Του Γιώργου Θεοδωρόπουλου,
Μέσω της παράθεσης του προηγηθέντος πρώτου μέρους του άρθρου (εδώ) επισημάνθηκαν οι ιστορικές πτυχές, οι οποίες εν πολλοίς όρισαν και τις κατά περίοδο αρχιτεκτονικές φάσεις των κτισμάτων επί του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης των Αθηνών ως και τον ύστερο 5ο αιώνα π.Χ. Ακολούθως, θα εξετάσουμε –όσο πιο επισταμένα δυνάμεθα– τις πολιτισμικές μεταβολές και παρεμβάσεις που σημειώθηκαν στο μνημειακό αυτό σύνολο ως και τις παρυφές του 21ου αιώνα.
Παγιωμένο αποτελεί το ερώτημα των ιστορικών, εάν τελικά η Ρώμη κατέκτησε την Ελλάδα ή η Ελλάδα την Ρώμη. Αναμφίβολα, ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός και η πνευματική του ευλυγισία σαγήνευσε του Ρωμαίους και ως φυσικό επακόλουθο, ο ρωμαϊκός θαυμασμός απέδωσε στο φιλοσοφικό και πολιτικό κέντρο της αρχαίας Ελλάδας, στην πόλη των Αθηνών, πλείστους αρχιτεκτονικούς –και όχι μόνο – καρπούς. Με προεξάρχοντα τον αυτοκράτορα Αδριανό και τον Ηρώδη τον Αττικό, η πόλη εμπλουτίστηκε από επιβιώσαντα κτίσματα όπως: η Βιβλιοθήκη του Αδριανού, το Αδριάνειο Υδραγωγείο, το Ωδείο του Ηρώδου του Αττικού, το Παναθηναϊκό Στάδιο (η σημερινή μορφή του οποίου είναι προϊόν πλήρους ανασύνθεσης) κ.ά.· το σύνολο των πολιτισμικών αυτών καταλοίπων αποτελούν μια τυπική μορφή ενός πρώτου «νέο-κλασικιστικού» ρυθμού οικοδόμησης. Σημειωτέον δε πως ο ανδριάντας του αυτοκράτορα Αδριανού, ως σύνναου θεού, τοποθετήθηκε δίπλα στο ιερό άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου εντός του σηκού του ομώνυμου ναού.
Στους αιώνες που ακολούθησαν, τα περισσότερα εκ των μνημείων του Ιερού Βράχου εφθάρησαν λόγω του χρόνου ή υπέστησαν σοβαρές ζημιές εξαιτίας των βαρβαρικών επιδρομών Ερούλων και Βησιγότθων κατά την ύστερη αρχαιότητα. Με την έλευση του Χριστιανισμού κάποια εξ αυτών των μνημείων –και φυσικά ο ίδιος ο Παρθενώνας– μετετράπησαν σε χριστιανικές εκκλησίες· σύμφωνα με την αρχαιολόγο Ιωάννα Βενιέρη: «Ο Παρθενώνας αφιερώθηκε στην Παρθένο Μαρία, που στη συνέχεια ονομάσθηκε Παναγιά η Αθηνιώτισσα, ενώ στα τέλη του 11ου αιώνα αποτέλεσε τη μητρόπολη της Αθήνας. Το Ερέχθειο είχε μετατραπεί σε ναό του Σωτήρος ή της Θεοτόκου, ο ναός της Αθηνάς Νίκης σε εκκλησάκι και τα Προπύλαια σε επισκοπική κατοικία». Σταδιακά, λοιπόν, ο Βράχος θα απολέσει τον παγανιστικό και κλασικό του χαρακτήρα, ο οποίος αλλοιώνεται από κτίσματα αφενός χριστιανικά και αφετέρου στρατιωτικό-αμυντικής μορφής.
Βρισκόμαστε πια στην ύστερη βυζαντινή περίοδο και κατά την προσφιλή πρακτική της εποχής αυτής, η θέση θα διαμορφωθεί έτσι, ώστε να εξυπηρετήσει ως επί το πλείστον την βέλτιστη διοίκηση της γύρω περιοχής, αλλά και την επιβολή της δύναμης του εκάστοτε επικυρίαρχου. Το 1204, ως απότοκο της Δ΄ Σταυροφορίας, οι Φράγκοι δούκες Ντε Λα Ρος ηγεμονεύουν στην Αθήνα και ενισχύουν τον χαρακτήρα του κάστρου, ο οποίος θα διατηρηθεί και θα εμπλουτιστεί και κατά την επερχόμενη οθωμανική τυραννία. Γενικώς, οικοδομήθηκαν ανάκτορα για τους ηγεμόνες, άλλες γραφειοκρατικές υποδομές, συνοικισμός κρατικών υπαλλήλων και εμπόρων, προμαχώνες, πυριτιδαποθήκες, ενώ ισχυροποιήθηκε περαιτέρω ο οχυρωματικός περίβολος του βραχώδους λόφου.
