21.9 C
Athens
Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΔιεθνήΔιεθνείς ΟργανισμοίΟ «Δούρειος Ίππος» της ισότητας στην πολιτική

Ο «Δούρειος Ίππος» της ισότητας στην πολιτική


Της Χρυσάνθης Παπαναστασίου,

«Η πατριαρχία, μεταρρυθμισμένη ή μη, εξακολουθεί να είναι πατριαρχία· με τις χειρότερες καταχρήσεις της να έχουν εκκαθαριστεί ή προαναγγελθεί, μπορεί στην πραγματικότητα να είναι πιο σταθερή και ασφαλής από πριν».

Με την προφητική αυτή φράση η Kate Millett συνοψίζει στο βιβλίο της “Sexual politics”, του 1970, ένα ζήτημα που εξακολουθεί να απασχολεί το σύγχρονο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι. Στην τωρινή πραγματικότητα και παρά τα δυναμικά και πολυάριθμα κινήματα περί ισότητας των φύλων σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, δεν παύει ποτέ να υφίσταται ο διαρκώς υπαρκτός προβληματισμός σχετικά με τα αίτια, την ειλικρίνεια, αλλά κυρίως την ταχύτητα με την οποία εδραιώνεται η όποια κοινωνική μεταστροφή. Είναι αλήθεια χαρμόσυνο νέο η προσέγγιση της αύξησης της γυναικείας εκπροσώπησης στα συλλογικά πολιτικά όργανα παγκοσμίως ή μήπως το «λιγότερο δυνατό» και αυτονόητο, απλά υπό το πρίσμα μίας απαρχαιωμένης οπτικής;

Στο παραπάνω ερώτημα, που προφανώς δεν μπορεί να απαντηθεί εύκολα καταφατικά ή αρνητικά, ο Ο.Η.Ε. με μία εκ πρώτης όψεως ευχάριστη ανάρτηση, επιχειρεί να παρουσιάσει μία εμπεριστατωμένη αποτύπωση της πραγματικότητας. Συγκεκριμένα, μέσω μίας έρευνας που στηρίχθηκε σε δεδομένα χωρών που διενήργησαν εκλογές μέσα στο προηγούμενο έτος, διαφαίνεται πως ο πολιτικός στίβος δεν έχει υπάρξει ξανά πιο ετερογενής και συμπεριληπτικός, με το συμπέρασμα αυτό να είναι ιδιαιτέρως ενθαρρυντικό για τον γυναικείο πληθυσμό, αλλά και για άλλες μειονοτικές ομάδες. Ωστόσο, όπως γρήγορα προβαίνει να προσθέσει, η αύξηση αυτή δεν παύει να είναι αργή, αλλά και αρκετά μικρότερη σε σύγκριση με προηγούμενα έτη, σε βαθμό τέτοιο που τονίζεται πως αν συνεχιστεί απαράλλακτη η συγκεκριμένη αυξητική πορεία, η επίτευξη της απόλυτης πολιτικής ισότητας μεταξύ των φύλων θα συντελεστεί μάλλον τον επόμενο αιώνα. Αυτή η αφοπλιστική κατακλείδα που γεννά ένα αναπόφευκτο «γιατί» και προκαλεί αισθήματα ματαιότητας αναφορικά με τη χρησιμότητα κάθε προσπάθειας για αλλαγή, αν και απογοητευτική, δεν πρέπει να μας παρασύρει σε μηδενιστικά συμπεράσματα, αλλά να ενδυναμώνει τη θέληση πάταξης του φαινομένου.

Πηγή Εικόνας: AMISOM, Φωτογράφος: Fardosa Hussein

Ο Ο.Η.Ε., αλλά και πληθώρα άλλων διεθνών οργανισμών, συχνά κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου αναφορικά με την ανισότητα στον πολιτικό στίβο, αλλά και τις δυσκολίες που βιώνουν οι γυναίκες που κατορθώνουν να «αναρριχηθούν» πολιτικά. Συγκεκριμένα, η κακοποίηση, λεκτική ή σωματική και η διαρκής υποτίμηση είναι ακόμη στενά συνυφασμένες με τον γυναικείο πολιτικό αγώνα. Το πρόσφατο παρελθόν καταδεικνύει πως οι γυναίκες που κατέχουν ισχυρά πολιτικά αξιώματα τείνουν να αποτελούν συνήθη «βορά» για παρενοχλητικές συμπεριφορές, γεγονός που συχνά οδηγεί και στην παραίτησή τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η παρενόχληση ενδεχομένως να λαμβάνει και τη μορφή απειλών κατά της σωματικής ακεραιότητας ή και της ίδιας της ζωής, καθιστώντας την πολιτική ζωή ένα πεδίο μάχης για το ήμισυ του παγκοσμίου πληθυσμού. Όπως ανέφερε μάλιστα και η Executive Director του UN Women, Sima Bahous: «Η βία φιμώνει τις γυναίκες, τις καθιστά αόρατες, τις απωθεί από τον δημόσιο χώρο».

