ή πράξη βουλήσεως, αφού, με αυτό τον τρόπο, επιτυγχάνεται η εξωτερίκευση της βουλήσεως. Πάντως, αν και κάποιες φορές, όπως στο άρθρο 130 του Αστικού Κώδικα, δικαιοπραξία και δήλωση βουλήσεως χρησιμοποιούνται ταυτόσημα, στην πραγματικότητα δεν ταυτίζονται. Αυτό γιατί η δικαιοπραξία αποτελείται από περισσότερες δηλώσεις βουλήσεως ή, γενικά, είναι απαραίτητο και κάτι επιπλέον για την επέλευση του εννόμου αποτελέσματος.
Προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να είναι έγκυρη, αληθινή, ώριμη, και πραγματική χρειάζονται κάποιες προϋποθέσεις. Αυτό που διακρίνει τη δήλωση βουλήσεως είναι η εξωτερίκευση, που πραγματοποιείται με κάθε δυνατό τρόπο εξωτερικεύσεως, ώστε να γίνεται αντιληπτή από τρίτους. Η δήλωση βουλήσεως, όμως, είναι διακριτή από μια απλή σχέση φιλοφροσύνης. Για τη συγκεκριμένη διάκριση, λαμβάνονται υπόψη η αξία του αντικειμένου και ο σύνδεσμος των υποκειμένων.
Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί πως στοιχείο της δήλωσης βουλήσεως είναι, αρχικά, η βούληση της πράξης και, αν αυτή δεν είναι παρούσα, τότε η δήλωση δεν υπάρχει. Δεύτερο στοιχείο, είναι η βούληση της δηλώσεως που είναι υπαρκτή, όταν υπάρχει η βούληση να δηλωθεί κάτι με δικαιοπρακτικές συνέπειες και, αν αυτή με τη σειρά της είναι απούσα, τότε η δήλωση είναι άκυρη ή ακυρώσιμη. Κάποιοι υποστηρίζουν πως το τρίτο στοιχείο της βούλησης είναι η δικαιοπρακτική βούληση, που αφορά συγκεκριμένα έννομα αποτελέσματα. Και αυτή, αν λείπει, οδηγείται σε ακυρότητα ή ακυρωσία. Βέβαια, το πιο σωστό είναι τα δύο τελευταία στοιχεία να θεωρούνται ένα, καθώς όταν αποσκοπούνται από τη δήλωση έννομες συνέπειες, τότε η δικαιοπρακτική βούληση στοχεύει σε συγκεκριμένες έννομες συνέπειες.
Από την άλλη, υπάρχουν κάποιοι τρόποι με τους οποίους εξωτερικεύεται η δήλωση βουλήσεως. Αφενός, με τη ρητή δήλωση βουλήσεως επιτυγχάνεται άμεση εκδήλωσή της, με προφορικό ή γραπτό λόγο ή χειρονομίες και, έτσι, δίνεται αμέσως η δικαιοπρακτική βούληση. Αφετέρου, έμμεση δήλωση βουλήσεως του δηλούντος γίνεται μέσω της σιωπηρής δήλωσης βουλήσεως και έχει ως κριτήριο την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Βέβαια, πιο ορθό είναι να λέγεται συμπερασματική, ώστε να μη συγχέεται με τη σιωπή. Επίσης, η σιωπηρή δήλωση δεν εφαρμόζεται, όταν η δήλωση βουλήσεως υποβάλλεται σε συστατικό τύπο.
Προχωρώντας στην ανάλυση της δήλωσης βουλήσεως, πρέπει να επισημανθεί πως προορίζεται σε ορισμένο έννομο και ηθελημένο αποτέλεσμα. Δεν είναι υποχρεωτικό ο δηλών να επιθυμούσε όλες τις συνέπειες που πιθανώς να αγνοεί, φτάνει να στοχεύει σε ένα έννομο αποτέλεσμα που γίνεται αποδεκτό από το δίκαιο. Στο σημείο αυτό, μπορούμε να προσθέσουμε πως η δικαιοπραξία δεν πρέπει να συγχέεται με τη σχέση εθιμοτυπίας, καθώς η τελευταία δε ρυθμίζεται από το δίκαιο. Ένα από τα στοιχεία, που συμφωνούν στη μη ύπαρξη νομικής δέσμευσης, είναι η χαμηλή αξία του ανταλλάγματος, σε περίπτωση που υπήρχε.
Για να υπάρχει, όμως, μια συγκεκριμένη δικαιοπραξία και να ενταχθεί σε «τύπο», είναι απαραίτητο να έχει ουσιώδη και επουσιώδη στοιχεία του τύπου. Τα δεύτερα διακρίνονται σε φυσικά ή συνήθη, τα οποία προβλέπονται από το νόμο και τα τυχαία ή πρόσθετα, που προστίθενται από τους συμβαλλόμενους και αλλάζουν τα naturalia ή βάζουν επιπλέον όρους. Επιπλέον, τα ουσιώδη αποδεικνύονται από αυτόν που τα επικαλείται, όταν καταρτίζεται ορισμένο είδος. Αντιθέτως, τα φυσικά δεν είναι απαραίτητο να αποδεικνύονται, ενώ τα accidentalia τα αποδεικνύει όποιος τα επικαλείται.
Καταληκτικά, η δικαιοπραξία βρίσκεται στο αντίθετο άκρο από την αδικοπραξία, που δε θεωρείται θεμιτή από το δίκαιο. Για τη δικαιοπραξία υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί τύποι. Από τα κυριότερα στοιχεία της είναι η ικανότητα δικαιοπραξίας, η ελευθερία στη βούληση και τη δήλωσή της, το να υπάρχει συμφωνία δήλωσης–βουλήσεως και νομιμότητα στο περιεχόμενο και, τέλος, να υπάρχει κατάλληλος τύπος, που να ορίζεται από το νόμο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Παντελίδου Δ. Καλλιρρόη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα–Θεσσαλονίκη, 2016
- Δικαιοπραξία, lawspot.gr, διαθέσιμο εδώ