Ωστόσο, παρ’ όλες τις καταστροφές, τις λατρευτικές μεταβολές και τις λογής παραμορφώσεις του κλασικού μνημειακού συγκροτήματος, αυτό συνεχίζει να αποπνέει αίγλη και κύρος για τον εκάστοτε επικυρίαρχο που σπεύδει να το επισκεφθεί, προσαρμόζοντας την όψη του σύμφωνα με το δικό του πολιτισμικό υπόβαθρο. Αυτό διαφαίνεται και από την αναφορά του Πέτρου Δ’ της Αραγονίας (προτελευταίου Δούκα των Αθηνών και των Νέων Πατρών, καθώς μετά την μάχη του Αλμυρού το 1311 οι Καταλανοί ήταν κύριοι της περιοχής), ο οποίος επιβεβαιώνει την επιβλητικότητα της αθηναϊκής Ακρόπολης παραδεχόμενος πως: «Το αναφερόμενο κάστρο είναι το κόσμημα το πλέον σπουδαίον το υπάρχον ανά την Υφήλιον και τοσούτον μάλλον καθόσον άπαντες οι ζώντες Χριστιανοί Βασιλείς δεν θα ηδύνατο εις την κατασκευήν παρομοίου τινός».
Τους Αραγωνέζους βασιλείς διαδέχεται η φλωρεντινή οικογένεια των τραπεζιτών Ατζιαγιόλι, με πρωτεύον μέλος της τον τυχοδιώκτη Νέριο Α΄ Ατζαγιόλι, μετέπειτα Δούκα των Αθηνών (1388–1394). Κατά την βασιλεία τους, τα Προπύλαια μετετράπησαν σε παλάτι, ενώ νοτίως αυτών ανεγέρθηκε ο περίφημος «φράγκικος πύργος», ο οποίος εντελώς λαθεμένα προσδιορίζεται ως τέτοιος (καθώς όπως προαναφέρθηκε οι Ατζιαγιόλι κατάγονταν από την Φλωρεντία και ως γνωστόν αυτή τοποθετείται γεωγραφικά στην ιταλική χερσόνησο, επομένως κατ’ ουδένα τρόπο δεν σχετίζεται με τους Φράγκους, οι οποίοι συνιστούν το σημερινό έθνος των Γάλλων). Αξίζει να λεχθεί πως σχεδόν τέσσερις αιώνες αργότερα, από τον πύργο αυτό θα κατακρημνισθεί το κουφάρι του αγωνιστή Οδυσσέα Ανδρούτσου, του οποίου η δολοφονία αποτελεί ίσως την πιο άνανδρη πράξη μεταξύ Ελλήνων κατά την διάρκεια της Επανάστασης. Παρ’ όλα αυτά, πλην των Χριστιανών βασιλέων και η οθωμανική διοίκηση εξεπλάγην εκ της όψεως του μνημείου και έτσι το 1460, δυο χρόνια μετά από την επίσκεψη στην Αθήνα του ίδιου του Μωάμεθ Β΄ (του Πορθητή πλέον, καθώς το έτος 1453 η Πόλις εάλω), έχουμε την μετατροπή του Παρθενώνα σε τζαμί με την προσθήκη του χαρακτηριστικού μιναρέ.
Κατόπιν, στα πλαίσια διεξαγωγής του 6ου βενετό-οθωμανικού πολέμου (του μόνου νικηφόρου για τις χριστιανικές δυνάμεις της Δύσης και για την Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου) τον Ιούνιο του 1684, ο Φραγκίσκος Μοροζίνι –γόνος σπουδαίας βενετικής οικογένειας– ξεκινάει από τη νησίδα Λίντο της Γαληνοτάτης ως «Γενικός Αρχηγός όλων των κατά ξηράν και θάλασσαν δυνάμεων της Δημοκρατίας, Αρχιστράτηγος όλων των πολεμικών επιχειρήσεων κατά της Τουρκίας». Αφού πρώτα κυρίευσε στρατηγικές θέσεις της Πελοποννήσου, κατευθύνθηκε προς την Αθήνα όπου στις 19 Σεπτεμβρίου 1687 πραγματοποιεί το σχέδιο κατάληψης της πόλης και εξόντωσης των Τούρκων, οι οποίοι είχαν εγκλειστεί στην Ακρόπολη αναμένοντας ενισχύσεις.
