Του Κωνσταντίνου Μεταξά,
Αυτή είναι η πιο σημαντική φιλοσοφικά και ταυτόχρονα πιο αμφιλεγόμενη διάκριση του Καντ. Η πληθώρα των σχολίων, αλλά κυρίως των κριτικών απόψεων, είναι τεράστια, και το φάσμα κυμαίνεται από τη μεγαλειώδη βαθύτητα έως την ειρωνική παρωδία. Ο Άρθουρ Σοπενχάουερ είπε ότι το μεγαλύτερο προσόν του Καντ ήταν η διάκριση μεταξύ της εμφάνισης και του εν εαυτώ πράγματος. Βέβαια, δεν κατέληξε μόνο στο συμπέρασμα ότι η εμφάνιση είναι ο κόσμος ως σύλληψη και το εν εαυτώ πράγμα είναι η βούληση. Επομένως, ο Καντ δεν ήταν αρκετά συνεπής και σταμάτησε στα μισά του δρόμου προς την αληθινή φιλοσοφία.
Ο Χέγκελ, από την άλλη πλευρά, πίστευε ότι το πράγμα στον εαυτό του (και κάτω από το πράγμα, το πνεύμα, εξετάζεται επίσης ο Θεός) εκφράζει το αντικείμενο στο μέτρο όλων όσοι είναι για τη συνείδηση. Μετά από αυτό, δεν μπορεί παρά να απορεί κανείς που έχει διαβάσει τόσο συχνά επανειλημμένα ότι δεν ξέρει τι είναι το πράγμα-αυτό-καθ’ αυτό. Και δεν υπάρχει τίποτα ευκολότερο από το να το γνωρίζει κανείς αυτό. Έτσι, για τον Σοπενχάουερ, το πράγμα-αυτό-καθ’ αυτό είναι το απόλυτο και, σύμφωνα με τον Χέγκελ, απλώς ένας κενός προσδιορισμός της σκέψης. Η κορυφή της βαθύτητας στέκεται εδώ δίπλα στη γυμνή τετριμμένη.
Ο Φίχτε βλέπει στο πράγμα-αυτό-καθ’ αυτό ένα δογματικό κατάλοιπο του υποτιθέμενου ιδεαλισμού του Καντ που πρέπει να εξαλειφθεί, προκειμένου να διεισδύσει στον αληθινό πυρήνα ή στο αυθεντικό πνεύμα αυτής της φιλοσοφίας. Σε μια από τις τελευταίες δημόσιες δηλώσεις του, ο Καντ αντιστέκεται σθεναρά σε μια τέτοια οικειοποίηση. Κάποιοι ρομαντικοί γοητεύτηκαν από την υποτιθέμενη αντίθεση του Καντ της καθημερινής πραγματικότητας με έναν μυστηριώδη κόσμο του παρασκηνίου. Είχε αναγνωρίσει τον κόσμο των φαινομένων ως απλό φαίνεσθαι και είχε υποδείξει τον μόνο αληθινό κόσμο πίσω από τα φαινόμενα με το πράγμα-αυτό-καθ’ αυτό. Ο Νίτσε, από την άλλη πλευρά, ως αντιρομαντικός, ασκεί κριτική στους οπισθόκοσμους και εννοεί έτσι και τον Καντ. Τον αποκαλεί, τέλος, δόλιο Χριστιανό, γιατί με τη διάκρισή του χώρισε τον κόσμο, όπως και οι Χριστιανοί, σε αληθινό και φαινομενικό. Στη συνέχεια, εξηγεί ότι αν ο αληθινός κόσμος καταργηθεί, τι θα απομείνει; Αλλά όχι, λέει, με τον αληθινό κόσμο έχουμε καταργήσει και τον φαινομενικό!
Η ευρέως διαδεδομένη ερμηνεία της καντιανής εμφάνισης ως απατηλής πρόσοψης, πίσω από την οποία το πράγμα-αυτό-καθ’ αυτό κρύβει τη μόνη αληθινή πραγματικότητα, συνδέεται συνήθως με το εννοιολογικό ζεύγος ουσία-εμφάνιση και ο Καντ θεωρείται ότι δίδαξε το μη-γνώσιμο της αληθινής ουσίας των πραγμάτων. Υπό αυτήν την έννοια, ο Φρίντριχ Ένγκελς και η μαρξιστική παράδοση οραματίστηκαν μια πρακτική λύση στον καντιανό γρίφο, υποστηρίζοντας ότι αν μπορούσαμε να αναπαραγάγουμε τεχνικά τα φυσικά πράγματα και αποτελέσματα, θα είχαμε αναγνωρίσει την ουσία τους, και τότε το καντιανό πράγμα-αυτό-καθ’ αυτό θα είχε τελειώσει.
Ο Αντόρνο κατανοεί, επίσης, τον Καντ με αυτήν την έννοια, ερμηνεύει τη θεωρία του για τα όρια της δυνατής θετικής νόησης που σηματοδοτούνται από το πράγμα-αυτό-καθ’ εαυτό ως το καντιανό μπλοκάρισμα της νόησης ως εμπόδιο μπροστά στο απόλυτο. Επιπλέον, σημαντική είναι η σημειωτική κριτική του πράγματος-αυτού-καθ’ αυτού από τον Τσαρλς Σάντερς Περς, ο οποίος επιχειρηματολογεί όχι με την αγνωσιμότητα, αλλά με το μη κατανοητό αυτού που είναι έτσι κοινό. Υπό αυτήν την έννοια, δεν υπάρχει πλέον καμία χρησιμότητα για τα πράγματα-αυτά-καθ’ αυτά του Καντ σε ολόκληρη τη γλωσσολογική-αναλυτική παράδοση, για λόγους θεωρίας του νοήματος.
Το τι εννοεί ο Καντ με τον όρο «πράγμα-αυτά-καθ’ αυτά» δεν είναι εύκολο να το διακρίνουμε από τα κείμενά του. Ορισμένες διατυπώσεις είναι διφορούμενες και πράγματι υποδηλώνουν την ιδέα ότι πρόκειται για ένα μυστηριώδες πράγμα πίσω από τον οικείο κόσμο της εμπειρίας, όπως όταν ο Καντ μιλάει για τη μη αισθητηριακή αιτία των φαινομένων ή για το υπερβατικό αντικείμενο. Σε άλλα χωρία, το καθεαυτό πράγμα εμφανίζεται ως νοητό πράγμα, κινούμενο έτσι φαινομενικά σε μια σειρά με τα μεγάλα αντικείμενα της ορθολογιστικής μεταφυσικής, τον Θεό, την ελευθερία και την αθανασία. Ωστόσο, υποτίθεται είναι διακριτό από το υπερβατικό αντικείμενο. Μάλιστα, μπορεί κανείς να δηλώσει ότι: «Το νοητό είναι ένα από τα νοητά πράγματα που δεν είναι νοητά».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- T.W. Adorno: Ästhetische Theorie, in: ders., Gesammelte Schriften, Bd.7, Frankfurt am Main. 1997
- J.G. Fichte : Erste Einleitung in die Wissenschaftslehre, Hamburg 1954