Της Σοφίας Κατωπόδη,
Άραγε, συνειδητοποιούμε πρακτικά πόσο ευάλωτοι είμαστε πια στον θυμό καθημερινά, συγκριτικά με προηγούμενες χρονιές, με ανάλογες συνθήκες; Έχουμε ξαναπεράσει δύσκολα. Τόσο όχι. Μα και πάλι δύσκολα. Και παλιά αδικούμασταν προσωπικά και κοινωνικά. Και τότε, μας παραμελούσε έως αγνοούσε και υποτιμούσε το κράτος. Δεν περάσαμε τότε την πανδημία. Αλλά φτώχεια και κρίση. Άλλης μορφής βία.
Ούτε τα εγκλήματα μιας ανώτερης αμέλειας εκλείπαν. Και η δυστυχία υπήρχε. Ακόμα και παλιότερα, παραβίαζαν το κόκκινο και τα «ντελίβερι» προσπερνούσαν και από τα αριστερά. Και τότε σου κακοφαίνονταν, νευρίαζες και θύμωνες. Δεν εξοργιζόσουν, νιώθω. Δεν το κουβαλούσες μετά στη δουλειά σου, στο σπίτι σου, στα παιδιά σου και έπειτα στον χαρακτήρα σου. Δεν τολμούσες να «φας» τον απέναντι στο δύο, αλλά υπήρχε χώρος και υπομονή να μετρήσεις μέχρι το δέκα.
Ωστόσο, αντιλαμβάνομαι την αγανάκτηση του αναπάντητου «γιατί;», την επαγρύπνηση του «τι άλλο;», την απουσία του κουράγιου στο «πόσο ακόμη;» και την έλλειψη της υπομονής και ψυχραιμίας στο «κάθε πέρυσι και καλύτερα». Σεβόμενη τον θυμό, επικαλούμαι την αποδοχή και ύστερα την πράξη. Κάθε μέρα, αποδεικνύεται και επιβεβαιώνεται πως τα πράγματα και οι συνθήκες δεν αλλάζουν και σίγουρα δεν βελτιώνονται από μόνα τους.
Οι καλύτερες επιλογές και αποφάσεις φέρνουν τις καλύτερες συνθήκες, τις καλύτερες ημέρες και τις καλές συμπεριφορές, και κατ’ επέκταση τις ελαφριές και ελεύθερες ψυχές. Με αυτές, ξυπνάς το πρωί ελαφρύτερος και όχι απαρηγόρητος. Τότε, η λογομαχία και η διαφωνία δεν θα έχουν την ίδια σημασία με τον τσακωμό, όσο και αν ξεχνάς και νομίζεις ότι προέρχονται από την ίδια οικογένεια λέξεων. Θα παραθέσω λοιπόν, εμπνευσμένη από αυτό, ένα απόσπασμα του Χρόνη Μίσσιου, το οποίο δεν θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα την σκέψη και το νόημα πίσω από αυτό το άρθρο:
«Πρέπει να ξαναβρούμε τις αξίες της ζωής μας.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτό το δώρο που το λέμε ζωή και που μας χαρίζεται άπαξ πρέπει να το ζήσουμε, να το χαρίσουμε.
Πρέπει να γυρίσουμε σε κοινότητες μικρές, στην άμεση δημοκρατία όπου οι άνθρωποι θα μπορούν να κοιτιούνται στα μάτια, να κατανοεί ο ένας τον άλλον.
Να δέχεται τη διαφορετικότητά του.
Να δέχεται τα όρια της ελευθερίας του.
Να ξαναβρούμε την τρυφερότητα, τον έρωτα, το συναίσθημα, την αισθητική μας, την παιδεία μας, να επικοινωνήσουμε με τη φύση και τους ανθρώπους.
…
Τι περιμένουμε;
…
Αντί να κλάψουμε όταν δύει ο ήλιος για άλλη μια μέρα που πήγε χαμένη, που δεν χαρήκαμε, που δεν ερωτευτήκαμε, που δεν απολαύσαμε τίποτα, λέμε
‘‘Αχ Παναγιά μου, έφυγε και αυτή η μέρα’’».
Κλείνοντας, θα υπογραμμίσω το εξής: διοχέτευσε την ενέργειά σου αλλού. Ο θυμός είναι ζιζάνιο που όσο δεν το κόβεις τόσο πιο γρήγορα σε πνίγει. Είναι κρίμα να μην το καταλάβεις και να γίνεις ένα με αυτόν. Ταχεία και σιωπηλά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Χρόνης Μίσσιος-Μαθήματα Ζωής, youtube.com, διαθέσιμο εδώ