Μετά από ανελέητο σφυροκόπημα των βενετικών κανονιών στην Ακρόπολη της πόλης, ένας όλμος τρυπάει την στέγη του Παρθενώνα και αναφλέγει μεγάλη ποσότητα πυρίτιδας, η οποία είχε εναποτεθεί στο εσωτερικό του ναού από τους Οθωμανούς, πιστεύοντας πως το θρησκευτικό συναίσθημα των Χριστιανών θα λειτουργούσε αποτρεπτικά ως προς την πλήξη του ναού. Αυτή η ενέργεια των βενετικών στρατευμάτων επηρέασε άρδην την δόμηση του μνημείου, διαταράσσοντας την αυτοτέλειά του. Ειδικότερα, «από την έκρηξη ανατράπηκαν σχεδόν στο σύνολο οι τρεις από τους τέσσερις τοίχους του σηκού και κατέπεσαν τα τρία πέμπτα από τα ανά γλυφα της ζωφόρου. Από τη στέγη φαίνεται ότι δεν έμεινε απολύτως τίποτε στη θέση του. Κατέπεσαν έξι κίονες της νότιας πλευράς, οκτώ της βόρειας και ό,τι απέμεινε από την ανατολική πρόσταση εκτός από ένα κίονα. Οι κίονες συμπαρέσυραν στην πτώση τους τα τεράστια μάρμαρα των επιστυλίων, τα τρίγλυφα και τις μετόπες. Ολόκληρο το κτίσμα υπέστη φοβερό κλονισμό».
Μια δεύτερη, κατά σειρά, πολύ πιο εκτεταμένη καταστροφή του Παρθενώνα ήταν αυτή η οποία ακολούθησε περίπου εκατόν δέκα χρόνια μετά από εκείνη του Μοροζίνι. Εν τω μεταξύ, η πρακτική της αρχαιοθηρίας και της λαθρανασκαφής αρχίζει να λαμβάνει συστηματικότερο ρόλο στην ελληνική επικράτεια. Εκμεταλλευόμενος, λοιπόν, τις συνθήκες αλλά και την διοικητική του υπεροχή, ο Τόμας Μπρους (7ος κόμης του Έλγιν και πρέσβης της Βρετανίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) αφαιρεί τον γλυπτό διάκοσμο, επιτελώντας μια βάναυση πράξη για την ακεραιότητα του μνημείου αλλά και για την ιερότητα του ναού. Δεδομένης της υψηλής διπλωματικής του θέσης αλλά και εμφορούμενος από την συντελούμενη άνθιση του νεοκλασικισμού ως κυρίαρχης τάσης στην οικοδόμηση των οικιών, ο Λόρδος Έλγιν (όπως έμεινε ευρέως γνωστός) κατακερμάτισε την ιωνική ζωφόρο του μνημείου και μαζί με αετωματικές μορφές, μετώπες, μια Καρυάτιδα αλλά και πλήθος άλλων αρχαιοτήτων από την ευρύτερη περιοχή της Αθήνας, τα μετέφερε σταδιακά στην Αγγλία με απώτερο σκοπό την διακόσμηση της υπό ανέγερσης έπαυλής του στην Σκωτία. Έπειτα, λόγω οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπισε, αναγκάστηκε να τα εκχωρήσει στην Βρετανική Κυβέρνηση έναντι του ποσού των 35.000 λιρών· έκτοτε, το σύνολο των εξαγορασμένων ιεροσυλημάτων εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της ΥΣΜΑ, αρχαιολόγο Μανόλη Κορρέ: «Τα κλασικά μνημεία της Ακρόπολης στη διαδρομή των αιώνων υπέστησαν σοβαρές βλάβες από πυρκαγιές, σεισμούς, μετασκευές, ανατινάξεις και πολεμικές συρράξεις που προκάλεσαν ποικίλες μορφές φθοράς. Επιπρόσθετα οι καταστροφές αυτές οδήγησαν στη λεηλασία των αρχιτεκτονικών γλυπτών και των µελών τους από ξένους κατακτητές, φιλότεχνους περιηγητές και καλλιτέχνες στην υπηρεσία ισχυρών πολιτικών προσώπων της Δύσης». Έτσι, με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης αλλά κυρίως με την ίδρυση του Ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους το 1830, το σύνολο των αρχαιολογικών καταλοίπων της επικράτειας τίθεται υπό καθεστώς προστασίας. Ειδικότερα, «τον Μάιο του 1834 θεσπίζεται ο πρώτος αρχαιολογικός νόμος που ορίζει στο άρθρο 61 ότι “όλαι αι εντός της Ελλάδος αρχαιότητες, ως έργα των προγόνων του Ελληνικού λαού, θεωρούνται ως κτήμα εθνικόν όλων των Ελλήνων εν γένει” και προβλέπει στο άρθρο 1 την ίδρυση “Κεντρικού Δημοσίου Μουσείου διά τας αρχαιότητας” με έδρα την Αθήνα, τη νέα πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους».
