Του Στέλιου Καραγεώργη,
Τα νησιά του Ιονίου Πελάγους, που κατοικούνταν από συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς, μετά την φραγκική κατάκτηση του 1204, θα βρεθούν υπό την κυριαρχία των Βενετών. Εξαιτίας των πολλών και διασκορπισμένων κτήσεών τους, οι Βενετοί θα κρατήσουν για τους ίδιους το σημαντικότερο στρατηγικά νησί, την Κέρκυρα, παραχωρώντας σταδιακά τα υπόλοιπα Επτάνησα σε Βενετούς ηγεμόνες. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, οι Οθωμανοί θα καταλάβουν τα νησιά του Ιονίου, εκτός της Κέρκυρας. Οι Βενετοί θα καταφέρουν να τα ανακαταλάβουν σταδιακά όλα, με τελευταία την Λευκάδα το 1684, μαζί με τις απέναντι ελλαδικές ηπειρωτικές ακτές, συμπεριλαμβάνοντάς τα στις αποικίες της Γαληνοτάτης Βενετικής Δημοκρατίας. Έπειτα, για περισσότερο από έναν αιώνα, οι Βενετοί θα αποκρούσουν επιτυχώς όλες τις προσπάθειες των Οθωμανών για ανακατάληψη των Επτανήσων, εγκαθιδρύοντας παράλληλα ένα φεουδαρχικό-μητροπολιτικό σύστημα διακυβέρνησης στα νησιά.
Κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, οι ευγενείς που ήταν καταχωρημένοι στο libro d’ oro και κατείχαν γη θα κυβερνήσουν, συνεργαζόμενοι με τους Βενετούς, εις βάρος του υπόλοιπου πληθυσμού. Το λεγόμενο πόπολο, παρότι δεν είχε κανένα πολιτικό δικαίωμα, και τα μέλη του αντιμετωπίζονταν ως πολίτες δευτέρας τάξεως, δεν προέβη σε καμία σημαντική εξέγερση εναντίον των Βενετών, και των ντόπιων συνεργατών τους. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι σχέσεις της Ορθόδοξης με την Καθολική Εκκλησία παρέμειναν κατά βάση αρμονικές την εν λόγω περίοδο. Παράλληλα, οι Βενετοί άσκησαν μεγάλη πολιτιστική επιρροή στα Επτάνησα, καθώς την ίδια εποχή η Γαληνοτάτη βρισκόταν στο απόγειο την ακμής της.
Ωστόσο, η Βενετία θα χάσει την ικμάδα της στα τέλη του 18ου αιώνα, και τον Ιούνιο του 1797 ναπολεόντεια γαλλικά στρατεύματα, υπό την διοίκηση του υποστρατήγου Τζεντίλι θα καταλάβουν τα νησιά. Ο Ναπολέοντας Βοναπάρτης χρειαζόταν τα Επτάνησα ως ενδιάμεσο σταθμό στην εκστρατεία του προς την Αίγυπτο, με σκοπό την αποκοπή των βρετανικών θαλασσίων οδών, και την αμεσότερη εμπλοκή του στα ζητήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Λίγους μήνες αργότερα, με την Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο, τα Ιόνια νησιά εκχωρούνταν de jure στην Γαλλία. Ο επτανησιακός λαός υποδέχθηκε τον γαλλικό στρατό ως απελευθερωτή, με την ελπίδα πως ως κομιστής των συνθημάτων της Γαλλικής Επανάστασης, θα καταργούσε την φεουδαρχία. Παράλληλα, δεν έλειπε ο πόθος για απολύτρωση και της υπόλοιπης Ελλάδας από τον Κορσικανό επαναστάτη.