Φυσικά, ορισμένοι θα σπεύσουν να διαβεβαιώσουν πως τέτοιο εχθρικό και άνισο κλίμα δεν υφίσταται σε βαθιά δημοκρατικές και φιλελεύθερες χώρες, με το συμπέρασμα αυτό να απέχει από την πραγματικότητα. Πράγματι, μπορεί η παρενόχληση ή η απειλητική διάθεση να μην είναι τόσο εναργής, ωστόσο ο σχολιασμός, η αχρείαστη κριτική και η ταχεία υποτίμηση των ικανοτήτων είναι υπαρκτές σε όλο τον πλανήτη. Η αυστηρότητα τείνει να εξαντλείται απέναντι στις γυναίκες πολιτικούς, με τα υποβιβαστικά σχόλια και τους επικριτές να είναι έτοιμοι να ρίξουν τα βέλη τους ανά πάσα στιγμή. Χαρακτηριστικά και πρόσφατα παραδείγματα του συγκεκριμένου φαινομένου είναι οι παραιτήσεις των Πρωθυπουργών Jacinda Ardern and Nicola Sturgeon, που, όπως οι ίδιες αναφέρουν, θεώρησαν επιβεβλημένη την παραίτησή τους, έπειτα από παρενόχληση την οποία υφίσταντο, με τη δεύτερη μάλιστα να βρίσκεται σε τρομερά δύσκολη θέση και να εξαναγκάζεται να παίξει τον ρόλο, ενδεχομένως, ενός δικαστή και να πάρει την καταλυτική απόφαση για την ίσως πιο πολύκροτη και αμφιλεγόμενη υπόθεση βιασμού των τελευταίων ετών, με πολλούς πολιτικούς της αντιπάλους και αντιφρονούντες να θεωρούν πως «δηλητηριάστηκε από το ίδιο της το δηλητήριο», δεδομένων των φιλελεύθερων απόψεων και σχεδίων–νόμων αναφορικά με τα διεμφυλικά άτομα.

Πηγή Εικόνας & Δικαιώματα χρήσης: Reuters, Φωτογράφος: Kevin Mohatt

Στόχος του συγκεκριμένου παραδείγματος σε καμία περίπτωση δεν είναι ο έπαινος ή ο ψόγος των συγκεκριμένων πολιτικών, δεδομένου πως η στάση τους σε ορισμένα θέματα έχει κριθεί μεν ως φιλελεύθερη, αλλά τουλάχιστον ανεπαρκής απέναντι σε άλλα, μα η έντονη επιθετικότητα και κυρίως ο καταπιεστικός τρόπος με τον οποίο τους ασκήθηκε η κριτική. Η σκληρή αυτή αντιμετώπιση και η ηθελημένη πρόκληση αμηχανίας αποτελούν μία συνήθη πρακτική που στοχεύει στην υποβίβαση της γυναικείας δυναμικής και την επιθυμία απόδειξης της «αδύναμης» πλευράς της και χρησιμοποιείται συχνά, ιδίως όταν εμπλέκονται τα Μ.Μ.Ε.

