10.7 C
Athens
Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ ίδρυση της Γκεστάπο στη Γερμανία (Α’ Μέρος)

Η ίδρυση της Γκεστάπο στη Γερμανία (Α’ Μέρος)


Της Παρασκευής Θεοδωρίδου,

Η Γκεστάπο (Geheime Staatspolizei), με έδρα το Βερολίνο, ήταν η κρατική μυστική αστυνομία τόσο της Ναζιστικής Γερμανίας όσο και των χωρών της Ευρώπης που βρίσκονταν υπό γερμανική κατοχή. Αφότου ο Αδόλφος Χίτλερ έγινε Καγκελάριος της Γερμανίας, ο Αρχηγός της Αεροπορίας, Χέρμαν Γκέρινγκ, ανήλθε στη κρατική ιεραρχία ως Διοικητής για το Υπουργείο Εσωτερικών της Πρωσίας. Η θέση αυτή προσέφερε στον Γκέρινγκ το πλεονέκτημα να διοικεί μια από τις μεγαλύτερες αστυνομικές δυνάμεις της Γερμανίας. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του ήταν η βαθιά γνώση που είχε αποκτήσει γύρω από το φάσμα των αστυνομικών δυνάμεων, κατορθώνοντας να διαμορφώσει και τους αντίστοιχους κύκλους.

Πριν ακόμη ο Χίτλερ αναλάβει τα ηνία της εξουσίας, εν καιρώ της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, υπήρχε δυσκολία στη διαμόρφωση μιας εθνικής κρατικής αστυνομίας, συστατικό στοιχείο για μια χώρα, όπου η αστυνομική «επιθεώρηση» της πολιτικής ζωής ήταν σύνηθες φαινόμενο. Ωστόσο, ύστερα από την αλλαγή του καθεστώτος, το πρόβλημα αυτό σύντομα θα λυνόταν. Ο Χέρμαν Γκέρινγκ λίγο καιρό από την ανάληψη των καθηκόντων του, τον Φεβρουάριο του 1933, αποφάσισε να επέμβει στις αστυνομικές δυνάμεις της Πρωσίας, προβαίνοντας σε εσωτερικές εκκαθαρίσεις. Συγκεκριμένα, όπως ο ίδιος έκρινε, αξιωματικοί που δεν ήταν ικανοποιητικά εμπιστευτικοί, αντικαταστάθηκαν από πιστούς Ναζί. Επιπλέον, απομάκρυνε τις κρατικές μονάδες και μονάδες κατασκοπείας από την πρωσική αστυνομία.

Το Αρχηγείο της Γκεστάπο στο Βερολίνο, οδός Prinz-Albrecht-Straße. Πηγή εικόνας: wikipedia.org

Η πρώτη δράση της Γκεστάπο ξεκίνησε στις αρχές Μαρτίου, όταν στις 6 του ίδιου μήνα αναγγέλθηκε η διαταγή με την ονομασία «Προστασία του Γερμανικού λαού». Ουσιαστικά δια αυτής της διαταγής, οι νέες αστυνομικές δυνάμεις, διεξήγαγαν έρευνες στα κεντρικά των κομμουνιστών που έδρευαν στη περιοχή, αλλά και σε οικίες, οι οποίες ήταν ακόλουθοι της κομμουνιστικής ιδεολογίας, με την κατηγορία ότι αποτελούσαν απειλή για την κυβέρνηση. Αργότερα, στις 26 Απριλίου, ο Χέρμαν Γκέρινγκ προχώρησε στην επισημοποίηση των νέων αστυνομικών δυνάμεων, ως πλέον κρατική μυστική αστυνομία, γνωστή στην Ιστορία ως Γκεστάπο.

Αναφορικά με την κρατική αστυνομία της Πρωσίας, δεν είχαν παρατηρηθεί μεγάλου εύρους απολύσεις, παρά μόνο επαναπασχόληση και αναδιάρθρωση του προσωπικού. Προτεραιότητα στις απολύσεις δόθηκε σε εκείνους τους αξιωματικούς που ήταν υπερασπιστές της δημοκρατικής ιδεολογίας, ενώ, επίσης, πολλοί αξιωματικοί της αστυνομίας κατά του εγκλήματος αντικαταστάθηκαν, απολύθηκαν, ακόμη μερικοί από αυτούς έγιναν στελέχη της Γκεστάπο, ούτως ώστε να συμπληρωθούν τα «κενά» του προσωπικού. Έντονη δραστηριότητα των ανωτέρω παρατηρήθηκε στους υψηλόβαθμους αξιωματικούς και σταδιακά ολόκληρος ο θεσμός της αστυνομίας είχε αλλάξει θεμελιωδώς.