Πράγματι, ο Τζεντίλι κατήργησε τους τίτλους ευγενείας και το libro d’ oro κάηκε συμβολικά σε τελετή, με τους αστούς και τους αγρότες να αποκτούν συμμετοχή στα κοινά. Μάλιστα, στο νησί της Κεφαλονιάς βρήκαν πρόσφορο έδαφος ακόμα και ιδέες περί κοινοκτημοσύνης, και κατάργησης της χριστιανικής θρησκείας. Εντούτοις, ο αρχικός ενθουσιασμός των Επτανησίων για την γαλλική κατοχή γρήγορα ατόνησε, καθώς οι ίδιοι κλήθηκαν να συντηρήσουν τον στρατό του Ναπολέοντα που στάθμευε στα νησιά.
Τον Μάρτιο του 1799, οι Γάλλοι θα εκδιωχθούν από τα Επτάνησα, από τους Ρώσους και τους Οθωμανούς, οι οποίοι είχαν επιστρατεύσει ακόμα και τον πατριάρχη στην προσπάθειά τους να απομακρύνουν τον Ναπολέοντα από την Ανατολική Μεσόγειο. Οι κάτοικοι των Ιονίων θα υποδεχθούν τον ρωσικό στόλο ως απελευθερωτή, όπως είχαν πράξει δυο χρόνια νωρίτερα στην περίπτωση των Γάλλων. Παρ’ όλ’ αυτά, οι Επτανήσιοι θα αρνηθούν τη βοήθεια του Αλή πασά, ο οποίος είχε καταλάβει την απέναντι ηπειρωτική ακτή, που συνδεόταν ιστορικά με τα νησιά. Περίπου δεκατέσσερις μήνες μετά, η ρωσοτουρκική Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, αναγνώριζε την ανεξαρτησία της Επτανησιακής Δημοκρατίας, υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου.
Το νεοπαγές κρατίδιο είχε ομοσπονδιακή μορφή με κεντρικό κυβερνητικό όργανο την γερουσία, την οποία αποτελούσαν αντιπρόσωποι όλων των νησιών. Τα παλαιά προνόμια των ευγενών επανέρχονταν σχεδόν αυτούσια από το παρελθόν, αλλά αποφασίστηκε η κατάρτιση συντάγματος με την ονομασία «Βυζαντινό». Αυτό δεν ήταν αρκετό για να μετριαστεί η οργή του λαού, που είχε χάσει τα δικαιώματά του εν μία νυκτί, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν αναταραχές, κυρίως στην Κεφαλονιά. Οι προσπάθειες του ηγεμόνα Σπύρου Θεοτόκη και του νεαρού Ιωάννη Καποδίστρια να επαναφέρουν την κοινωνική τάξη, με την καθιέρωση νέου συντάγματος, που αυτή την φορά προνοούσε για την μερική συμμετοχή και των υπόλοιπων τάξεων στα κοινά, θα πέσουν στο κενό, μετά την άρνηση των ευγενών, και της παράδοξης ρωσοτουρκικής σύμπραξης.
Το 1802, με την Συνθήκη της Αμιένης τα Επτάνησα περνούσαν σε ρωσικά χέρια, με τον απεσταλμένο του τσάρου, Μοντσενίγο, να καταφθάνει στα νησιά προς καταστολή των εξεγερμένων ποπολάρων. Μετά τον θάνατο του Θεοτόκη, ο Καποδίστριας θα αναλάβει την ουσιαστική διακυβέρνηση των Ιονίων, προωθώντας το 1803 την ψήφιση συντάγματος, που παραχωρούσε πολιτικά δικαιώματα σε όσους είχαν χρήματα και μόρφωση, πέρα από τους ευγενείς. Ωστόσο, η νέα απόπειρα θα προσκρούσει στον Μοντσενίγο, που επιθυμούσε να παραμείνουν τα νησιά πρακτικά προτεκτοράτο της Ρωσίας. Ο Καποδίστριας δεν θα αντιταχθεί, με τους Ρώσους να του το ξεπληρώνουν παραχωρώντας του στρατό προς υπεράσπιση της Λευκάδας από τον Αλή πασά και με την κατασκευή οχυρών.