Οι πρώτες επεμβάσεις στο Βράχο έγιναν ανάμεσα στα έτη 1834 και 1860 από τους Λουδοβίκο Ρος (1834-1836) και Κυριακό Πιττάκη (1835-1860) κατ’ εντολή του βασιλέα Όθωνα. Ωστόσο, μια συστηματικότερη ανασκαφή διεξήχθη το διάστημα 1885-1890 από τον Παναγιώτη Καββαδία και τον αρχιτέκτονα G. Kawerau, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα έγιναν οι πρώτες εκτεταμένες αναστηλωτικές εργασίες από τον Ν. Μπαλάνο. Εξ’ αρχής, στόχος τέθηκε η εκκαθάριση του χώρου από κτίσματα διαφορετικών οικοδομικών και ιστορικών φάσεων έναντι των αμιγώς κλασικών, ως εναρμόνιση και με το επικρατήσαν καλλιτεχνικό πνεύμα του «πουρισμού» (επιστροφή στην αρμονία)· επομένως, υπό αυτό το πρίσμα ο «φράγκικος» (ορθότερα: φλωρεντινός) πύργος κατεδαφίστηκε το 1874 και κατά τον Πατριάρχη της Λατινοκρατίας στην Ελλάδα, Ουίλλιαμ Μίλλερ, απετέλεσε «πράξη βανδαλισμού ανάξια κάθε λαού που είναι διαποτισμένος από τη συνέχεια της ιστορίας».
Το 1975, συστάθηκε η Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων Ακροπόλεως που έχει ως στόχο τη μελέτη και τη διεξαγωγή μεγάλης κλίμακας στερεωτικών και αναστηλωτικών έργων, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα σε συνεργασία με την Υπηρεσία Αναστήλωσης Μνημείων Ακροπόλεως και την Α΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού. Έκτοτε, το μνημειακό συγκρότημα της Ακρόπολης προστατεύεται συστηματικά και συνιστά διάνοικτη πύλη του αρχαίου κόσμου στη σύγχρονη Ελλάδα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Βενιέρη, Ιωάννα, Ακρόπολη Αθηνών: Ιστορικό, Διαθέσιμο εδώ
- Λαγογιάννη-Γεωργακάκου, Μαρία, (2016), Μια στέγη για τα όνειρα των Ελλήνων – 150 χρόνια από την ίδρυση του ΕΑΜ, στο: Επέτειος: 150 χρόνια ΕΑΜ (τχ. 122).
- Μάντης, Αλέξανδρος & Membra Disjecta, (1997), Η διαρπαγή και η διασπορά των αρχαίων της Ακρόπολης, Ανθέμιον (4).
- Μπαλάνος, Νικόλαος, (1940), Η αναστήλωσις των μνημείων της Ακροπόλεως, Αθήνα: Εργαστήριον Γραφικών Τεχνών “Στεφ. Ν. Ταρουσόπουλος”.
- Πέρρα, Φωτεινή, (2006), H Λατινοκρατία στον ελλαδικό χώρο (1204-1566), Ιστορία των Ελλήνων, Αθήνα: Δομή.
- Ορλανδός, Αναστάσιος, (1977), Η αρχιτεκτονική του Παρθενώνος, Αθήνα: Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία.
- Συλλογικό έργο, (2000), Αθήναι. Από την κλασική εποχή έως σήµερα (5ος αι. π.Χ. – 2000 µ.Χ.), Αθήνα: Κοτίνος.
- Χατζηασλάνη, Κορνηλία, (1987), Ο Μοροζίνι οι Βενετοι και η Ακρόπολη, Αθήνα: Αμερικάνικη Σχολή Κλασικών Σπουδών.
- Kaldellis, Anthony, (2009), Τhe Christian Parthenon: Classisism and Pilgrimage in Byzantine Athens, Cambridge: Cambridge University Press
- Krumeich, Ralf & Witschel, Christian, (2010), Die Akropolis von Athen im Hellenismus und der römischen Kaiserzeit, Germany: Reichert Verlag.
- Lock Peter, Sanders G.D.R., (1996), The Archaeology of Medieval Greece, , Oxbow Monographs
- Miller William, (2017), H Φραγκοκρατία στην Ελλάδα, Αθήνα: Ηρόδοτος.
- Setton M. Kenneth, (1976), The Papacy and the Levant, I-II, Pennsylvania: American Philosophical Society.