Ο Επικεφαλής των SS, Χάινριχ Χίμλερ. Πηγή εικόνας: spiegel.de

Σύμφωνα με τον Γκέρινγκ, ο ρόλος της νεοσύστατης Γκεστάπο ήταν να διερευνά δραστηριότητες της πολιτικής σκηνής, αλλά και οποιεσδήποτε προσπάθειες που ενδεχομένως να αποτελούσαν κίνδυνο για το κράτος, να εκτελούν διαταγές αλλά και την εφαρμογή μέτρων ή διαταγών από άλλες αστυνομικές αρχές. Πλέον, ήδη από τα αρχικά στάδια της δραστηριότητάς της, η Γκεστάπο αποκτούσε όλο και περισσότερη ισχύ και έλεγχο, τόσο προς άλλες αστυνομικές αρχές όσο και στη γερμανική κοινωνία. Σύνηθες τρόπος για την εκπλήρωση των καθηκόντων αυτών ήταν η εφαρμογή ναζιστικών νόμων. Για παράδειγμα, το 1934 εκδόθηκε νόμος που απαγόρευε την άσκηση κριτικής εναντίον του Ναζιστικού κόμματος, άρα γίνεται λόγος για έλεγχο σε ατομικό επίπεδο, καθώς θεωρούνταν πως τέτοιες πρακτικές, ήταν δυνητικά επικίνδυνες προς το κράτος.

Μια ακόμη ακραία μορφή ελέγχου ήταν ο καθορισμός ολόκληρων κοινωνικών ομάδων με βάση τα φυλετικά και πολιτικά πρότυπα, επομένως  κάθε ένας που ήταν κομμουνιστής, Εβραίος, ακόμη και ομοφυλόφιλος, βρισκόταν στο στόχαστρο της Γκεστάπο. Γρήγορα, αναπτύχθηκε και ανταγωνιστικότητα αναφορικά με τον έλεγχο της Γκεστάπο και σε ποια διοίκηση θα κατέληγε. Ο Χάινριχ Χίμλερ, επικεφαλής των SS (Schutzstaffel), τον Μάρτιο του 1933 είχε στεφθεί Αρχηγός της Αστυνομίας του Μόναχου και έναν μήνα αργότερα, έγινε Διοικητής της Βαυαρικής Κρατικής Αστυνομίας, ενώ ο Ράινχαρντ Χάιντριχ ανέλαβε τα καθήκοντα του επικεφαλής του έκτου τμήματος της Βαυαρικής αστυνομίας. Σύντομα, η Βαυαρική κρατική Αστυνομία ανεξαρτητοποιήθηκε από την Αστυνομία του Μόναχου, ενώ ακόμη η Γκεστάπο προσπαθούσε για τη δική της αυτονομία.

Ο Διευθυντής της Γκεστάπο και αργότερα Αρχηγός, Ράινχαρντ Χάιντριχ. Πηγή εικόνας: bleeckerstreetmedia.com

Σταδιακά, ο Χίμλερ με τον Χάιντριχ κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν την κρατική αστυνομία στη χώρα, έχοντας ως επόμενο στόχο την Πρωσία και  την «κατάληψη» της Γκεστάπο, η οποία θα τους έδινε μεγαλύτερο έλεγχο. Ωστόσο, για να επιτύχουν κάτι τέτοιο, έπρεπε να έρθουν αντιμέτωποι με τους επικεφαλής της Πρωσίας. Συγκεκριμένα, ο Χέρμαν Γκέρινγκ ήταν Πρωθυπουργός της Πρωσίας και ο Βίλχελμ Φρικ ήταν ο Υπουργός Εσωτερικών του Ράιχ. Αυτό που ήταν επιθυμητό από τον Χίτλερ ήταν να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες ενέργειες, ούτως ώστε να διασφαλιστεί πως η Γκεστάπο θα παρέμενε υπό έναν βαθμό ελέγχου και δε θα αποκτούσε πλήρη ανεξαρτησία. Έτσι, το 1934, έπειτα από σειρά διαπραγματεύσεων, αποφασίστηκε πως ο Γκέρινγκ θα παρέμενε Αρχηγός της Γκεστάπο, αλλά τόσο ο Χίμλερ όσο και ο Χάιντριχ θα λάμβαναν καίριες διοικητικές θέσεις εντός της. Συγκεκριμένα, ο Χίμλερ διορίστηκε Επιθεωρητής της Γκεστάπο, ενώ ο Χάιντριχ ως Διευθυντής της Γκεστάπο.