Μετά την νίκη του Ναπολέοντα εναντίον του ρωσοπρωσικού στρατού και την υπογραφή της Συνθήκης του Τιλσίτ, τα Επτάνησα επανήλθαν στην κατοχή των Γάλλων, με τον Καποδίστρια να αποχωρεί απογοητευμένος για την ρωσική αυλή. Τον Αύγουστο του 1807, ο λαός της Επτανήσου υποδέχθηκε πανηγυρικά τον Γάλλο διοικητή Μπερτιέ, που επανάφερε τα κατηργημένα από τους Ρώσους πολιτικά δικαιώματά του. Εντούτοις, ο ενθουσιασμός κατέρρευσε, αφού η γαλλική αυτοκρατορική διοίκηση επιβάρυνε την οικονομική κατάσταση των νησιών και δεν προέβη στην απελευθέρωση της υπόλοιπης Ελλάδας, όπως ήλπιζαν οι κάτοικοι των Ιονίων. Η Μεγάλη Βρετανία, εκμεταλλευόμενη την δυσαρέσκεια του λαού απέκλεισε ναυτικά τα νησιά, και με την πάροδο του χρόνου τα κατέλαβε όλα, εκτός από την Κέρκυρα.
Όταν ο Βοναπάρτης συνετρίβη στη Λειψία και ύστερα στο Βατερλό, αρκετοί υποψήφιοι μνηστήρες εποφθαλμιούσαν τα Επτάνησα, στο Συνέδριο της Βιέννης. Μεταξύ αυτών η Μεγάλη Βρετανία, η οποία κατείχε στρατιωτικά τα νησιά, η Ρωσία που πάντοτε επιθυμούσε την κάθοδό της στις θερμές θάλασσες, η Αυστρία που θεωρούσε τον εαυτό της διάδοχο της Βενετίας, ακόμα και ο πάπας, οραματιζόμενος να επανιδρύσει εκεί το ιπποτικό τάγμα του Αγίου Ιωάννη των Ιεροσολύμων. Η επτανησιακή γερουσία απέστειλε μέσω του Καποδίστρια, o οποίος ήταν μέλος της ρωσικής αντιπροσωπείας, υπόμνημα που ζητούσε την ανεξαρτησία της Επτανήσου και την επανενσωμάτωση της απέναντι ηπειρωτικής ακτής στην Επτανησιακή Δημοκρατία. Ύστερα από σκληρές διαπραγματεύσεις, και κάτω από τον φόβο τα νησιά να περάσουν στην κατοχή της απολυταρχικής Αυστρίας, ο Καποδίστριας συναίνεσε αυτά, να υπαχθούν στην βρετανική προστασία. Τελικά, η Συνθήκη περί Ιονίων Νήσων, που συνομολογήθηκε στις 5 Νοεμβρίου του 1815, καθιστούσε την επικράτεια των νησιών ελεύθερη και ανεξάρτητη με την ονομασία «Ηνωμένα κράτη των Ιονίων Νήσων». Ωστόσο, η συνθήκη έχριζε την Μεγάλη Βρετανία αποκλειστική προστάτιδα δύναμη, με το δικαίωμα αποστολής Αρμοστή, στον οποίο οι Βρετανοί θα επιφυλάξουν υπερεξουσίες, μετά την άφιξή του στην Κέρκυρα τον Φεβρουάριο του 1816.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Διβάνη, Λένα (2000), Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας, 1830-1947, Αθήνα: Καστανιώτης.
- Κούκου, Ελένη Ε. (2001), Ιστορία των Επτανήσων, Από το 1797 μέχρι την Αγγλοκρατία, Πρώτες διπλωματικές ενέργειες του Ιωάννου Καποδίστρια, Αθήνα: Παπαδήμας.
- Λούντζης, Ερµάννος (1971), Τα Επτάνησα επί Γάλλων Δηµοκρατικών 1797-1799, Έκδοσις επί του εορτασµού της εθνικής παλιγγενεσίας, Κέρκυρα: Δούβαλη – Πασχάλη.
- Τσαγκαράκη, Αναστασία (2019), Η Κέρκυρα των Δημοκρατικών Γάλλων και η σημασία της για τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, Στρατιωτική Επιθεώρηση, Διαθέσιμο εδώ