Αυτό που καθιστά, όμως, το συγκεκριμένο ζήτημα τόσο περίπλοκο είναι ότι φαίνεται να μην ακολουθεί πορεία παράλληλη με τοπικές ή κοινωνικές προκαταλήψεις. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, το φαινόμενο της ανισότητας στην πολιτική δεν παρατηρείται μόνο στις παραδοσιακά «αναπτυσσόμενες» χώρες, αλλά τα ποσοστά είναι αποθαρρυντικά και στις πλέον δημοκρατικές κοινωνίες. Ο όρος «δημοκρατικές» στην παρούσα θεματική οφείλει να χρησιμοποιείται μάλλον καταχρηστικά, δεδομένου πως οι ίδιες οι βασικές αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος στρεβλώνονται από το φαινόμενο της ανισότητας, δημιουργώντας αμφιβολίες αναφορικά με την ακρίβεια και κυρίως την ειλικρίνεια του όρου. Μία θετική όψη του παρόντος ζητήματος θα μπορούσε να είναι η περίπτωση της Ρουάντα, η οποία ούσα αφρικανική χώρα, για πολλούς δεν θα αποτελούσε αυτονόητα ένα παράδειγμα προς μίμηση ως προς την ισότητα. Ωστόσο, η Ρουάντα έχει να επιδείξει ίσως την πιο «σύγχρονη» όψη της πολιτικής, κατέχοντας την πρώτη θέση στις στατιστικές ως προς την επίτευξη της απόλυτης ισότητας στην κατοχή εδρών στο Κοινοβούλιο, σύμφωνα με τα στοιχεία του Inter–Parliamentary Union (IPU), ενώ παράλληλα πρωτοστατεί στις διεθνείς στρατηγικές για την εξάλειψη του χάσματος μεταξύ των φύλων. Με το παράδειγμα της Ρουάντα να είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό, δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε πως συμβάλλει στην ιδιορρυθμία του φαινομένου. Γιατί, ενώ γίνονται τόσο φιλότιμες προσπάθειες από χώρες που δεν έχουν ίσως το λεγόμενο «πατροπαράδοτο δημοκρατικό μικρόβιο» και στερούνται οικονομικούς πόρους, οι χώρες της «αναπτυγμένης» Δύσης απουσιάζουν από τις θέσεις του βάθρου; Γιατί η ανάπτυξη και ο πολιτισμός μετρούνται μόνο με οικονομικά κριτήρια και γιατί δεν καταφέρνουμε να απομακρυνθούμε από τη φιλοσοφία τού «κάποια ζώα είναι πιο ίσα από κάποια άλλα»;

Πηγή Εικόνας & Δικαιώματα Χρήσης: Reuters, Φωτογράφος: Evelyn Hockstein

Ευλόγως, λοιπόν, γεννάται ο προβληματισμός σχετικά με την αντιμετώπιση του φαινομένου. Αρκεί μία αριθμητική πολιτική που καθορίζει το ελάχιστο ποσοστό γυναικείας συμμετοχής; Η απάντηση, που είναι φρόνιμο να δίνεται στο πλαίσιο μίας δημοκρατικής κοινωνίας, είναι μάλλον αρνητική. Τα προκαθορισμένα ποσοστά συμμετοχής κρίνονται από πολλούς ως πολιτικός εξαναγκασμός και περιστολή της ελευθερίας της ψήφου. Πράγματι, όσο δυσάρεστο κι αν είναι, το μέτρο αυτό είναι αρκετά αναχρονιστικό και δεν συνάδει με το ιδεώδες της ισότητας. Η ίση μεταχείριση και η θεμελίωση της ισότητας πρέπει να είναι προϊόν παιδείας και πολιτισμού και όχι στείρας νομοθετικής υποχρέωσης. Το μέτρο των ελάχιστων ποσοστών δεν παύει να είναι η ταχύτερη και πιο ανώδυνη λύση, με αυτό να αποτελεί την αιτία της υιοθέτησής του από μεγάλο ποσοστό κρατών. Η σύγχρονη κοινωνία οφείλει να στοχεύει σε μακροπρόθεσμους στόχους, να καλλιεργεί την ισότητα μέσω της παιδείας και να εξαφανίσει τις απαρχαιωμένες πεποιθήσεις.

Η γυναικεία παρουσία εντός κομμάτων και Κυβερνήσεων πρέπει να πάψει να είναι απλά πρόσχημα για την επίτευξη της «φιλελεύθερης πολιτικής ατζέντας» και να πηγάζει από την εσωτερική αντίληψη περί ισότητας και ίσης μεταχείρισης. Η πολιτική για τη γυναίκα δεν πρέπει να είναι πολυτέλεια και η γυναίκα στην πολιτική όχι εξαναγκασμός.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • For first time, women represented in all parliaments of the world”, United Nations, διαθέσιμο εδώ
  • Violence against women in politics marks ‘moral and ethical failure’ – General Assembly President”, United Nations, διαθέσιμο εδώ
  • Invisible Women”, Caroline Criado Perez, UN Women, Rwanda, διαθέσιμο εδώ
  • Kate Millett, Sexual Politics, Doubleday Publishing, 1970

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χρυσάνθη Παπαναστασίου
Χρυσάνθη Παπαναστασίου
Γεννήθηκε το 2003 και μεγάλωσε στον Βόλο. Είναι φοιτήτρια Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και μιλάει Αγγλικά και Γαλλικά. Τα ενδιαφέροντά της εστιάζονται στα σύγχρονα κοινωνικά και νομικά ζητήματα τόσο σε εθνική όσο και σε παγκόσμια κλίμακα. Είναι λάτρης των ταξιδιών, ενώ στον ελεύθερό της χρόνο της αρέσει να διαβάζει λογοτεχνικά βιβλία, γεγονός που καλλιέργησε και την αγάπη της για την αρθρογραφία.