Έχοντας ενώσει δυνάμεις μεταξύ SS και Γκεστάπο, ένας νέος ανταγωνιστής του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος ανήλθε στην επιφάνεια, με το όνομα Έρνεστ Ρόμ. Στόχος του, ήταν να δημιουργήσει μια παραστρατιωτική οργάνωση με πυρήνα τις δυνάμεις της SA (Sturmabteilung: παραστρατιωτική οργάνωση συνδεδεμένη με το ναζιστικό κόμμα), στόχος που ήρθε αντιμέτωπος με τις αντιδράσεις του γερμανικού στρατού. Οι νέες αντιπαλότητες και προσπάθειες ανέλιξης στην ιεραρχία, οδήγησαν στη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών, το 1934. Παρόλο που οι εκτελέσεις πραγματοποιήθηκαν από μέλη της SS, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και η Γκεστάπο, η οποία οργάνωσε τη δράση αυτή, συλλέγοντας στοιχεία εις βάρος των μελών της SA. To 1936, το Υπουργείο Εσωτερικών πρότεινε τον Χάιντριχ για τη θέση του Επιθεωρητή της Γερμανικής Αστυνομίας, όπως και έγινε.

Πλέον, το καλοκαίρι του 1936 η Γκεστάπο είχε σταθεροποιηθεί σε ολόκληρο το Ράιχ, ενώ όλες οι τοπικές,  κρατικές και αστυνομικές δυνάμεις, ήταν και εκείνες κομμάτι της Κρατικής Μυστικής Αστυνομίας. Ωστόσο, δημιουργήθηκε ένα πρόβλημα για το σώμα της Γκεστάπο. Οι τοπικές της δυνάμεις ήταν υπό τον έλεγχο του περιφερειακού κυβερνήτη, γεγονός που λειτουργούσε ως εμπόδιο στην επίτευξη ενός βαθμού αυτονομίας. Τη λύση στο ζήτημα έδωσε ο Γκέρινγκ, ο οποίος έβγαλε τη διαταγή πως οποιαδήποτε αμφισβήτηση ή ζήτημα προκύπτει, (τότε) ο περιφερειακός κυβερνήτης οφείλει να απευθυνθεί απευθείας στη διοίκηση της Γκεστάπο. Η απόφαση αυτή εξασφάλισε περισσότερη αυτονομία στον θεσμό από την κρατική διοίκηση. Επόμενη κίνηση των ανώτατων αξιωματικών ήταν η δημιουργία ενός πλέγματος συνεργασίας μεταξύ της Γκεστάπο, της αστυνομίας κατά του εγκλήματος και της υπηρεσίας πληροφοριών (SD), τα οποία θα εξεταστούν, μεταξύ άλλων, στο δεύτερο μέρος.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Dams Carsten & Stolle Michael (2010), The Gestapo: Power and Terror in The Third Reich, United Kingdom: Oxford University Press.
  • The Holocaust Encyclopedia, The Gestapo, Διαθέσιμο, εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Παρασκευή Θεοδωρίδου
Παρασκευή Θεοδωρίδου
Γεννηθείσα το 2000. Απόφοιτη του τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, με κατεύθυνση τις Πολιτικές, Κοινωνικές και Πολιτισμικές Επιστήμες. Διαθέτει άριστες γνώσεις αγγλικών, ενώ στο πρόγραμμα σπουδών της έχει διδαχθεί τη ρουμανική γλώσσα. Κύρια ενδιαφέροντα είναι το Δίκαιο του πολέμου, η στρατηγική ανάλυση και το Διεθνές Δίκαιο.